featured Metamanias Κινηματογράφος

Μεγάλο μας κόλλημα ο Σπυριδάκης!

Χειμώνας του ’86, βράδυ στα Εξάρχεια. Κάθομαι με το φίλο μου τον Τάσο και περιμένουμε μια κοπέλα ονόματι Ολίβια. Την είχαμε γνωρίσει πριν ένα χρόνο στην κατασκήνωση που μας έριξε η κατάρα να κάνουμε τους ομαδάρχες, μπας και βγάλουμε κάνα φράγκο.

Καταφθάνει η Ολίβια στη μισκοσκότεινη πλατεία, μας βλέπει, τη βλέπουμε –παθαίνουμε κάποιο εγκεφαλικό γιατί έχει ντυθεί με ταγεράκι στυλ αεροσυνοδός, τσαντούλα Υβ σεν Βιτόν ξέρω ‘γω, γόβες με επίχρυσα τελειώματα –τραγωδία…. Δηλαδή, εντάξει, αν πηγαίναμε στη Μεγάλη Βρετάνια θα ήταν υπέροχη, αλλά για πλατεία Εξαρχείων ήταν εφιάλτης.

«Πού να την πάμε, να την κρύψουμε, μη μας δει κάνας γνωστός και πέσει η καζούρα σύννεφο;» ρωτάει πανικόβλητος ο Τάσος.

«Πάμε ΤΣΑΦ που δεν θα έχει πολύ κόσμο», προτείνω ο ηλίθιος.

Αλλά στο ΤΣΑΦ έχει ποδόσφαιρο η τηλεόραση –ευρωπαϊκό παιχνίδι του Ολυμπιακού.

Μπαίνουμε μέσα, πριν κλείσει η πόρτα έχει γυρίσει όλο το μαγαζί και μας κοιτάζει –βαδίζουμε αγέρωχοι σαν Γάλλοι ευγενείς στο δρόμο για τη γκιλοτίνα, περνάμε δίπλα από ένα τραπέζι που κάθεται ο Σπυριδάκης με την παρέα του.

Μεγάλο μας κόλλημα ο Σπυριδάκης, από τη «Γλυκιά Συμμορία» -αν ο Μόσχος ήταν το ίνδαλμά μας, ο Σπυριδάκης ήταν ο φιλαράκος μας, ο δικός μας που βγήκε επιτέλους στο πανί.

«Μου ‘πεσε ένα πεντακοσάρικο, κάπου εδώ θα είναι», σκύβει απότομα ο Σπυριδάκης όταν φτάνει δίπλα του η Ολίβια.

Και βουτάει εκείνη ανάμεσα στα τραπέζια, τραβάει κάτι απλωτές στο πάτωμα σε στυλ Γκρεγκ Λουγκάνις για να το βρει –παγώσαμε με τον Τάσο, πήρε γραμμή ολόκληρη η καφετέρια, έπεσε το κανιβάλισμα του αιώνα.

Αυτή ήταν η πρώτη μου προσωπική επαφή με τον Σπυριδάκη –από καραμπόλα.

Χειμώνας του ’08, βράδυ στο Gagarin. Έχουμε πάει για την εκδήλωση στη μνήμη του Νίκου Νικολαϊδη –γίνεται και παρουσίαση του τελευταίου του βιβλίου, της «Στεκιάς στο μάτι του Μοντεζούμα». Είναι όλοι πάνω στη σκηνή –οι ήρωες των ταινιών του, οι προσωπικοί μας ήρωες. Διαβάζουν αποσπάσματα από το βιβλίο, έρχεται η σειρά του Σπυριδάκη.

«Διαβάζοντας αυτό το βιβλίο ένιωσα λες και μάζευα τα θραύσματα του Νίκου, σα να τον είχε διαμελίσει μια χειροβομβίδα και μάζευα τα κομμάτια του από τα δέντρα και την άσφαλτο», λέει. Και αφήνει δίπλα του το βιβλίο χωρίς να διαβάσει κάποιο απόσπασμα.

Χειμώνας του ’10, βράδυ στο σπίτι μου. Ψάχνομαι να κάνω ένα ντοκυμαντέρ, το «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο», ψάχνω σκηνοθέτη. Μετά τη βραδιά εκείνη στο Gagarin, έχω γνωρίσει τη Μαρί Λουίζ και, μέσω αυτής, κάποιους από τους ήρωες των ταινιών του Νικολαΐδη (ακόμα δεν μου πάει να τους πω «ηθοποιούς» ή «πρωταγωνιστές»). Στην απελπισία μου παίρνω τηλέφωνο τον Σπυριδάκη –έχω εντυπωσιαστεί από το «Βέρα Κρουζ» και τον «Κήπο του θεού» -φυσικά είμαι κομπλαρισμένος.

Σηκώνει το τηλέφωνο, με θυμάται από κάποιες φορές που βρεθήκαμε με μεγάλη παρέα. Του λέω τι τον θέλω κομπιάζοντας.

«Φυσικά και θέλω να το σκηνοθετήσω, σε ευχαριστώ που με σκέφτηκες», μου απαντάει.

Κοιτάζω το ακουστικό –μιλάω σίγουρα με τον Σπυριδάκη;

«Μόνο που υπάρχει ένα προβληματάκι –είχα ένα ατύχημα με τη μηχανή, έπεσα, έσπασε το ντεπόζιτο και μου μπήκε βενζίνη στο μάτι, δε βλέπω τίποτα», συνεχίζει.

Όνειρο ήταν και πάει, σκέφτομαι κι ετοιμάζομαι να κλείσω το τηλέφωνο.

«Λοιπόν, άσε μου μια βδομάδα να ξεμπερδέψω με τους γιατρούς και μετά σε περιμένω σπίτι μου», συνεχίζει εκείνος.

Μένω μαλάκας…

Περάσαμε τρεις μήνες με τον Τάκη –πηγαίναμε σπίτι του, στον χώρο που είχε κάνει γραφείο δίπλα στο κυρίως οίκημα –κάναμε σχέδια, αλλά κυρίως ακούγαμε. Τον Τάκη. Τεράστιος κανίβαλος. Δεν άφηνε άνθρωπο απείραχτο –εγώ σαν κολλημένος με τον Νικολαΐδη άκουγα ιστορίες τους, γιατί ήταν οικογένεια ο Τάκης με το Νίκο και τους δικούς του, πίναμε πολύ –ουίσκι πάντα.

«Είχε κόλλημα με την τεχνολογία ο Νίκος –ό, τι μπλιμπλίκι έβγαινε, το αγόραζε. Είχε πάρει ένα πρωτόγονο τύπου πλέι στέισον τάβλι, αράζαμε στο κρεβάτι με κάτι λεβιέδες εκεί πέρα, το συνδέαμε στην τηλεόραση και παίζαμε. Ρε Νίκο, ταλαιπωρία είναι –να πάω να φέρω το κανονικό τάβλι; του έλεγα. Μην το συζητάς –αυτό είναι καλύτερο, μου απάνταγε. Και μετά ερχόταν η Μαρί Λουίζ και μας πέταγε έξω με τις κλωτσιές που της είχαμε γεμίσει το κρεβάτι τσόφλια από φιστίκια και είχαμε ντουμανιάσει το δωμάτιο απ΄τα τσιγάρα». Τέτοιες ιστορίες  μας έλεγε ο Τάκης.

Δεν κάθισε τελικά η υπόθεση με το «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο», έτρεχε με τα δικά του project ο Τάκης, έψαχνε χρηματοδότηση για μια καταπληκτική ταινία που είχε στα σκαριά… Μας έμειναν τα βράδια στο σπίτι του, τα τηλεφωνήματα, τα γέλια (πολλά γέλια), το διαφορετικό αστείο που έλεγε κάθε φορά που ανοίγαμε τον κατάλογο των συγκροτημάτων κι έπεφτε το μάτι του στα «Αρνάκια», μια συνάντηση με τον Λούη και τον Κώστα από τους Stress και τον Τάκη από τους «Παρθενογέννεσις» που ξεκίνησε βράδυ και τελείωσε το ξημέρωμα… Και εκείνη η αίσθηση που είχα όταν έφευγα από το σπίτι του, ότι άδειασα, καθάρισα, αναζωογονήθηκα.

Ο Τάκης είχε αυτή την ικανότητα –να στραγγίζει την πίσσα από μέσα σου και να φτιάχνει με αυτή λεωφόρους…

Τα σκέφτομαι λογικά και ήρεμα γιατί ακόμα δεν έχω καταλάβει ότι έφυγε ο Τάκης… Άλλωστε, δεν είναι καν χειμώνας, δεν πέφτει και μια βροχή για ατμόσφαιρα –πώς έφυγε δηλαδή, πού πήγε; Διαβάζω τριγύρω και όλοι αναφέρονται σε αυτόν λες και πρόκειται για τον κολλητό τους –δεν έχει σημασία αν τον γνώρισαν ή όχι –τέτοιος ήταν ο Τάκης. Ο φίλος μας που κορόιδευε τα πάντα εκτός από την ανάγκη μας. Γιατί όταν τον χρειαζόσουν –όποιος τον χρειαζόταν, ο Τάκης ήταν εκεί. Το ξέρουν όλοι αυτό.

 Ο Τάκης –αυτός ο τεράστιος ηθοποιός που απεχθανόταν το ψεύτικο…

«Μου είχαν πει να κάνω τον παπά σε μια ταινία, άφησα μούσια γιατί δε γουστάρω να παίζω με κολλημένα πλαστικά –τελικά δεν έκατσε, μου έμειναν τα μούσια», έλεγε.

Τον είδα κάποτε σε μια ταινία της σειράς –έκανε έναν αθλητικό μεγαλοπαράγοντα (μάλλον λόγω της δημοσιότητας που είχε από τις σχετικές διαφημίσεις). Είναι μια σκηνή που μιλάει με τον προπονητή και μετά γυρίζει την πλάτη και φεύγει –όσο απομακρύνεται βλέπεις έναν χοντρό που περπατάει άτσαλα –πώς διάολο κατορθώνει να φαίνεται χοντρός σαν κακοχυμένος λουκουμάς αυτός ο άνθρωπος που ήταν 60 κιλά με το ζόρι; Χωρίς πρόσθετα και μαλακίες –μόνο με την κίνησή του και με ένα φαρδύ κοστούμι –άκου να δεις τώρα…

 Ο Τάκης –αυτός ο μεγάλος σκηνοθέτης που δεν πρόλαβε να δείξει όσα είχε (το ότι ο Νικολαϊδης του εμπιστεύτηκε τον «Οργισμένο Βαλκάνιο» για να τον κάνει ταινία είναι, νομίζω, αδιάψευστο κριτήριο του ταλέντου του). Ο Τάκης που μπορούσε να δει βαθειά μέσα στους συναδέλφους του –«αυτός έχει μέσα του ακόμα δυο ταινίες, όχι περισσότερες», έλεγε όταν μιλούσαμε για κάποιο σκηνοθέτη.

Ο Τάκης, ο δημιουργικότερος τεμπέλης που έχω γνωρίσει στη ζωή μου.

Ο μανιακός με τη τζαζ, ο νυχτερινός τύπος, ο άνθρωπος που θα μπορούσε να φάει μια τούρτα κατάμουτρα και να μη χάσει το cool του, αλλά ταυτόχρονα ήταν ικανός να μεταμορφωθεί μπροστά σου σε όποιον ήθελε να κανιβαλίσει. Άλλαζε φωνή, ύφος, στήσιμο –κοίταζες απορημένος εσύ. Πού είναι ο Τάκης;

Πού είναι ο Τάκης;  Σε ένα τρομερό σπίτι που τα παράθυρά του σπάνε από τα καπνογόνα ή στις όχθες του ποταμιού…

«Υπάρχουν τόσες πολλές ιστορίες για μας… Λένε πώς μετά το ποτάμι, κάτω στην κοιλάδα του θανάτου, στο χάσιμο του φεγγαριού, 7 άγγελοι προσεύχονται γι΄αυτούς που φεύγουν από την πόλη. Κι όταν η μάχη τελειώσει και πέσει ο καπνός, σε περνάνε στη θάλασσα. Ζωντανό ή νεκρό δεν έχει σημασία. Μη νομίζεις πώς τα παράτησα. Όνομα έχεις;»

Θανάσης Γιαννόπουλος