Metamanias Θέατρο

Το παράτολμο πέταγμα του Γλάρου

Ο κόσμος στη θέση του, σε πλατεία και θεωρεία. Γεμάτο το Δημοτικό του Πειραιά την Κυριακή το απόγευμα. Επί σκηνής μας περίμαναν η Αννα Καλαϊτζίδου (αγνώριστη με τη μελαχρινή περούκα) και ο Δημήτρης Παπανικολάου. Σαν να περιμένουν να καθίσουμε όλοι, σα να περιμένουν κάτι να αναγγείλουν. Στο επί σκηνής θεωρείο ο Νίκος Χατζόπουλος, χασμουριέται! Και ξεκινά ο Δημήτρης Παπανικολάου (ο Μενβεντένκο του έργου «Ο γλάρος» του Αντον Τσέχωφ, ο υποταγμένος και άδοξα ερωτευμένος δασκαλάκος) να συνομιλεί με την Αννα Καλαϊτζίδου (τη Μάσα του έργου) και να της λέει πόσο τον ενοχλεί η εφεύρεση του τηλεφώνου, που εμποδίζει την εκ του σύνεγγυς επικοινωνία, πόσο τον ενοχλούν τα φλας των φωτογραφιών, πόσο των ενοχλούν οι ταινίες που «παγιδεύουν» τις στιγμές του. Μια πολύ έξυπνη υπόμνηση για να κλείσουν οι θεατές τα κινητά τους, για να μην βγάλουν φωτογραφίες ή βίντεο. Την ίδια στιγμή, δίπλα μου ακριβώς, ένας θεατής έπαιζε… σκάκι στο κινητό του!

Και η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς (ο τρίτος του Τσέχωφ) ξεκινά. Με τα φώτα της πλατείας ανοιχτά, με τους ηθοποιούς να μπαινοβγαίνουν από κάθε πόρτα της πλατείας σαν να ετοιμάζονται για κάτι. Μα ναι, ετοιμάζονται. Για την παράσταση που θα στήσει εκεί στο «θεατράκι» της λίμνης ο Τρέπλιεφ (Νίκος Κουρής), με πρωταγωνίστρια τον έρωτα της ζωής του, τη Νίνα (Αλκηστις Πουλοπούλου) και με θεατές τους ανθρώπους του κτήματος, και κάποιους φίλους από τη μικρή επαρχιακή πόλη. Παρούσα και η μητέρα του Τρέπλιεφ, η ντίβα Αρκάντινα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη) και τον σύντροφό της, διάσημο συγγραφέα Τριγκόριν (Ακύλλας Καραζήσης), τον οποίο μισεί ο Τρέπλιεφ για την επιτυχία του στους λογοτεχνικούς κύκλους κατ’ αρχήν και για το ότι «κλέβει» τη μητέρα του, κατά δεύτερον. Περσόνες του Τσέχωφ και οι δύο, και ο  Τρέπλιεφ και ο Τριγκόριν.

Η παράσταση ξεκινάει στις όχθες της λίμνης (το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη από τα πιο έξυπνα και λειτουργικά. Μόνο ένα τεράστιο νάιλον που κόβει κάθετα τη σκηνή και απλώνεται πάνω της). Και γίνεται αυτό το νάιλον, οι παφλασμοί της λίμνης, οι όχθες της, ο περίπατός γύρω της, οι αμμόλοφοι που σκαρφαλώνουν και τρέχουν, η διαφάνεια του νερού ασφαλώς, αλλά γίνεται και το όριο μεταξύ τέχνης και ζωής, μεταξύ πραγματικότητας και θεάτρου. Γιατί όλος «Ο γλάρος» του Τσέχωφ αυτό αναζητεί. Και η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά πάνω σ’ αυτές τις αναζητήσεις βαδίζει διαρκώς και παράλληλα.

Αυτό άλλωστε είναι και το έργο μέσα στο έργο, το πρώιμο θεατρικό του Τρέπλιεφ, ο οποίος αναρωτιέται: «Χωρίς θέατρο γίνεται; Δεν γίνεται». Γιατί πιστεύει ότι «το θέατρο πρέπει να δείχνει τη ζωή όχι όπως είναι, ούτε όπως θα ’πρεπε να είναι… αλλά όπως την βλέπουμε στα όνειρά μας». Και οι θεατές, όλοι οι φίλοι και οι γείτονες αυτού του επαρχιακού σπιτιού στη λίμνη (ο θείος Σόριν -Νίκος Χατζόπουλος-, η Αρκάντινα και ο Τριγκόριν, ο Μεντβεντένκο και η Μάσα, η μητέρα της η Πολίνα -Σύρμω Κεκέ-, που πνίγεται μέσα στο γάμο της με τον επιστάτη του κτήματος Σαμράγιεφ -Δημήτρης Μπίτος- και ο γιατρός της περιοχής, ο πιο ψύχραιμος απ’ όλους, αφού δεν μετέχει συναισθηματικά αλλά μόνο παρατηρεί, ο Ντορν -Δημήτρης Ημελλος-, με τον οποίο είναι ερωτευμένη η Πολίνα) σχολιάζουν τους νεωτερισμούς της παράστασης. Αλλοι τους αποδέχονται, άλλοι τους απορρίπτουν, άλλοι χλευάζουν και ειρωνεύονται: «Λίγο εξεζητημένο μου φαίνεται»! Και άλλοι απαντούν: «Χρειαζόμαστε καινούργιες φόρμες, νέους τρόπους».

Ο Τσέχωφ μέσα από ένα θεατρικό έργο, που εγκυμονούσε άλλο ένα εντός του, έθιξε πολλά: τις συγκρούσεις του παλιού και του νέου, στη ζωή, στην τέχνη, στον έρωτα• την αντίδραση των παλιών και καταξιωμένων να διατηρήσουν το ρόλο τους και την απεγνωσμένη, μέχρι υπερβολής και αυτοκαταστροφής, αγωνία των νέων να υπάρξουν, να φανούν, να αναγνωριστούν. Εθιξε τη διαρκή αγωνία της  δημιουργίας, αλλά και τη διαρκή αγωνία της αποδοχής του δημιουργού και του έργου του. Καταπιάστηκε με τα ατελέσφορα όνειρα των ανθρώπων, που γι’ αλλού ξεκίνησαν κι αλλού έφτασαν κι όλο αναπολούν όσα δεν έκαναν• στάθηκε σε ανθρώπους που βλέπουν τη ζωή με ρομαντισμό και αφέλεια και τον εαυτό τους σαν ελεύθερο γλάρο, όπως η Νίνα: «Εμένα με τραβάει αυτό το μέρος, αυτή η λίμνη, λες και είμαι γλάρος». Γιατί όλα αυτά ήταν τα ερωτήματα του Τσέχωφ, οι αναζητήσεις οι δικές του, τα διλήμματά του, οι δύσκολες αποφάσεις, η αποτίμηση της τέχνης και της ζωής, εν τέλει: «Πόσο εύκολο ειναι να φιλοσοφείς τη ζωή στο χαρτί και πόσο στην πράξη;» λέει κάποιος από τους ήρωες.

Ο Γιάννης Χουβαρδάς, που επωμίστηκε και την απόδοση του έργου και τη σκηνοθεσία φυσικά, πρώτα απ’ όλα μας δώρησε σε όλη του τη διάσταση αυτό το σπουδαίο θεατρικό κείμενο. Δεύτερον φώτισε (όπως και ο Τσέχωφ) τους πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες με τις μεταπτώσεις τους, τις δειλίες τους, τις καθηλώσεις τους, τα όνειρά τους, τις υστερίες τους, τις διαψεύσεις τους -ασφαλώς και χάρη στους ηθοποιούς της παράστασης, έναν έναν ξεχωριστά. Με εύστοχο τρόπο έντυσε αυτούς τους χαρακτήρες και τις στιγμές τους η Ιωάννα Τσάμη, συμβαδίζοντας στην ευστοχία με το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη. Η μουσική του Δημοσθένη Γρίβα, επίσης σταθερού συνεργάτη του Γιάννη Χουβαρδά, υπογράμμιζε, θώπευε, λύτρωνε. Χορταστικό και το πρόγραμμα της παράστασης, που επιμελήθηκε η πολύτιμη βοηθός σκηνοθέτη Σύλβια Λιούλιου, που μας φωτίζει πολλές πτυχές και της ζωής και του έργου και των προβληματισμών του Τσέχωφ και της εποχής του. Μικρό μειονέκτημα στην όλη εικόνα ήταν η υπερβολική κινητικότητα των ηθοποιών από τη σκηνή προς την πλατεία και το αντίθετο, που κάποιες στιγμές αποσπούσε την προσοχή των θεατών.

Η μισή παράσταση παίζεται πίσω από το νάιλον και η άλλη  μισή στην υπόλοιπη σκηνή και στην πλατεία, εν είδει πραγματικότητας, δηλαδή. Εκεί μπροστά υπάρχει από την αρχή σχεδόν του έργου το ομοίωμα ενός σκοτωμένου γλάρου. Κι αυτός ο ίδιος γλάρος, βαλσαμωμένος πια από τον επιστάτη Σαμράγιεφ, πρωταγωνιστεί στο εξαιρετικό όσο και σπαρακτικό φινάλε, μαζί με την ψυχραιμία του γιατρού Ντορν μπροστά στην οδύνη. Και όλοι τώρα οι ήρωες του έργου είναι μεγαλωμένοι, ώριμοι,  έχουν αποδεχθεί τις διαψεύσεις και τις ήττες τους, έχουν αφήσει πίσω τους τους ρομαντισμούς, έχουν παραιτηθεί από τα όνειρά τους. Κι αυτό φαίνεται και στο μακιγιάζ τους, ξεβαμμένο, σχεδόν μουτζουρωμένο, σαν την παρακμή, σαν τα μεγάλα μαύρα μάτια των γλάρων.

«Ο Γλάρος» του Γιάννη Χουβαρδά ήταν μια κλασική και ταυτοχρόνως μια απολύτως αντισυμβατική παράσταση. Μια σύζευξη ριψοκίνδυνη και παράτολμη. Που πέτυχε.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Δημοσθένης Γρίβας