Βιβλίο

Ανδρέας Μήτσου: “Μικρός έκλεβα βιβλία!”

Με εξομολογητική διάθεση και ένα χειμαρρώδη λόγο χαμηλόφωνου ρυθμού και μέτρου, και την εμφανή ευγένεια που αγγίζει σχεδόν τη συστολή, ο συγγραφέας Ανδρέας Μήτσου χώρεσε όλη του τη ζωή σε μια γοητευτική αφήγηση που επεφύλασσε για τη «Νέα Σελίδα». Μίλησε για το πατρικό μπακαλικάκι  και την βιβλιοθήκη της Αμφιλοχίας που ευθύνονται για την πρώτη επαφή με τις λέξεις, τη γραφή, τη φαντασία και τον σπόρο της λογοτεχνίας που κάρπισε στη μετέπειτα ζωή του, δεν δίστασε να αναφερθεί στον πληθωρισμό της ελληνικής συγγραφής αλλά και στη «δηθενιά » και οίηση αρκετών για νέες μορφές και φόρμες, δηλώνοντας πως ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι μια μόνιμη ιδιότητα.

«Διάβαζα μετά πάθους λογοτεχνία. Ήμουν το απομονωμένο παιδί, αποσυρμένο από την πραγματικότητα σε έναν άλλον κόσμο. Από μικρός επισκεπτόμουν τη βιβλιοθήκη της βασιλικής πρόνοιας στην Αμφιλοχία όπου διευθυντής ήταν ένας πρωτοξάδελφος του πατέρα μου και πήγαινα εγώ τάχα για να τον δω κι έκλεβα βιβλία. Με μάθανε και με άφηναν γιατί κανείς δεν ασχολιόταν και τα βιβλία σκουριάζανε!», λέει.

Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος, δημοφιλής και βραβευμένος, μετράει 15 βιβλία και 35 χρόνια ενεργού καθηγητικού βίου.

Στο μπακάλικο

Μέσα στο μικρό μπακάλικο του πατέρα του, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την γραφή. «Εκεί εθίστηκα στην έννοια της αφήγησης και της υπερβολής. Ήταν η εποχή του Σχεδίου Μάρσαλ και η UNRWA έστελνε στα παιδιά του «συμμοριτοπόλεμου» δέματα βοήθειας. Οι χήρες μάνες, αγράμματες στην πλειονότητα, έπρεπε να στείλουν ένα ευχαριστήριο γράμμα των παιδιών τους. Έτσι έφταναν ως εμένα για να τους γράψω την επιστολή. Ταυτιζόμουν τόσο πολύ με κάθε μια από αυτές ώστε στο γράμμα αφηγούμουν τα συμβάντα της χώρας με την πρέπουσα φαντασία και υπερβολή. Έπλαθα ολόκληρες ιστορίες που είχαν ως αποτέλεσμα να λαμβάνω εξαιρετικά δώρα, πολύτιμα για την εποχή, κυρίως φαγώσιμα. Όταν έμαθαν για τις ιστορίες μου με αναζητούσαν με αγωνία όλοι για να τους γράψω. Αυτός ο Αντρίκος και παππά γκαστρωμένο βγάζει, έλεγαν. Έτσι άρχισα να γράφω. Μόνο η μεταφράστρια των επιστολών είχε αντίρρηση, καθώς έγραφα πολλά και αγριεμένη μια μέρα με αρπάζει από το λαιμό και με ρωτά: «Τι τα γράφεις όλα αυτά, τι περιμένεις να κερδίσεις; Ακόμα δεν έχω βρει την απάντηση»!

Συναντήσαμε τον Ανδρέα Μήτσου με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο του με τίτλο «Γκαλίνα- Η σκοτεινή οικιακή βοηθός» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη και το πρώτο που τον ρωτάμε είναι για την λογοτεχνική του καταγωγή αλλά και τον πατρογονικό τόπο.

«Τον τόπο τον οριοθετώ σαν απαραίτητο σκηνικό της γραφής μου και την αναγνωστική εμπειρία την θεωρώ σημαντική στο να με βάλει σε έναν άλλο κόσμο που όπως λέει κι ο Όσκαρ Ουάιλντ, είναι πιο όμορφος και πιο πραγματικός .Από πολύ νωρίς κατέφευγα σε μια συνάντηση του εαυτού μου για να βάλω μια τάξη στα πράγματα που αναμοχλεύονταν, να βρω λύσεις και να χειραγωγήσω τον πανικό μου»

 -Το καταφέρατε μέσα στο πέρασμα των χρόνων;

«Ήταν σωτήρια η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία γιατί με έκανε διανοητικά και ψυχικά  ώριμο να ξεφύγω από τεράστιες και πραγματικές δυσκολίες. Υπήρξα φιλόλογος και σύμβουλος φιλολόγων, δίδαξα φιλοσοφία και αφήγηση σε σχολειά, σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Αποδίδω στη λέξη τεράστια σημασία. Θέλω να πιστεύω ότι δουλεύω σαν ποιητής , λέξη την λέξη, τουλάχιστον όσο μπορώ. Παρόλα ταύτα έχω την άποψη ότι όσοι ασχολούνται με τα γράμματα πανεπιστημιακά, δεν είναι και οι καλύτεροι σε σχέση με την λογοτεχνία, γιατί γίνονται λεπτολόγοι, μικρόκαρδοι και ψείρες. Καθυποτάσσουν την αυθορμησία και τη δημιουργικότητά τους σε ένα πλαίσιο το οποίο έχει εμπρόθετες σκοπιμότητες»

-Παρακολουθείτε τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία πολλά χρόνια και υπήρξατε κριτικός. Ποια είναι η εκτίμησή σας ;  

«Υπάρχει ένας πληθωρισμός και μια ανοίκεια ζέση να αναδειχθούν νέες φωνές, εξ ου και οι λεγόμενοι πρωτοεμφανιζόμενοι, στους οποίους δίνουν μια απίστευτη ώθηση. Δεν πιστεύω στην έννοια του πρωτοεμφανιζόμενου. Πρωτοεμφανιζόμενο είναι μόνο το βιβλίο. Μπορεί να είναι κανείς πρωτοεμφανιζόμενος στα ενενήντα του και να είναι υπέροχος, ο χρόνος είναι σχετικός. Άλλωστε ένα βιβλίο διαχειρίζεται τον χρόνο. Σε αυτόν δίνει μορφή ο λογοτέχνης, αυτόν ορίζει εκ νέου, αυτόν διαμορφώνει και ανακατασκευάζει. Έχω διακρίνει ωραίες νέες φωνές πεζογράφων, διηγηματογράφων, γυναικών ,  στην ποίηση και στον πεζό λόγο, ιδιαίτερα στα διηγήματα.  Ωστόσο  λίγα ωραία κείμενα βλέπεις που σε γεμίζουν χαρά και αισιοδοξία ότι αναπλάθεται η πραγματικότητα. Θα έλεγα ότι δυστυχώς, αρκετούς στο λογοτεχνικό χώρο διακρίνει «δηθενιά» και οίηση για νέες μορφές και φόρμες».

-Στην «Γκαλίνα » πώς φτάσατε;

«Είδα μια γυναίκα μέσα στο μετρό, γύρω στα 60, να έχει στην αγκαλιά ένα μωρό κοιμισμένο και να ζητιανεύει. Αποκλείεται λέω να είναι η μάνα του και με έπιασε η περιέργεια. Σκέφθηκα ένα άτομο που γνώρισα, παράδοξο, το οποίο έψαχνε να βρει το πίσω μέρος των πραγμάτων  και λέω αν ήταν αυτός στη θέση μου θα την παρακολουθούσε. Έτσι κι έκανα, αρχίζω να την παρακολουθώ διανοητικά και στήνω τον μύθο της ομοφυλόφιλης σχέσης δυο γυναικών πλάθοντας έναν έρωτα γεμάτο εμπάθεια μεταξύ τους και οδηγούμαι σε έννοιες όπως η εκδίκηση και η ζήλεια».

– Έχουν πολλές ζωές οι ήρωες και τα βιβλία;

«Ναι όπως κι εμείς. Όλοι οι ήρωες είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, ο αφηγητής, που παίρνει διάφορες μορφές μπας και ξεγελάσει το χάρο».

-Η αγωνία και  τα βάσανα του κόσμου, πόσο σας έχουν επηρεάσει ;

«Είμαι πολιτικό ον, έχω ταξική συνείδηση, δουλεύω από 8 ετών, είμαι περήφανος για αυτό, άλλωστε η δουλειά μαζί με την λογοτεχνία μου έδωσε μια μεγάθυμη θεώρηση του κόσμου. Η ταπείνωση που σου δίνει η δουλειά σε κάνει σπουδαίο άνθρωπο . Βγαίνω ακόμα στους δρόμους. Οικονομικά κι εγώ έχω λιώσει, κοντανασαίνω για να τα βγάλω πέρα. Μισώ τον αστισμό και τις παραφυάδες του. Όσο για τους συγγραφείς απεχθάνομαι αυτό που κάνουν οι περισσότεροι να γράφουν για συλλογικά πάθη. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να είναι μια μόνιμη ιδιότητα. Είναι πολύ επικίνδυνο ως συγγραφέας να δηλώνεις τιμητής της πραγματικότητας και ερμηνευτής. Πολλοί διαμορφώνουν  εξουσιαστικές περσόνες κι έχουν τεθεί σε ένα όχημα, είτε λέγεται πολιτική, σεξουαλική επιλογή , κλίκα.

Βλέπω με συμπάθεια  όσους προσπαθούν να ανατρέψουν μια πραγματικότητα και αντιμετωπίζω με απέχθεια τη συλλογική και στερεοτυπική πολιτική σκέψη».

Μάνια Ζούση

ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ 31/12/2017