featured Βιβλίο

Γιάννης Ξανθούλης : «Ενυπάρχω μέσα στους ήρωές μου»

Βυθισμένος στο σύμπαν του νέου του βιβλίου που έχει ολοκληρωθεί και βρίσκεται στις διορθώσεις, αναμένοντας να εκδοθεί μέσα στο φθινόπωρο από τις εκδόσεις «Διόπτρα», ο Γιάννης Ξανθούλης δεν κρύβει πως νιώθει το ίδιο άγχος, όπως κάθε φορά που γεννιέται ένας του ήρωας. « Κάθε βιβλίο είναι για μένα μια πολύ μεγάλη περιπέτεια και μια γέννα, κάτι  που σε μεγάλη ηλικία αποδεικνύεται πολύ επικίνδυνο», λέει με το χαρακτηριστικό, ιδιωματικό του χιούμορ, τον συνήθη αυτοσαρκασμό αλλά και την αδιόρατη μελαγχολία που τον διακρίνει.

«Λόγω ηλικίας είναι άλλες οι δυνάμεις και οι αντοχές. Αν και τώρα πια είμαι πιο στωικός και επηρεάζομαι λιγότερο από τον καιρό, τις βροχές και τις καταιγίδες. Μπορεί να πονούν τα χέρια και τα γόνατά μου λόγω αρθριτικών, αλλά ξέρω πια να το αντιμετωπίζω καλύτερα το θέμα». Ακμαίος, ευφυής και ετοιμόλογος, βαθιά ευγενής, με μια σπάνια ευαισθησία και μια ευφρόσυνη διάθεση, ο δημοφιλής συγγραφέας με υποδέχθηκε ένα μεσημέρι Σαββάτου στο φωτεινό γραφείο της οδού Ιπποκράτους. Οι πρώτες κουβέντες δεν θα μπορούσαν να μην περιστραφούν γύρω από την επαγγελματική μας συμβίωση για πολλά χρόνια στα ίδια ραδιοφωνικά στούντιο.

Ωστόσο πολύ γρήγορα άρχισε να απαντά στις αγωνιώδεις μου ερωτήσεις για την δημιουργία του ήρωα και του κόσμου του, με αφορμή το νέο του βιβλίο «Εγώ ο Σίμος Σιμεών».

«Συνήθως δεν τους ξέρω τους ήρωές μου. Καθ΄ οδόν τους βρίσκω. Εκείνοι με καθοδηγούν. Είναι περίεργο, αλλά όταν γράφω γίνομαι ένα είδος αλεξικέραυνου, καθώς βάζω τον εαυτό μου σ’ έναν  ψυχαναγκασμό να συγκεντρώνει πληροφορίες γι’ αυτούς. Με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Και με όλες τις λεπτομέρειες, από το τι φοράνε έως το τι τρώνε. Παρεμβαίνουν χιλιάδες πράγματα στα κείμενά μου. Και μέσα στα βιβλία μου υπάρχουν πάρα πολλές λεπτομέρειες, πολλά φαγητά, πολλές συνταγές. Είναι πολλές φορές που πεινάω εκείνη την ώρα που γράφω και δε θέλω να ξεχάσω ότι πεινούσα. Ένας φίλος μου μού λέει: «δεν έχω διαβάσει πουθενά για τόση μελιτζάνα, πιο πολύ κι απ’ τη λαϊκή». Έχω πολλές εμμονές οι οποίες έρχονται και ξανάρχονται. Όλοι έχουν εμμονές, αλλά εγώ βασίζομαι πάνω τους. Αυτές είναι που με βοηθούν».

Στο υπό έκδοση βιβλίο που διαδραματίζεται το 1964, ήρωας είναι ο μοναχικός και εξόχως χαρισματικός εντεκάχρονος Σίμος, νόθος γιος μιας γυναίκας με κλονισμένη υγεία, που ζει προστατευμένη από τις τέσσερις αδελφές της σε μια εύρωστη μακεδονική κωμόπολη με το όνομα Χαλκόπολη.

«Δεν ξέρουμε πολλούς με τέτοιο όνομα και αν ξέρουμε δεν τους ξεχνάμε. Το Σίμος προκύπτει από το  σημαντικός, το σήμαντρο, την σημασία, ο ίδιος θέλει να πειστεί ότι κάπου υπάρχει, ότι έχει μια ταυτότητα, καθώς συχνά αμφισβητεί τον εαυτό του. Για αυτό και ήθελε να έχει αυτό το όνομα».

“Μπορεί ο ήρωάς μου να γίνει ένας κανίβαλος”

Η συγγραφή είναι μια επώδυνη διαδικασία για τον Γιάννη Ξανθούλη. «Όταν γράφω ταλαιπωρούμαι φριχτά αλλά όταν καταλάβω ότι το βιβλίο υπάρχει μέσα μου πρέπει να βγει. Όλα τα βιβλία υπάρχουν μέσα μας. Τον Σίμο άρχισα να τον γνωρίζω τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Ωστόσο πρέπει να τον είχα μέσα μου 70 χρόνια. Είναι αυτό που λένε πως όλοι μας κουβαλάμε μια αρρώστια για την οποία πρέπει να δοθεί μια ευκαιρία να βγει προς τα έξω. Και εγώ  φαίνεται ότι ασθενώ,  δεν είμαι τόσο της ανοσίας. Όσο για την ώρα που περιγράφω ένα δραματικό γεγονός και βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση, το μάτι μου μπορεί να πέσει σε κάτι άλλο και θα φύγω απ’ τη ροή. Αυτά είναι τα μείον ή και τα συν στο δικό μου γράψιμο. Τότε μπορεί ο ήρωας να γίνει ένας κανίβαλος άνευ προηγουμένου. Για να περάσω εγώ καλά. Γιατί θέλω να περνάω καλά. Συνήθως δεν περνάω. Κυρίως απ’ τη ζήλια γιατί οι ήρωές μου περνάνε πολύ καλύτερα από μένα. Άσχετα αν τους ταλαιπωρώ. Ο Σίμος είναι 11 χρονών. Έχω μια εμμονή με αυτές τις ηλικίες, τις προεφηβικές. Όταν το παιδί καταλαβαίνει και δεν καταλαβαίνει τα πράγματα, παρανοεί πολλές καταστάσεις, δίνει τις δικές του εξηγήσεις, ανάλογα με την ευφυΐα του».

Ο Σίμος αντιλαμβάνεται πως πρέπει να αναπτύξει ξεχωριστές άμυνες για να επιβιώσει σε ένα υποθετικά προστατευμένο αλλά και εχθρικό περιβάλλον, βεβαρημένο από τα επαρχιακά στερεότυπα της εποχής. Δυνατό σημείο της άμυνάς του είναι η φιλομάθεια και η φαντασία του που κοντράρεται με την στενομυαλιά του τόπου.

« Στον ήρωά μου συμβαίνει ό, τι και σε μένα, όταν ζούσα σε μια πολύ μακρινή επαρχία, άλλα χρόνια, πολύ δύσκολα. Φανταζόμουν ότι ήμουν ήρωας ενός συγγραφέα και αυτό με ανακούφιζε, καθώς πίστευα πως όλα αυτά που ζούσα ήταν ψεύτικα. Όπως ψεύτικα ήταν κι οι γονείς μου, το σπίτι μου, η γειτονιά μου, η πόλη μου.  Ακριβώς το ίδιο πιστεύει και ο Σίμος. Παρ’ όλο που ψάχνει σε εγκυκλοπαίδειες για να βρει την πόλη του, άλλη φορά τη βρίσκει, άλλη όχι. Αλλού υπάρχει κι αλλού όχι. Αυτό τον βάζει σε περίεργες υποψίες και έτσι ξετυλίγεται κάτι σαν ‘’θρίλερ’’ μέσα στην ψυχή του. Είναι σπουδαίος μαθητής, πάντα στα βιβλία μου βάζω καλούς μαθητές και άριστους στα μαθηματικά, κάτι  που δεν υπήρξα εγώ. Είχα τεράστιες μαθησιακές δυσκολίες που δεν τις πολυκαταλάβαιναν για να τις προσέξουν ιδιαίτερα, κι αυτό με ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Λοιπόν, κάπως έτσι κινούμαι. Αρχίζω και μαθαίνω τον ήρωά μου. Τον φερμάρω, που λένε. Μετά τον φλερτάρω. Προσπαθώ να τον αγαπήσω. Μερικές φορές τον αγαπώ, μερικές φορές αγαπάω δευτερεύοντα πρόσωπα,  μέσω των οποίων διοχετεύω σε αυτόν την αγάπη μου. Γι’ αυτό και πάντα έχω συμπαθητικά δευτερεύοντα πρόσωπα. Κάποιες θείες που λειτουργούν σαν καλές μάγισσες, κάποια πρόσωπα που έρχονται απ’ το τίποτα».

Αν ο ίδιος είναι οι ήρωές του, ο Γ. Ξανθούλης αποκαλύπτει : «Ενυπάρχω μέσα στους ήρωές μου. Μέσα σε αυτούς υπάρχει ο ψυχισμός μου, οι μεγάλες μου αντιφάσεις, αυτό που με διακρίνει. Όπως στην ζωή μου έτσι και στα βιβλία μου ή γελάω ή απελπίζομαι, τα ζω  κι αυτό με τυρανάει. Δεν γράφω εγκεφαλικά, ζω πολλές ζωές. Αφήστε που  πάντα είχα τον τρόμο μην τυχόν και με συναντήσουν οι ήρωές μου στο δρόμο. Μια φορά με συνάντησαν. Ήταν όταν είχα γράψει τον «Χάρτινο Σεπτέμβρη της καρδιάς μας» και ένα ζευγάρι με πλησίασε και μου είπε «κ. Ξανθούλη τώρα είμαστε καλά. Είχαμε ένα παιδί που το χάσαμε από μια σοβαρή καρδιοπάθεια». Αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν πως το βιβλίο μου που διαπραγματευόταν ένα τέτοιο θέμα, τους αφορούσε άμεσα, ή τους είχα υπόψη μου και το έγραψα».

Ο Παπανδρέου και ο Χατζιδάκις

Το βιβλίο διαδραματίζεται το 1964. Μια εξαιρετικά ελπιδοφόρα εποχή για την Ελλάδα, όπως λέει ο συγγραφέας, ο οποίος διαθέτει εξαιρετικά ισχυρή μνήμη την οποία και ξέρει να χρησιμοποιεί. «Είχαν αλλάξει τα πράγματα, μετά από πάρα πολύ καιρό είχε έρθει η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, ήταν ο Λουκής Ακρίτας, ο Παπανούτσος στην Παιδεία. Γίνονταν σημαντικά πράγματα, η Ελλάδα έπαιρνε μια ανάσα, η δημοτική έμπαινε μ’ έναν συμπαθητικό τρόπο μέσα στα σχολεία και υπήρχε ένα ουσιαστικό κλίμα ελευθερίας. Στα μουσικά πράγματα κυριαρχούσαν ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης. Εμένα μ’ άρεσε πάντα ο Χατζιδάκις για την ευαισθησία του. Τον θεωρούσα ένα κλειδί σε πράγματα που αναζητούσα. Σε όλη μου τη ζωή ήταν ένας πολιτιστικός μου κηδεμών. Δημιουργούσε μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα φυγόκεντρο, κάτι που μας λείπει πάρα πολύ σήμερα.

Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πραγματοποιούνται οι τελευταίες δημοτικές εκλογές, πριν την επιβολή της δικτατορίας. Τα πνεύματα είναι πολύ οξυμένα. Η ΕΡΕ είναι καταπτοημένη, έχει φύγει ο Καραμανλής στο Παρίσι, έχει αναλάβει ο Κανελλόπουλος, η Ένωση Κέντρου είναι στα πολύ πάνω της με τον Γέρο της Δημοκρατίας και υπάρχει φυσικά η ΕΔΑ και οι Λαμπράκηδες, ένα κλίμα ελπιδοφόρο. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κινείται ο ήρωάς μου. Το καλοκαίρι εκείνο  εγκαινιάζεται και το νεκροταφείο της πόλης, με τον καινούριο δήμαρχο, όπου θάβεται η μητέρα του Σίμου. Είναι η πρώτη νεκρή που θάβεται με τιμή και μπάντες. Το βιβλίο είναι πολύ αστείο. Πάντα νομίζω ότι γράφω ένα πολύ αστείο βιβλίο. Γιατί διασκεδάζω μ’ αυτά που γράφω. Για αυτό και τα γράφω».

 Ο 16χρονος που έστελνε τα έργα του στον Κουν

Γεννημένος το 1947 στην Αλεξανδρούπολη αποκαλύπτει πως χρησιμοποιεί στα βιβλία του κάποια στοιχεία απ’ το στενό του περιβάλλον, αλλά ο ίδιος δεν έχει καμία σχέση με τον τόπο. «Δεν έχω ούτε σπίτι, ούτε τίποτα. Τα πούλησα όλα. Έναν οικογενειακό τάφο έχω. Πέθαναν οι συγγενείς μου και  έχω λίγους φίλους. Δεν είχα σπουδαίες μνήμες απ’ την πόλη. Έμεινα εκεί 18 χρόνια. Τέλειωσα το Γυμνάσιο, αυτό το μαρτυρικό πράγμα, καθώς σιχαινόμουν το σχολείο. Δεν με ενδιέφερε και δεν ήμουν και πολύ κοινωνικό άτομο. Ήμουν πολύ κλεισμένος στον εαυτό μου. Έγραφα θεατρικά έργα από 16 ετών και τα έστελνα στον Αλέξη Σολωμό και στον Κουν. Μέχρι και στον Χορν έστειλα ένα έργο που λεγόταν ‘’ Το Πνεύμα των Ζώων’’.  Μ’ ενδιέφερε πολύ το θέατρο. Ήταν πάντα η αφετηρία μου. Τώρα, δε με αφορά».

“Πάντα αισθανόμουν μαύρο πρόβατο και περιθώριο”

«Γράφοντας διαπιστώνω πως η Ελλάδα, οι μικρότητες και η ψυχοσύνθεση του Έλληνα δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Τότε ήμασταν πιο σεμνοί, προσέχαμε το λεξιλόγιό μας, υπήρχε η σημασία και το βάρος των λέξεων. Με τα χρόνια άλλαξαν τα πράγματα όπως αλλάζουν όλα. Σήμερα έχει ελαχιστοποιηθεί το λεξιλόγιό μας κι έχει περιοριστεί. Δεν κάνω κριτική, είμαι ένας που παρατηρεί τις περισσότερες φορές, άλλωστε πάντα αισθανόμουνα μαύρο πρόβατο και περιθώριο. Λυπάμαι  για όλη αυτήν την μετάλλαξη που δεν είναι μετάλλαξη αλλά εγκατάλειψη. Για αυτό με παρηγόρησε που τα τελευταία 15 χρόνια ασχολήθηκα με την τουρκική γλώσσα και άρχισα να μιλάω τουρκικά. Με βοήθησε πολύ, άρχισε να με ζεσταίνει και να μου κάνει πολύ καλό».

Η ζωγραφική και οι πολλές ζωές των βιβλίων

«Το ταλέντο μου είναι να διαβάζω, διαβάζω πάρα πολύ, είμαι απόλυτα συνειδητός αναγνώστης, διάβαζα από πάρα πολύ μικρός, αλλά τα τελευταία χρόνια ακόμα περισσότερο», παραδέχεται ο Γ. Ξανθούλης που είναι ιδιαίτερα χαρούμενος για τα βιβλία του που κυκλοφορούν και τυπώνονται εκ νέου από την «Διόπτρα» σε δικά του ζωγραφισμένα εξώφυλλα. «Τα βιβλία έχουν πολλές ζωές, δεν έχουν παροπλιστεί, ξαναβγαίνουν και αποκτούν άλλο κοινό. Όσον αφορά την σχέση μου με την ζωγραφική κρατάει χρόνια, από τότε που έκανα τα κοστούμια σε θεατρικές παραστάσεις έργων του. Είναι λίγο αστείο αλλά φέτος έκανα και μια έκθεση. Πάντα ζωγράφιζα, αλλά τον τελευταίο καιρό το πήρα λίγο στα σοβαρά και για να μην τα σκίσω τα έργα , γιατί τα έσκιζα, τα κορνίζωνα κι έτσι μαζεύτηκαν αρκετά και έγινε η έκθεση. Είναι μια  ενδιαφέρουσα χειρονακτική εργασία που ξεκουράζει».

Μάνια Ζούση

Δημοσίευση στην “Νέα Σελίδα” 17/9/2017