featured Βιβλίο

Ευγενία Φακίνου: «Η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από τη λογοτεχνία»

 

 

«Τελειώνοντας ένα βιβλίο, αρρωσταίνω. Σωματοποιώ τον κόπο και την πίεση. Παραδίνομαι στα βιβλία μου, δεν γράφω ψύχραιμα». Αυτό  αποκαλύπτει η Ευγενία Φακίνου, δημοφιλής συγγραφέας αγαπημένων έργων που έχουν τη δική τους θέση και ιστορία στην ελληνική λογοτεχνία, εξηγώντας μας με συγκλονιστικό τρόπο τις λεπτομέρειες της γραφής του νέου της μυθιστορήματος «Νυχτερινή ακρόαση», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη».  Με το ταλέντο μιας γοητευτικής αφηγήτριας, ξεδιπλώνει στη «Νέα Σελίδα» τη ζωή της, μιλώντας για τα βιβλία που δανειζόταν από τη γειτονιά και υπήρξαν από τα μικρά της χρόνια «παρηγοριά και  σωσίβιο», καθώς η νοσοκόμα μητέρα της έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και ο ναυτικός πατέρας της απουσίαζε για μεγάλα διαστήματα . «Ήμουν ένα παιδάκι μόνο στο σπίτι που έπρεπε να διαχειριστώ το φόβο μου και το χρόνο μου που ήταν ατέλειωτος. Και εκεί άρχισα να λέω ιστορίες στον εαυτό μου για να μου περνάει η ώρα», εξομολογείται. Από την διήγησή της δεν λείπουν οι μεγάλες αγάπες της όπως το ραδιόφωνο, που οι νυχτερινές εκπομπές του αποτέλεσαν την έμπνευση για το πρόσφατο βιβλίο της. Η Ευγενία Φακίνου μιλάει ακόμη για τη μοναχικότητα της συγγραφής, τα μικρά μυστικά, τα παιχνίδια και τις εμμονές της αλλά και το πώς ως συγγραφέας, γίνεται ο σκηνοθέτης, ο σκηνογράφος και ο ηθοποιός του έργου της, υποδυόμενη κάθε φορά τον ήρωά της.

Στη συγγραφέα που πρόσφερε γενναιόδωρα στην ελληνική λογοτεχνία αλλά κυρίως σε πολλές γενιές παιδιών την «Ντενεκεδούπολη», «Τα Ελληνάκια» και την «Αστραδενή», η πρώτη ερώτηση δεν θα μπορούσε να ήταν άλλη από το τι ρόλο έπαιξε το παιχνίδι στη ζωή της. «Καμία με την ευρεία έννοια, γιατί γεννήθηκα το 1945 στην Αλεξάνδρεια, ήταν Ιούνιος και τον Δεκέμβριο ήρθαμε στην Κυψέλη, μια συνοικία όπου εκείνη την εποχή τα κορίτσια δεν έβγαιναν στο δρόμο να παίξουν. Το 1953 απέκτησα μια αδελφή. Ο πατέρας μου, μηχανικός στα καράβια, επιστρατεύτηκε το 1940 και αποστρατεύτηκε το 1952. Τον γνώρισα όταν ήμουν τρεισήμισι χρόνων. Μου έλειπε. Για αυτό στα βιβλία μου οι πατεράδες λείπουν. Η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα και στην Αλεξάνδρεια εργαζόταν στο Κοτσίκειο νοσοκομείο, ενώ στην Αθήνα έκανε ενέσεις σε ασθενείς κατ οίκον. Έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι. Και εγώ ήμουν ένα παιδάκι μόνο του που έπρεπε να διαχειριστώ το φόβο μου και το χρόνο μου που ήταν ατέλειωτος. Έτσι άρχισα να λέω ιστορίες στον εαυτό μου για να μου περνάει η ώρα». Αυτά θυμάται η Ευγενία Φακίνου εξηγώντας παράλληλα πως δεν μεγάλωσε με παραμύθια και ιστορίες από τις γιαγιάδες της. «Η γιαγιά μου η Υδραία δεν ζούσε και η Συμιακιά έμενε στο νησί της, τη Σύμη». Το μεγάλο άδειο σπίτι της Κυψέλης ήταν στη διάθεση της μικρής Ευγενίας για να το έκανε ό, τι ήθελε. Άκουγε ραδιόφωνο και έφτιαχνε ιστορίες. «Έκανα ιστορίες παρηγορητικές. Η λέξη που θα χαρακτήριζε τη ζωή μου είναι παρηγορητικό», σημειώνει.

«Το ραδιόφωνο ήταν το τζάκι των μικροαστικών σπιτιών»  

«Στα 73 μου χρόνια έχω καταλήξει ότι τα θέματα τα φέρουμε, τα έχουμε μέσα μας και χρειάζονται απλώς μια αφορμή για να πυροδοτηθούν. Μπορεί αυτή η αφορμή να είναι κάτι εντελώς τυχαίο. Από ένα ντοκιμαντέρ έως μια σκηνή στο δρόμο. Στο τελευταίο μου βιβλίο «Νυχτερινή Ακρόαση», αφορμή είναι η ακοή και οι νυχτερινές εκπομπές. Υπήρξα φανατική ακροάτρια από μικρό παιδί γιατί το ραδιόφωνο για τη γενιά μου ήταν ό, τι είναι η τηλεόραση για τη συνέχεια. Ήταν για μικρούς και μεγάλους, το τζάκι των μικροαστικών σπιτιών. Γύρω από το οποίο συγκεντρωνόταν η οικογένεια. Θυμάμαι ότι μαζευόμασταν, κυρίως  βράδια του χειμώνα να ακούσουμε τις πολεμικές ιστορίες, το θέατρο στο μικρόφωνο ή τα θεατρικά έργα που παίζονταν. Ήταν η εγκυκλοπαίδειά μας, η μουσική μας, ήταν όλα. Μιλώντας για το «Νυχτερινή ακρόαση», πρέπει να αρχίσω λέγοντάς σας πως κοιμάμαι πολύ λίγο. Ξαπλώνω στις 9 και ξυπνάω κατά τις 2. Όταν γράφω αυτό με βολεύει, γιατί έχει ησυχία και δεν με ενοχλεί κανείς. Όταν δεν γράφω ακούω ραδιόφωνο. Εκεί το κοινό είναι όλοι όσοι εργάζονται τη νύχτα, από νταλικέρηδες έως αρτοποιοί, αλλά και οι μοναχικοί άνθρωποι. Ορισμένοι αφηγούνται συγκλονιστικές ιστορίες, από τις οποίες αρκετές αξίζουν να γίνουν μυθιστορήματα. Άλλωστε η ζωή είναι πάντα πιο μπροστά από τη λογοτεχνία. Όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους συνακροατές μου, τους πόνεσα, τους αγάπησα, και επειδή ο συγγραφέας είναι δέκτης, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι. Έπρεπε να βρω λοιπόν ένα πρόσχημα. Και το βρήκα στο πρόσωπο μιας γυναίκας γύρω στα 60, φανατικής ακροάτριας, που ακούει στη νυχτερινή εκπομπή το σπάνιο όνομα και επάγγελμα της μεγάλης κι αξεπέραστης  αγάπης της. Έτσι περνάει όλη η ιστορία της «Νυχτερινής ακρόασης» και των ανθρώπων που ακούνε.   Κάποιος μπορεί να είδε σε αυτό μια ωραία ερωτική ιστορία, εμένα όμως δεν με ενδιέφερε μόνο αυτό. Μέσα από εκεί περνάνε τα θλιβερά χωριά της Ελλάδας, η αστυφιλία και τα μικροαστικά, η Αθήνα της κρίσης. Το βιβλίο τελειώνει αισιόδοξα, κάτι που δεν συνηθίζω, καθώς θέλω το τέλος συνήθως να είναι ανοιχτό και να βάζω τον αναγνώστη να το σκέφτεται ο ίδιος. Είναι ίσως κι αυτό μια εμμονή, ένα παιχνίδι. Ένα βιβλίο είναι ένα μήνυμα που το στέλνεις στο μπουκάλι και δεν ξέρεις σε τι χέρια θα φτάσει. Πάντα έκανα τέτοια παιχνίδια με τα βιβλία μου, μικρά μυστικά , μικρά μηνύματα που στέλνω σαν ερωτικές επιστολές σε κάποιους αποδέκτες».

«Σωματοποιώ τον κόπο της γραφής»

Για το αν την βασανίζουν οι ιστορίες, οι ήρωες, οι λέξεις, κι αν πάσχει να τις τιθασεύσει, η Ευγενία Φακίνου δίνει μια απρόσμενη απάντηση: «Το ότι πάσχω είναι το μόνο βέβαιο, καθώς τελειώνοντας ένα βιβλίο, αρρωσταίνω! Σαν κάθε βιβλίο να προσβάλλει κι ένα όργανο του σώματος μου! Σωματοποιώ τον κόπο και την πίεση της γραφής. Παραδίνομαι στα βιβλία μου , δεν γράφω ψύχραιμα, δεν το ελέγχω, δεν το έχω δει σαν παιχνίδι. Ο συγγραφέας είναι μόνος του. Κι είναι και σκηνοθέτης και σκηνογράφος και ηθοποιός κι όταν γράφει υποδύεται τον ήρωά του. Δεν έχει ούτε φύλο ούτε ηλικία ούτε κοινωνική θέση. Όταν είσαι νέος πρέπει να έχεις τα κότσια να γράψεις όπως ένας γέροντας , όταν μεγαλώνεις πρέπει να αντιληφθείς πως μιλάει ένας  νέος , αν είσαι γυναίκα πρέπει να μπορείς να περιγράψεις έναν άντρα. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι και του σαλονιού και του λιμανιού και να είναι αθυρόστομος. Εγώ είμαι πολύ κοινωνική στην καθημερινή μου ζωή , στη γειτονιά μου οι περισσότεροι βλέπουν μια γυναίκα που κυκλοφορεί και πιάνει με όλους την κουβέντα. Άλλωστε δεν βολεύει να ξέρουν ότι είσαι συγγραφέας. Με την μανάβισσά μου στη λαική ανταλλάσουμε σοβαρές κουβέντες για τις καυκαλήθρες και τα μυρώνια, αλλά αυτό δεν μπορεί να είναι για πολύ. Ακολουθεί η απομόνωση εδώ στο γραφειάκι μου, στο μοναστήρι, με τον ηγούμενο δίπλα», λέει αναφερόμενη στο σύντροφο της ζωής της, δημοσιογράφο και συγγραφέα Μιχάλη Φακίνο. «Είμαστε δυο διαφορετικοί άνθρωποι και δυο διαφορετικοί συγγραφείς. Έχω μεγάλη εξάρτηση από τον Μιχάλη. Από το πρώτο μου βιβλίο του διαβάζω το κείμενο της ημέρας. Εκείνος  δυσανασχετεί καθώς δεν θέλει, αλλά εγώ είναι σαν να περιμένω την έγκριση του θεού. Τον καταλαβαίνω και στην έκφραση όταν κάτι δεν του αρέσει! Εκείνος πάλι, ολύμπιος και αυτάρκης όπως είναι ο χαρακτήρας του, θέλει να δω το βιβλίο που γράφει τυπωμένο κι έτοιμο».

Τα χαρτόδετα Δαρεμά από το περίπτερο

«Τα βιβλία ήταν η παρηγοριά και το σωσίβιό μου για να επιβιώσω. Τα δανειζόμουν από τη γειτονιά. Βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε στην Κυψέλη έως και μέχρι το ΄57. Στο Γυμνάσιο είχα την καλή τύχη να έχω μια σπουδαία φιλόλογο για πέντε χρόνια. Υπήρχε κι αυτό που λέμε βασική βιβλιοθήκη και διάβασα ό, τι μπορείς να φανταστείς . Επίσης να σου πω και κάτι που δεν έχω ξαναπεί. Η μητέρα μου κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ένα ιδιαίτερο παιδί και μου αγόραζε βιβλία από το περίπτερο της πλατείας Κυψέλης, τα χαρτόδετα Δαρεμά, όπου διάβασα από την «Ρεβέκκα» και τον «Χιτώνα» έως όλον τον Κρόνιν. Το κόστος ήταν μεγάλο καθώς το βιβλίο ήταν ακριβό, αφού το κάθε ένα στοίχιζε όσο  τρεις επισκέψεις της μητέρας μου σε ασθενείς. Στη συνέχεια, από ό, τι χαρτζιλίκι μου έδινε για να ψωνίσω, κατάφερνα να εξοικονομώ όσα μπορούσα για να αγοράζω βιβλία. Πολιτικοποιήθηκα πάρα πολύ νωρίς, χωρίς όμως να κομματικοποιηθώ ποτέ. Αυτή είναι η άποψη και η στάση της ζωής μου. Κάτι που περνάει και στα βιβλία μου. Απεχθάνομαι τις φωνασκίες. Δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα έγραφα. Ζωγράφιζα και πίστευα ότι εκεί είναι η κλίση μου. Σπούδασα γραφικές τέχνες, ειδικεύτηκα στην εικονογράφηση παιδικού βιβλίου, δούλεψα στις εκδόσεις Τερζόπουλου και χρωμάτισα τα πρώτα πεντακόσια Μίκυ Μάους, αλλά πριν είχα γίνει ξεναγός, για να πληρώνω τα δίδακτρα στη Σχολή Δοξιάδη. Νομίζω ότι ο καταλύτης για τη συγγραφή ήταν ο Μιχάλης Φακίνος, καθώς όταν τον γνώρισα ήμουν 22 και εκείνος 27, ήδη δούλευε στα ΝΕΑ, κι έγραφε κιόλας. Μια φορά είχαμε μαλώσει. Και του έγραψα ένα ποίημα. Κι είδα ότι μου έβγαινε. Αλλά και πάλι δεν πήγε εκεί το μυαλό μου. Μου ήρθε η ιδέα να ασχοληθώ με το κουκλοθέατρο . Πήγα στο Βελιγράδι, είδα εργαστήρια, αλλά και πάλι δεν ήταν αυτό που ήθελα. Ήθελα ένα λαϊκό κουκλοθέατρο από ευτελή υλικά, που θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας . Υλικά όπως οι ντενεκέδες». Η «Ντενεκεδούπολη» γίνεται βιβλίο και παράσταση και κάνει τη μεγάλη ανατροπή που κρατά πάνω από 40 χρόνια τώρα. Έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές Ελληνόπουλων κι εξακολουθεί έως και σήμερα να παίζεται στα σχολεία και στα νηπιαγωγεία, από άκρη σε άκρη της χώρας. «Αφού τη γιορτή του Πολυτεχνείου, τη γιορτάζουν στα νηπιαγωγεία και στην Α και Β τάξη του δημοτικού, με την Ντενεκεδούπολη και την 25η Μαρτίου με «Τα Ελληνάκια» νομίζω ότι μπορώ να φύγω ήσυχη», ομολογεί η Ευγενία Φακίνου χαμογελώντας ικανοποιημένη. «Όσο για την «Αστραδενή», είναι συγκινητικό πως σήμερα που τα σχολεία είναι πολυπολιτισμικά, το βιβλίο αποτελεί ένα εργαλείο στα χέρια των δασκάλων, διότι αυτά που έχουν περάσει τα παιδιά που έχουν έρθει από μια ξένη χώρα ή έχουν γεννηθεί εδώ κι έχουν μια ξένη κουλτούρα, τα είχε περάσει κι ένα Ελληνόπουλο σε μια παλιότερη δεκαετία . Ο ρατσισμός δεν έχει ούτε χώρα ούτε χρώμα»

Μάνια Ζούση

Δημοσιεύτηκε στη ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ της 5/8/2018