Metamanias Θέατρο

Στο μπαρόκ σύμπαν του Γιάννη Σκουρλέτη

Γιάννης Σκουρλέτης και bijoux de kant επί τρία, αυτές τις μέρες στα αθηναϊκά θέατρα. Διότι, στο Faust επαναλαμβάνεται η περυσινή παράσταση «Αμάραντα», σε κείμενα Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής» κάνει νέα εμφάνιση η παράσταση «Οι κόρες», που το καλοκαίρι είδαμε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και στο «Άνοιγμα στην πόλη», ενώ στο Θέατρο του Νέου Κόσμου επαναλαμβάνεται η παράσταση «Ναπολέων». Ο Γιάννης Σκουρλέτης δημιουργεί ένα σύμπαν με ιδιαίτερες σκηνικές ατμόσφαιρες, συνήθως σε συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Σκουρλέτη, με επιμονή σε κάποια συγκεκριμένα σκηνικά αντικείμενα σχεδόν σε όλες (λουλούδια, βαλίτσες, λαμπτήρες και μια ελληνική σημαία οπωσδήποτε κάπου), του αρέσει πολύ να καταπιάνεται με κείμενα που αντλεί μέσα από τη λογοτεχνία (και «Οι κόρες» και ο «Ναπολέων» στη λογοτεχνία πατούν κειμενικά), εντάσσει οπωσδήποτε τον θάνατο, είτε έμμεσα είτε άμεσα, εντάσσει οπωσδήποτε την ομοφυλοφιλία, άλλοτε πιο υπαινικτικά και άλλοτε πιο επιθετικά, παραπέμπει σε στοιχεία ελληνικότητας και συνεχίζει τη διαδρομή του με ανθρώπους που του ταιριάζουν και εκτιμά (Γλυκερία Μπασδέκη). Θα αναφερθώ στις παραστάσεις, με τη σειρά που τις είδα:

  • Είχα δει την πρώτη, την καλοκαιρινή και φεστιβαλική εκδοχή της παράστασης «Οι κόρες (η νέα ποιητική της Αθήνας)», βασισμένη σε ανθολόγηση ποιημάτων που επιμελήθηκε ο Χριστόφορος Λιοντάκης, με θέμα την Αθήνα και σε κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη. Είχε παρουσιαστεί στον γοητευτικό χώρο του Μικρού Χρηματιστηρίου, που όμως αποδείχθηκε απολύτως ακατάλληλος για θεατρική παράσταση (από άποψη ακουστικής πρωτίστως). «Ο Γιάννης Σκουρλέτης κινήθηκε στους δρόμους που υπηρετεί τόσα χρόνια στο θέατρο: στον λόγο και στο συναίσθημα, σε συνδυασμό με την εικαστική απεικόνιση, μια απεικόνιση που αυτή τη φορά ήταν υπερβολικά φορτωμένη, υπερβολικά μπαρόκ», σημείωνα το περασμένο καλοκαίρι. Πάντα για εκείνον το χώρο. Ελπίζω και εύχομαι, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων (όπου η παράσταση συνεχίζεται μέχρι τις 22 Οκτωβρίου πάντα με τις δροσερές παρουσίες της Λένας Δροσάκη και της Άλκηστης Πουλοπούλου), να βρήκε κατάλληλο τόπο να ξεδιπλωθεί.

  • Στο Faust, εκεί στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Αθήνας, στην οδό Καλαμιώτου, συνεχίζεται και φέτος (μέχρι 19 Νοεμβρίου) η παράσταση «Αμάραντα», βασισμένη σε κείμενα των Παύλου Μάτεσι και Γλυκερίας Μπασδέκη. Η μικρή σκηνή φορτωμένη από δεκάδες μικροαντικείμενα, παραπέμπουν στο καμαρίνι και στ’ απομεινάρια μιας ζωής ενός μπουλουκτσή, του Μέμου (Αλέκος Συσσοβίτης), που πρόκειται να δώσει για πρώτη φορά παράσταση χωρίς τον επί χρόνια παρτενέρ του, τον Στάμο, ο οποίος μόλις κηδεύτηκε. Μαζί του η πρώην σύζυγος του Στάμου, η Μερόπη, πάντα παρούσα στις παραστάσεις του μπουλουκιού, κρυφή ενισχυτική δύναμη της διαδρομής τους, άτυπος αλλά ουσιαστικός «φροντιστής» και εμψυχωτής των παραστάσεων των δύο μπουλουκτσήδων. Σε μια καρέκλα, ως τσολιάς, ακίνητος, αμίλητος, με μάσκα, ο… Στάμος (Αλέξανδρος Παπαϊωάννου), αφού αυτός «πρωταγωνιστεί» στις αφηγήσεις και του Μέμου και της Μερόπης. Είναι πάντα εκεί, έστω και απών. Το κείμενο του Παύλου Μάτεσι φανερώνει την ηλικία της γραφής του (δικτατορία) -και ίσως σ’ αυτά τα σημεία να είναι κάπως παλιό-, αλλά στις σκηνές της απώλειας και κυρίως της άρνησης της απώλειας είναι μαγευτικό, απλό και γήινο. Και μέσω του μπουλουκιού, ο Π. Μάτεσις σεργιανά στις μνήμες τις χώρας. Και ήταν στιγμές που νόμιζα ότι από κάπου θα βγει η Ραραού, από τη «Μητέρα του σκύλου». Δεν υπήρχε η Ραραού, αλλά υπήρχε η Αντώνα (Μπέττυ Βακαλίδου), στο κείμενο της Γλυκερίας Μπασδέκη, που βαδίζει παράλληλα με το κείμενο του Μάτεσι. Μια γυναίκα που αφηγείται, με χιούμορ, καρτερικότητα και ποίηση, τους συνεχείς θανάτους και τις αναγεννήσεις της. Από την τέφρα, κυριολεκτικά. Και ο κύκλος της ζωή της, των ζωών της, αποτυπώνεται με τον κυκλικό τρόπο που διασχίζει τη σκηνή, κάθε φορά που ξαναγεννιέται• και μέχρι να ξαναπεθάνει.

Ήταν μια παράσταση με ρυθμό, με ερμηνείες γοητευτικές (και ο Αλέκος Συσσοβίτης και η Μαρία Σκουλά, φέτος, ως Μερόπη, σ’ έναν μάλλον κόντρα ρόλο, και η Μπέττυ Βακαλίδου), είχε χιούμορ και έξυπνες ατάκες, είχε πίκρα, είχε την αίσθηση της μοναξιάς και του αδιεξόδου (και της χώρας προφανώς, την εποχή που γράφτηκε, και των χαρακτήρων) και είχε την έμφαση, ίσως παραπανίσια έμφαση -αλλά αυτό είναι ένα ακόμα αγαπημένο σημείο του Γιάννη Σκουρλέτη-, σε διάφορα εθνικά στερεότυπα που έθιγε το κείμενο. Αναρωτιέμαι, πάντως, χρειαζόταν η σκηνή της γυμνής Αντώνας στο τέλος, που ήταν, βεβαίως, σκηνοθετική επιλογή;

  • Η παράσταση «Ναπολέων» παρουσιάζεται φέτος στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 9.15 μέχρι τις 28 Νοεμβρίου). Πάλι βασισμένη σε λογοτεχνία: σε κείμενα του Γιώργου Ιωάννου και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Στο δελτίο Τύπου της παράστασης το έργο δηλώνεται ως το «πρώτο εθνικό πορτρέτο της bijoux de kant» (σημείωση που μετά την παράσταση δημιούργησε την πρώτη απορία μου). Στη σκηνή πάλι τα αγαπημένα αντικείμενα του σκηνοθέτη: ελληνική σημαία, λουλούδια, βαλίτσα. Ο Αντώνης Γκρίτσης κινείται αργά, σχεδόν χορογραφημένος. [Βλέποντας την παράσταση, συνειδητοποίησα ότι περπατάει με τον ίδιο τρόπο που περπατούσε η Μπέττυ Βακαλίδου στα «Αμάραντα», νεκρή κι εκείνη]. Ντύνεται αργά κι αρχίζει να αφηγείται τη ζωή του Λαπαθιώτη μέσα από τη ματιά και τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου. Κι αυτό είναι ένα από τα ευχάριστα ευρήματα της παράστασης, που έχει τίτλο «Ναπολέων», αλλά στην ουσία ακούμε τον Γιώργο Ιωάννου. Μέχρι που ο Γκρίτσης-Ιωάννου ανεβαίνει σ’ ένα ξύλινο βάθρο στο βάθος του σκηνικού, που θα μπορούσε να είναι και πάλκο και «Επιτάφιος» (παραπέμποντας στο ομώνυμο βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου αλλά και στους επιταφίους γενικά) και ανάβουν χρωματιστά λαμπιόνια, όπως στα παλιά μπουζουξίδικα, για να φωτίσουν, στον τοίχο, φωτογραφίες γυμνών ή ημίγυμνων ανδρών, αντικειμένων του πόθου ασφαλώς, υπογραμμίζοντας έτσι την ομοφυλοφιλία των δύο πεζογράφων. Και η φωνή του Αντώνη Γκρίτση αλλάζει και στο σώμα του παίρνει μιαν άλλη στάση, πιο γυρτή, επιχειρώντας να θυμίσει τον Γιώργο Ιωάννου. Ενώ η φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου με τα τραγούδια της ήταν η μόνη μουσική υπόκρουση.

Διαρκεί μόνο μία ώρα η παράσταση, στην οποία επιχειρήθηκε να ανιχνευτεί η παρ’ ολίγον γειτνίαση των δύο πεζογράφων στα Εξάρχεια, και κυρίως η γειτνίασή τους στην ερωτική τους προτίμηση. Διότι μόνο αυτό το στοιχείο των δύο αγαπημένων λογοτεχνών τονίστηκε σ’ όλη τη διάρκειά της, και εκτός του ότι έτσι ήταν ελλιπέστατο το εγχείρημα της σκηνικής μονογραφίας τους, δεν κατανοώ πώς αυτό δημιουργεί «εθνικό πορτρέτο». Επιπλέον, διερωτώμαι μήπως η εξαρχής εστίαση στη σεξουαλικότητα δημιουργεί ένα είδος κλισέ στο έργο του Γιάννη Σκουρλέτη. Μάλιστα, η αναγγελία της «βασισμένης σε κείμενα των ομοφυλόφιλων συγγραφέων», παράστασης,  προκάλεσε το οργισμένο κείμενο του Θανάση Νιάρχου στα «Νέα» της περασμένης Τετάρτης: «(…) Ακόμα κι αν είχαν περάσει όχι τριάντα δύο χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου και τριάντα από τον θάνατο του Κώστα Ταχτσή, αλλά εκατό και διακόσια χρόνια, θα ήταν εξίσου ανεπίτρεπτη μια παραποίηση -διαφορετικής βέβαια μορφής στις δύο περιπτώσεις -που αγγίζει ωστόσο τα όρια της βάναυσης μεταχείρισης και επομένως της προσβολής. Σκεφτείτε τι καντάρια σκοταδισμού θα μας είχαν τυλίξει αν στην παρουσίαση όλων των συγγραφέων, σκηνοθετών, ποιητών, ηθοποιών, ζωγράφων που έχουν υπάρξει εξακριβωμένα ομοφυλόφιλοι προηγούνταν ως κύρια ιδιότητά τους η ομοφυλοφιλία τους. Πράγμα που σημαίνει ότι αν αξίζει να γνωρίσει κανείς το έργο τους δεν είναι στην ουσία για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για την ερωτική τους παρέκκλιση. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι τώρα ο σκοταδισμός γίνεται λιγότερος επειδή αναφέρονται δύο μόνο συγγραφείς, τόσο περισσότερο που ο Γιώργος Ιωάννου -αλλά ως ένα βαθμό και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης -δεν θεωρούσε την ομοφυλοφιλία ως κύρια παράμετρο του έργου του, το αντίθετο μάλιστα. (…)».

Στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου είδα μια παράσταση εμπνευσμένη από δύο αγαπημένους λογοτέχνες, που, δυστυχώς, δεν φώτισε διόλου την προσωπικότητα και το έργο τους, και δεν επιχείρησε να γνωρίσει στο κοινό, παρά μόνο στερεοτυπικά την ερωτική τους προτίμηση.  Φοβάμαι ότι ο Γιάννης Σκουρλέτης δεν εμπλουτίζει τη σκηνική του γλώσσα. Σχεδόν υποψιάζομαι τι θα δω την επόμενη φορά…

Όλγα Σελλά