Metamanias Θέατρο

Τρυφερότητα χωρίς όρια

Ήταν ένα βιβλίο που άρεσε πολύ σε πάρα πολλούς, αυτό που  έγραψε η Μαρίνα Καραγάτση το 2008: «Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι» (εκδόσεις Αγρα) και μπορεί να φαινόταν μια προσωπική εξομολόγηση, αλλά ήταν πολλά περισσότερα: ήταν η ιστορία της οικογένειάς της, κατά πρώτον, ήταν η ιδιωτική όψη επώνυμων ανθρώπων (που έτυχε να είναι η οικογένειά της), ήταν όμως, και κυρίως, η τρυφερότητα και η αγάπη με την οποία είδε τα πάθη, τις μικρές και τις  μεγάλες συγκρούσεις εντός της οικογένειας και των μελών της, το πώς τα αφουγκράστηκε χρόνια μετά, το πώς τα χώρεσε μέσα της, το πώς τα συγχώρησε, ασφαλώς, και το πώς κάλεσε όλους εμάς να δούμε μ’ έναν ανάλογο τρόπο τα δικά μας οικογενειακά πάθη.

Η Μαρίνα Καραγάτση είναι η κόρη του συγγραφέα Μ. Καραγάτση και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, η οποία είχε καταγωγή από την Άνδρο. Δύο ισχυρές προσωπικότητες, δύο ταλαντούχοι άνθρωποι, που συμπορεύτηκαν, συγκρούστηκαν, ένιωσαν να ασφυκτιούν κάποιες φορές ο ένας από την προσωπικότητα του άλλου (όπως συμβαίνει σε όλα τα ζευγάρια, και στα λιγότερο επώνυμα), η ισχυρή επίσης γιαγιά Μίνα (μητέρα της Νίκης) και η Λασκαρώ, η υπηρέτρια στο σπίτι των Καραγάτσηδων, η βασανισμένη Ανδριώτισσα, που ξενοδούλεψε από τα 12 της, που κακοποιήθηκε από το αφεντικό της πρώτα, από τον γέροντα σύζυγο που της έδωσαν για να… σκεπάσουν τη ντροπή, και βρήκε το κουράγιο να σταθεί στα πόδια της και να διεκδικεί πάντα το δικό της λόγο, έχοντας για εφόδιο το χάρισμα της αφηγηματικότητας και το μεγαλείο της χωρίς όρια τρυφερότητας.

Όλο αυτό το σύμπαν, στο οποίο «η εξομολόγηση συγχέεται με τη μαρτυρία, η μυθοπλασία με την ιστορική τεκμηρίωση, η αλήθεια με την αληθοφάνεια, η παιδική εξιστόρηση με την επεξεργασμένη, συνειδητοποιημένη αφήγηση – ένα πολύχρωμο, γοητευτικό μωσαϊκό με διακριτές τις επιμέρους ψηφίδες», όπως σημειώνει στο ακόμη μια φορά εύστοχο κείμενό της στο πρόγραμμα της παράστασης, η ομότιμη καθηγήτρια στο ΑΠΘ, Λίζυ Τσιριμώκου, ανέλαβε να το μεταφέρει στη σκηνή ο απόγονος των μυθιστορηματικών και πραγματικών προσώπων: ο γιος της Μαρίνας Καραγάτση και εγγονός του Μ. και της Νίκης Καραγάτση, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Τάρλοου.

Αποκοτιά, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Πώς θα διαχειριστεί σκηνικά ο εγγονός την εξομολόγηση της μητέρας του, που αγγίζει αναμνήσεις, γεγονότα, προσωπικές στιγμές, προσωπικές πληγές και διαρκή ερωτήματα και ανεξίτηλες νοσταλγίες;

Το έκανε ο Δημήτρης Τάρλοου, σεβόμενος απολύτως το κείμενο της Μαρίνας Καραγάτση και φέρνοντας στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία» όσα εκείνος κράτησε από τις δικές της μνήμες. Όπως είδε ο ίδιος εκείνες τις μνήμες, όπως φέρει ο ίδιος εκείνους τους ανθρώπους, που ελάχιστα ή καθόλου γνώρισε. Γι’ αυτό και έδωσε μια πιο τρυφερή διάσταση στην παράσταση από την ευθεία αλήθεια του βιβλίου, ακόμα και σε πολύ δύσκολες στιγμές -την τρυφερότητα που εξασφαλίζει η απόσταση, η αφήγηση ενός μακρινού γεγονότος, ακόμα κι όταν αφορά τους προγόνους μας. Χωρίς να κρύβει γεγονότα. Χωρίς να εξωραΐζει συμπεριφορές. Όλα με μια παραπανίσια δόση τρυφερότητας και κατανόησης. Καταργώντας τους μονολόγους του βιβλίου, και φτιάχνοντας μια νέα αφήγηση, που η μία ιστορία μπλέκεται με την άλλη (διασκευή Έρη Κύργια).

Έτσι στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης όλα συμβαίνουν πίσω από ένα διάφανο πέπλο (σκηνικά-κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου, που κινήθηκαν εύστοχα ανάμεσα στη ρεαλιστική αναπαράσταση και στο άπιαστο όνειρο). Το ράντζο της Λασκαρώς, το καβαλέτο της Νίκης, η πολυθρόνα της γιαγιάς Μίνας, το παιδικό κρεβάτι με δίπλα το λούτρινο της Μαρίνας, της Μανιώς, το άβατον του γραφείου του Καραγάτση. Επέλεξε να αναπαραστήσει τα πρόσωπα απολύτως όπως ήταν, όπως αποτυπώθηκαν από τον φωτογραφικό φακό ή από το πινέλο της Νίκης Καραγάτση, προσθέτοντας το ξεχωριστό μακιγιάζ που επιμελήθηκε η Εύη Ζαφειροπούλου, που παρέπεμπε στη ζωγραφική ασφαλώς. Όλα αυτά τα φώτισε εξίσου ταιριαστά ο Αλέκος Αναστασίου, ενώ η μουσική της Nalyssa Green υπογράμμισε επιτυχώς τις εντάσεις, τις αγωνίες, τις εκπλήξεις, τις διαψεύσεις, τις έντονες αλλά και τις ζεστές στιγμές που υπήρχαν μέσα στο σπίτι των Καραγάτσηδων, σ’ ένα σπίτι που κουβαλούσε μνήμες από το Αιγαίο αλλά και από τη Θεσσαλία.

Και βεβαίως, όλο αυτό το σύμπαν δεν θα μπορούσε να αναπαρασταθεί χωρίς τους ηθοποιούς. Η Σίσσυ Τουμάση ερμήνευσε τη μικρή Μαρίνα, τη Μανιώ, και ήταν ανατριχιαστικό το εύρημα της «ξεκούρδιστης φωνής» της, κάθε φορά που φοβόταν, που αναζητούσε το δίκιο της, τη δική της φωνή.

Η Καίτη Μανωλιδάκη ήταν μια απολύτως πειστική, γήινη και πληθωρική Λασκαρώ

η Σμαράγδα Σμυρναίου ήταν η Ανδριώτισσα αρχόντισσα, που συνταίριαζε την αρχοντιά με τη λαϊκή θυμοσοφία, η Ειρήνη Δράκου ήταν η ντελικάτη και γοητευτική Νίκη Καραγάτση, που ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε στη σχέση της, που διεκδικούσε όταν έπρεπε, που λειτουργούσε ως μητέρα αλλά και ως κόρη, κι ας την κατηγορούσε ο Καραγάτσης ως «ανιαρά ενάρετη»

και ο Χρήστος Μαλάκης ήταν ίδιος ο Καραγάτσης, ίσως λίγο πιο εξωστρεφής απ’ ό,τι προσωπικά τον έχω φανταστεί. Αλλά έτσι κι αλλιώς ο καθένας μας φαντάζεται όπως θέλει εκείνους που δεν υπάρχουν πια…

Η τελική σκηνή, στο αυλιδάκι της Άνδρου, ήταν μάλλον αμήχανη και στο βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση. Γιατί έπειτα από τέτοια κατάθεση, πόσο εύκολα τρυφερεύουν τα πράγματα; Η συγγραφέας επέλεξε τη συνάντηση των τεσσάρων αγαπημένων νεκρών, πια, όταν τα γήινα και τα καθημερινά δεν τους κατατρύχουν, όταν τα όρια ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, ανάμεσα σε αφεντικά και υπηρέτριες δεν υπάρχουν, να συζητούν ήσυχα, να θυμούνται τα παλιά, να σαρκάζουν τις παλιές διαφορές τους.

Ο Δημήτρης Τάρλοου σ’ αυτή την τελευταία φάση έβγαλε το πέπλο που παρέπεμπε στο όνειρο και στη φαντασία, μας άφησε να έρθουμε σ’ επαφή με την πραγματικότητα της οριστικής απόστασης και της διαρκούς μνήμης, έβαλε τη σημερινή φιγούρα της Μαρίνας Καραγάτση σε βίντεο ενώ γράφει το βιβλίο της, έβαλε κάποιες γλάστρες ανάποδα (τα ραδίκια ανάποδα, όπως λέει ο λαός για τους νεκρούς), ενώ το νερό που έτρεχε από  τις γλάστρες ξέπλενε τα πρόσωπα, τις μνήμες, τα πάθη.

Στην αρχή μου φάνηκε αμήχανη και η σκηνική παρουσίαση αυτού του επιλόγου, όμως ήταν η σκηνή που έβγαλε τη μεγαλύτερη συγκίνηση, από την πολλή που επικρατεί σε όλη την παράσταση. Μαζί με λυτρωτικό χιούμορ, με αμεσότητα, με τη σκιαγράφηση μιας εποχής και ενός κόσμου αρκετά μακρινού.

Ναι, ήταν ένας πολύ εύστοχος, συγκινημένος και συγκινητικός τρόπος σκηνικής παρουσίασης ενός βιβλίου, όπου ο σκηνοθέτης είναι και απόγονος των βασικών πρωταγωνιστών· και του βιβλίου, και των κεντρικών ηρώων.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ