Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

«Ζωές σιωπηλής απόγνωσης» σε ένα σαλούν

Σάββατο 2 Ιουνίου. Δεύτερη μέρα του Φεστιβάλ Αθηνών, πρώτη μέρα, για μένα, στην Πειραιώς 260. Με αγνώριστο τον προαύλιο χώρο, όπου είχαν στηθεί εξέδρες, μικροφωνικές, μπαρ τεράστια, καντίνες διάφορες. Ήταν η προετοιμασία για το ολονύκτιο πάρτι της έναρξης, γι’ αυτό και οι παραστάσεις του Σαββάτου ξεκίνησαν στις 8 το βράδυ.

«Εσύ για πού είσαι για την Οκλαχόμα ή για τον Άρη»; λέγαμε μεταξύ μας οι γνωστοί. Όπου Οκλαχόμα ήταν η παράσταση του Nature Theater of Oklahoma «Το κυνήγι της ευτυχίας» και όπου Άρης ήταν ο Άρης Σερβετάλης και η παράσταση του Δημήτρη Κουρτάκη «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου», που επαναλαμβάνεται φέτος. Κάποιοι που την έχασαν πέρυσι πήγαιναν εκεί (και πολύ καλά έκαναν). Οι υπόλοιποι πήγαμε… Οκλαχόμα. Στον Χώρο Η της Πειραιώς 260, που ήταν περίπου ο μισός γεμάτος.

Λίγο πριν αρχίσει η παράσταση ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, απευθύνθηκε στο κοινό και είπε ότι οι παρευρισκόμενοι είναι προσκαλεσμένοι και στο πάρτι με την επίδειξη του εισιτηρίου της παράστασης. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια πολύ δελεαστική πρόσκληση, δεδομένου ότι το εισιτήριο για το πάρτι κόστιζε 39 ευρώ στο ταμείο και 34 ευρώ στην προπώληση!

Όταν άνοιξε η αυλαία του Χώρου Η είδαμε ένα αυθεντικό αμερικανικό σαλούν, έτσι όπως τα ξέρουμε από τα γουέστερν ή από τον… Λούκι Λουκ. Οι ηθοποιοί (ή μάλλον οι χορευτές) που μετείχαν στην παράσταση μιλούσαν επιτηδευμένα αφύσικα, θυμίζοντας ήρωες καρτούν. Μόνο που μιλάνε για πολύ σοβαρά θέματα, που σίγουρα δεν αφορούσαν (μ’ αυτόν τον τρόπο και μ’ αυτό το λεξιλόγιο) τους κατοίκους της Αμερικής την εποχή των σαλούν, αλλά σίγουρα απασχολούν το σήμερα: τις άλυτες οικογενειακές σχέσεις, την αναζήτηση της ευτυχίας και της επιτυχίας, τα αδιέξοδα της προσωπικής διαδρομής, τις υστερικές ή βίαιες αντιδράσεις, την κατάθλιψη, τη φιλοζωία, την αναίτια επιθετικότητα. «…ζωές σιωπηλής απόγνωσης» είναι το δάνειο από τον Χένρι Ντέιβιντ Θορώ που αιωρείται σαν τίτλος και σαν μότο στο ανάλαφρο πρώτο μέρος και με μεγάλες δόσεις χιούμορ και σαρκασμού της σύγχρονης αμερικανικής (;) πραγματικότητας και καθημερινότητας.

Κάπου εκεί μπαίνει και η τέχνη, γιατί ο μέχρι εκείνη τη στιγμή μπάρμαν του σαλούν γίνεται ο επικεφαλής μιας καλλιτεχνικής ομάδας και από εκείνο το σημείο αρχίζει ένας τεράστιος μονόλογος (πάνω από 70 λεπτά) όπου ο ίδιος και η ομάδα του, σαρκάζοντας και απορρίπτοντας το star system αποφασίζουν να δώσουν παράσταση στη… Βαγδάτη, ενώ εκεί μαίνεται ο πόλεμος. Και σ’ αυτό το σχοινοτενές μέρος της παράστασης, με την επανάληψη του ίδιου μοτίβου, με το ξεχείλωμα της ίδιας αρχικής και ίσως ενδιαφέρουσας ιδέας, αλλά και με την αξιοθαύμαστη παρουσία επί σκηνής του Luke Thomas Copper, η κατεύθυνση ήταν μία: ανελέητος σαρκασμός της αμερικανικής κοινωνίας, του σύγχρονου τρόπου ζωής και των ιδεωδών της. Με όλα μέσα: τον καταναλωτισμό, τη διαφήμιση, την εμπορευματοποίηση, το Red Bull, την τεχνολογία (όπου ο γρύπας είναι το σύγχρονο drone), με διαρκείς εκκωφαντικές ομοβροντίες βομβών, πυροβολισμών, και ό,τι άλλο υπάρχει σ’ έναν πόλεμο, με χορό και μουσική.

Υπήρχαν κάποιες αποχωρήσεις, όχι μαζικές, υπήρχε ένα συμπαθητικό αλλά όχι ενθουσιώδες χειροκρότημα στο τέλος, υπήρχε κι ένα T-shirt που πέταξε ο πρωταγωνιστής στο κοινό (όπως στις συναυλίες) κατ’ ευθείαν πάνω στον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, υπήρχαν και κάποιες αναφορές στην Ελλάδα (με πιο άχαρη εκείνην για τη Λέλα Καραγιάννη), και για γνωστή ταβέρνα των Εξαρχείων…

Βγαίνοντας στο προαύλιο της Πειραιώς 260 υπήρχαν εκείνοι που ήταν κάθετα αρνητικοί (έως έξαλλοι) με την παράσταση, κι εκείνοι που ήταν πιο διαλλακτικοί. Ανήκω στους δεύτερους. Όχι γιατί θεωρώ ότι ήταν κάτι σπουδαίο και αξέχαστο αυτό που είδα, αλλά, γιατί είδα τη θεατρική γλώσσα και άποψη μιας ομάδας που θα ήθελα να συμπεριλάβω στις εικόνες μου. Που είχε πολλά γυμνασιακού επιπέδου αστεία, είχε όμως και εύστοχες αναζητήσεις, είχε συνέπεια, είχε χιούμορ (ενίοτε χοντροκομμένο), αλλά δεν είχε καμία αίσθηση της οικονομίας του χρόνου. Δεν είμαι σίγουρη, όμως, ότι θα ξανάβλεπα αβασάνιστα δουλειά τους.

Συμπέρασμα: Απομένει η παράσταση της Κυριακής 3 Ιουνίου. Όσοι επιδιώκετε να «δοκιμάζετε» διαφορετικές θεατρικές γλώσσες και διαφορετικού είδους θεάματα, να πάτε. Όσοι έχετε δυσανεξία με την υπερβολή και την επαναλαμβανόμενη και «προκλητική» πρόκληση, καλύτερα να το αποφύγετε.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ