Metamanias Θέατρο

Σύγχρονοι Δαίμονες σε θαμπό καθρέφτη

Ομολογώ: πήγαινα με πολύ μεγάλο καλάθι, καθότι ήμουν από εκείνους που είχαν ενθουσιαστεί με τους περυσινούς «Αδελφούς Καραμάζωφ» του Κονσταντίν Μπογκομόλοφ και του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Φέτος σειρά είχαν «Οι Δαιμονισμένοι» του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι επίσης.

Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης είχε στηθεί ένα ατοπικό inox σκηνικό. Εκεί μπαινοβγαίνουν τα πρόσωπα των «Δαιμονισμένων»: ο Βερχοβένσκι, ο Νικολάι Σταυρόγκιν ασφαλώς, η Μαρία, η Λίζα, η Μαρία Σάτοβα, ο Λεμπιάτκιν, ο Σάτοφ και ο Κυρίλοφ. Αλλά αλλιώς. Πολύ αλλιώς. Γιατί οι μηδενιστές της δεκαετίας του 1860 γίνονται σ’ αυτήν την παράσταση οι φανατικοί της θρησκείας, οι Ναζί, και οι με οποιονδήποτε τρόπο σημερινοί νεοναζιστές. Και υπάρχουν και πρόσωπα που παραπέμπουν στις τρεις θρησκείες (Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι) και στο πώς θέλουν να ορίσουν και να καθορίσουν τον κόσμο. Κι όλα αυτά με τα λόγια του Ντοστογιέφσκι, αλλά απολύτως αποσπασματικά και απολύτως μπερδεμένα.

 

Ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ χρησιμοποιεί και σ’ αυτή την παράσταση τα γνωστά του εργαλεία: τις γυναίκες που ερμηνεύουν ανδρικούς ρόλους και το αντίστροφο, το βίντεο που μας φέρνει κοντά τις λεπτομέρειες της επί σκηνής δράσης, τη στατική κίνηση των ηθοποιών. Αναγνωρίσιμα. Η γλώσσα του. Σεβαστή.

Αλλά, στην προκειμένη περίπτωση και στην προκειμένη παράσταση, δεν έχει νόημα να πω ακριβώς τι είδαμε. Έχει περισσότερο νόημα να πω τι καταλάβαμε, τι εισπράξαμε από αυτά που είδαμε.

Εισπράξαμε μια παράσταση που είχε δουλευτεί πολύ, και στο μυαλό του Μπογκομόλοφ και με τους ηθοποιούς του (υπερέβησαν εαυτόν όλοι), μια παράσταση που έχει τη βάσανο των σύγχρονων δαιμόνων στην κοινωνία και στην πολιτική. Είδαμε να πέφτει από τον ουρανό της Κεντρικής Σκηνής η «βροχή» με το «λογότυπο» των Ναζί. Είδαμε τον ρόλο των θρησκειών, τα όσα ευαγγελίζονται, και τα όσα πράττουν• είδαμε του αδύναμους και τους δυνατούς• είδαμε τους διπρόσωπους• είδαμε τον σαρκασμό στους ευκολόπιστους. Ολα αυτά κατανοητά, αναγνωρίσιμα. Αλλά αποσπασματικά. Και γι’ αυτό μη κατανοητά. Θέλω να πω ότι όλο αυτό το σύμπαν που έστησε ο Μπογκομόλοφ ήταν εγκεφαλικό, εσωστρεφές και ενδεχομένως ναρκισσιστικά εσωστρεφές, αφού δεν κατέβηκαν στην πλατεία, αφού δεν μοιράστηκαν με το κοινό. Δεν συνομιλήσαμε ούτε με τον Ντοστογιέφσκι ούτε με τον Μπογκομόλοφ σ’ αυτή την παράσταση.

Είδαμε στοιχεία που έχουμε ξαναδεί σε πολλές σύγχρονες παραστάσεις (όπως η σκηνή της λεκάνης της τουαλέτας και της κοπροφαγίας), μόνο που αυτή τη φορά γινόταν από εκπροσώπους των θρησκειών, αλλά είδαμε και κάποιες άλλες (και με τη βοήθεια του βίντεο) που κατ’ αρχήν τεχνικά και αισθητικά ήταν άρτιες. (Για παράδειγμα εκείνη η φωτογραφία του μοναχού με το καπέλο του Ναζί και την κοπέλα δίπλα του στις κολώνες του Σουνίου, με ημερομηνία 00/00/000 ήταν από τις πιο δυνατές). Τεχνικά και αισθητικά, όχι συναισθηματικά.

Έθιξε πάρα πολλά ο Μπογκομόλοφ σ’ αυτή την παράσταση, πατώντας παράλληλα σε όσα έθιξε ο Ντοστογιέφσκι. Όπως την ανάγκη των ανθρώπων στο μεταφυσικό, στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος, που κυρίως στη θρησκεία το βρίσκουν.

Ναι, ήταν φανερή η αναζήτησή του και η αγωνία του, αλλά δεν βρήκε τον κατάλληλο τρόπο αυτή τη φορά να τις μεταδώσει στο κοινό. Το οποίο δεν κατάλαβε πότε ακριβώς τελείωσε η παράσταση, αφού επέλεξε (ως μέρος της αποδόμησης άραγε;) να μην βγάλει τους ηθοποιούς σε υπόκλιση. Με αποτέλεσμα πολλοί από τους θεατές να αναρωτιούνται αν τελείωσε ή αν γίνεται διάλειμμα. Κατά τη γνώμη μου, και στο σημείο της υπόκλισης, χρησιμοποίησε τους  ηθοποιούς ως απόλυτα εργαλεία παρά ως συμμέτοχους της παράστασης.

Με δυο λόγια, πιο πολύ είδα εικόνες, άλλες εύγλωττες, άλλες ακατανόητες και κρυπτικές, είδα μιαν αγωνία για τους δαίμονες του πλανήτη μας σήμερα, αλλά δεν ήταν αρκετό όλο αυτό. Και σίγουρα δεν ήταν πλήρες.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ