Metamanias Θέατρο

«Το Σώσε», που δεν έγινε

Πηγαίναμε, πολλοί, με μεγάλες προσδοκίες στην εναρκτήρια θεατρική παράσταση για φέτος, της Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, «Το Σώσε», την ξεκαρδιστική φάρσα που έγραψε ο Μάικλ Φρέιν το 1982. Πρώτη φορά το σκηνοθέτησε ο Ανδρέας Βουτσινάς, στο θέατρο «Μινώα» το 1983 και λίγα χρόνια μετά, το 1995, ο Σταμάτης Φασουλής στο θέατρο «Αθήναιον». Αυτή τη φορά κλήθηκε ο Έκτορας Λυγίζος να διαχειριστεί τη χάβρα των παρασκηνίων και της γενικής δοκιμής πριν από την πρεμιέρα μιας παράστασης. Γιατί αυτό είναι το έργο του Φρέιν, μια διαρκής κωμωδία παρεξηγήσεων, λαθών, συγκρούσεων και σαρδάμ ανάμεσα στους ηθοποιούς μιας παράστασης, λίγο πριν την παράσταση.

Είμαι σίγουρη ότι περισσότεροι από τους μισούς που βρέθηκαν και γέμισαν την Τετάρτη το βράδυ την Κεντρική Σκηνή της Στέγης είχαν δει κάποια από τις δύο προηγούμενες παραστάσεις, κάποιοι ίσως και τις δύο. Κι όλοι είχαν, είχαμε, μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε την οπτική του Έκτορα Λυγίζου.

Βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα θαυμάσιο, αριστοτεχνικό όσο και λειτουργικό σκηνικό (Κλειώ Μπομπότη), με σκάλες και πόρτες, πολλές πόρτες, (όπως απαιτεί κάθε φάρσα που σέβεται τον εαυτό της), ένα σκηνικό που είχε δύο όψεις. Γιατί κάποια στιγμή, αρκετά αργότερα, στο δεύτερο μέρος, αναποδογύρισε το σκηνικό και βρεθήκαμε στο back stage της παράστασης που αναπαριστούσαν οι ηθοποιοί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης.

Η παράσταση ξεκίνησε με κάπως αργό και χλιαρό ρυθμό. Με την Άννα Μάσχα, την οικονόμο ενός σπιτιού, να βρίσκεται σ’ ένα άδειο σπίτι και να απολαμβάνει το ρεπό της, που ποτέ δεν απόλαυσε εντέλει. Γιατί οι πόρτες άρχισαν ν’ ανοιγοκλείνουν, να μπαίνουν οι μεσίτες και οι ιδιοκτήτες, με τις παράνομες συνοδείες τους και να προσπαθούν να κρυφτεί ο ένας από τον άλλον. Κάπου εκεί εμφανίζεται κι ένας κλεφτράκος (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), που μπερδεύει τα πράγματα περισσότερο.

Όσοι έχουν (έχουμε) δει κάποια από τις παλαιότερες παραστάσεις του «Σώσε» περιγράφουν(με) σχεδόν με τα ίδια λόγια το πώς γελούσαν(αμε) σ’ εκείνες τις παραστάσεις: «Είχα σκίσει την καρέκλα», «Έπεσα κάτω από τα γέλια» και διάφορα άλλα της ίδιας έντασης. Το πρώτο που γρήγορα διαπιστώσαμε στην παράσταση του Έκτορα Λυγίζου (που εκτός από τη μετάφραση και τη διασκευή έπαιζε και ο ίδιος, ερμηνεύοντας τον… σκηνοθέτη της παράστασης που σκηνοθέτησε) ήταν ότι το κοινό ελάχιστα ή καθόλου γελούσε.

Κάπου εκεί άρχισε η αμηχανία αρκετών από τους θεατές, καθώς αυτό που παρακολουθούσαμε επί σκηνής ήταν επαναλαμβανόμενα, συχνά χοντροκομμένα αστεία και πόζες με αποτέλεσμα να χάνονται οι σπαρταριστές ατάκες και να χάνεται το γέλιο. Και φυσικά να χάνεται ο καταιγιστικός ρυθμός του έργου, παρά τις εργώδεις προσπάθειες των καλών ηθοποιών της παράστασης. Πόσες φορές έπρεπε να βγει στη σκηνή η Αρετή Σεϊνταρίδου που υποδυόταν την Πόπη, τη βοηθό σκηνοθέτη στο έργο του Φρέιν, κάνοντας μια πλονζόν είτε προς τη μεγάλη μαξιλάρα είτε προς το πάτωμα; Μετά τη δεύτερη φορά δεν είχε πλάκα.

Ακόμα και τα κοστούμια (Αλκηστη Μάμαλη) ήταν ασφαλώς εναρμονισμένα στο ύφος της παράστασης του Εκτορα Λυγίζου, αλλά κι αυτά στυλιζαρισμένα ήταν. Δηλαδή άψυχα. Ήρωες καρτούν θύμιζαν τα περισσότερα.

Πολλοί από τους θεατές, αρκετά νωρίς, άρχισαν να αποχωρούν, με απογοήτευση και οπωσδήποτε με αμηχανία. Αμηχανία που με συνόδευσε και μετά την παράσταση. Τι ακριβώς ήταν αυτό που προσπάθησε να κάνει ο Εκτορας Λυγίζος και δεν πέρασε στην πλατεία; Νομίζω ότι αυτό που έκανε ήταν μια παράσταση απολύτως εγκεφαλική και στυλιζαρισμένη. Ή μήπως συνομιλούσε μ’ ένα σημερινό ύφος  του αστείου και της φάρσας, το αποστασιοποιημένο, το εκζητημένο, το σχεδόν της ψηφιακής εποχής, οπωσδήποτε όχι το γήινο όμως;

Ο Εκτορας Λυγίζος είχε στη διάθεσή του μερικούς από τους καλύτερους σύγχρονους ηθοποιούς. Κάποιοι εγκλωβίστηκαν στη φόρμα του σκηνοθέτη, όπως η Αννα Μάσχα, που σε διαλείμματα αναγνώρισα τα χαρίσματά της. Κάποιοι άλλοι χειρίστηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν στο πλαίσιο της παράστασης το ύφος τους και τις δεξιότητές τους (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιάννης Κλίνης). Καλύτερη όλων ήταν η Εμιλυ Κολιανδρή και ακολούθησαν ο Αρης Μπαλής και η Σοφία Κόκκαλη, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης παράστασης πάντα. Οσο για τον Εκτορα Λυγίζο υπηρέτησε απολύτως, ως ηθοποιός, αυτό που σχεδίασε, ως παράσταση. Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη ήταν εύστοχοι και λειτουργικοί.

Αυτή τη φορά δεν έγινε «Το Σώσε». Κρίμα.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος