Metamanias Θέατρο

Σπαρακτικοί πόθοι και πάθη σε έναν εξόδιο αποχαιρετισμό

«Ενα τραμ με το όνομα “Πόθος”» ήταν ο τίτλος στον οποίο κατέληξε ο Τένεσι Ουίλιαμς, αφού είχε δοκιμάσει και σκεφτεί πολλούς άλλους εν τω μεταξύ (Βότρυς, Βραδιά πόκερ, Τα βασικά χρώματα, Η θέση της Μπλανς στο φεγγάρι). Μ’ αυτό τον τίτλο έκανε πρεμιέρα, το 1947, στο θέατρο «Μπάριμπορ» της Νέας Υόρκης, σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με την Τζέσικα Τάντυ και τον Μάρλον Μπράντο. Εκτοτε θα ανεβεί πολλές φορές σε πολλές σκηνές ανά τον κόσμο. Αυτό το τραμ διέσχισε και τη μεγάλη οθόνη, το 1951, με τον ίδιο τίτλο, και με πρωταγωνιστές τη Βίβιαν Λη και τον Μάρλον Μπράντο. Στην Ελλάδα το τραμ έγινε λεωφορείο, και έτσι έγινε γνωστό στις πάμπολλες παραστάσεις του μέχρι σήμερα: «Λεωφορείον ο “Πόθος”».

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, που για πρώτη φορά καταπιάνεται με τον Τένεσι Ουίλιαμς, αποφάσισε να επαναφέρει τον αρχικό τίτλο στην παράσταση που σκηνοθέτησε και έκανε πρεμιέρα στις 3 Φεβρουαρίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Και μάς έφερε σ’ επαφή με τη γένεση αυτού του θεατρικού κειμένου.

Στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά έχει στηθεί, αφαιρετικά, μινιμαλιστικά, υπαινικτικά, αλλά απολύτως εύστοχα (σκηνικά, κοστούμια Εύα Νάθενα) το σύμπαν μια λαϊκής, στα όρια του λούμπεν, γειτονιάς της Νέας Ορλεάνης. Ενα τραπέζι, μερικές φτηνές καρέκλες, μια σκούπα, ένας ανεμιστήρας, ένα πιάνο, ένα παλιακό μπουντουάρ σε μιαν άκρη και μια πόρτα μόνη της στο πουθενά, στήνουν αυτό το «χύμα» σύμπαν και τη συνοικία «Πόθος», μια γειτονιά με «μποέμικη γοητεία», όπου μένουν η Στέλλα ντυ Μπουά (Θεοδώρα Τζήμου), μια γυναίκα τρυφερή, που έχει όμως ανάγκη να ανήκει κάπου, να ανήκει σε κάποιον, με τον άντρα της, τον Στάνλεϊ Κοβάλκσι (Χάρης Φραγκούλης), έναν τύπο με πολλά πάθη, πολύ πάθος, πολύ θράσος και οι φίλοι και γείτονές τους: η Ευνίκη (Ευαγγελία Καρακατσάνη), μια λαϊκή, πληθωρική και καλόκαρδη γυναίκα, ο Στιβ (Andrian Frieling), σύντροφος της Ευνίκης, ένας άκακος άνθρωπος, έξω καρδιά και ο Μιτς (Αγγελος Τριανταφύλλου), ένα καλό παιδί, άβουλο αλλά ευαίσθητο, που δεν έχει ακόμα απογαλακτιστεί από τη μητέρα του. Σ’ αυτό το σύμπαν, που δονείται από νέγρικες μουσικές και φωνές της γειτονιάς, φτάνει μια γυναίκα από… αλλού. Από μακριά είναι διακριτό, φωνάζει, ότι αυτή η γυναίκα ανήκει αλλού. Καλοντυμένη, κομψή, αμήχανη, χαμένη, αναζητεί το σπίτι της αδελφής της. Είναι η Μπλανς ντυ Μπουά (Μαρία Ναυπλιώτου), η αδελφή της Στέλλας, που έρχεται από μιαν άλλη περιοχή, από το Μισσισιπή, που έμενε σ’ ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον, σ’ ένα σπίτι που το έλεγαν Belle-reve (όμορφο όνειρο), στο πατρικό των δύο γυναικών. Η Μπλανς έμεινε πίσω, φρόντισε τους γέρους γονείς, προσπάθησε να φροντίσει την περιουσία, αλλά δεν τα κατάφερε. Μόνη και χαμένη, το μόνο σημείο αναφοράς είναι η αδελφή της. Και φτάνει στο σπίτι της.

Οι διαφορές αυτών των δύο «κόσμων» είναι φανερές από την αρχή. Στη συμπεριφορά, στην αγωγή, στη γλώσσα. Αλλιώς μιλάει η Μπλανς, αλλιώς ο κόσμος που συναντά στη Νέα Ορλεάνη. Στη γλώσσα, έδωσε ιδιαίτερη βάση και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός μέσω της μετάφρασης του Αντώνη Γαλέου. Σ’ αυτήν που μιλιέται και σ’ αυτήν που εκδηλώνεται με συμπεριφορές. Σ’ αυτά που βάζουν την απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους. Η Μπλανς αναζητεί απεγνωσμένα τουλάχιστον έναν ιδιωτικό χώρο, αλλά τα δύο δωμάτια αυτού του φτωχόσπιτου δεν έχουν καν πόρτα, μόνο κουρτίνες. Στο σκηνικό, το μόνο δικό της μέρος είναι εκείνο το μπουντουάρ στην άκρη άκρη της σκηνής. Οι διαφορές των δύο αυτών κόσμων είναι διακριτές και γλαφυρές και στα κοστούμια που επίσης υπογράφει η Εύα Νάθενα και επέλεξε να δώσει χρώματα στον κάθε χαρακτήρα: λευκό για την Μπλανς, πράσινο για τη Στέλλα (και σε κάποιες δικές τους στιγμές, όταν «ξαναβρίσκονται» πράσινο και για τις δύο αδελφές), πορτοκαλί για τον Στάνλεϊ, αποχρώσεις του μπλε για την Ευνίκη, κίτρινο για τον Μιτς, κόκκινο για τον Στιβ. Μονόχρωμα φορούν μόνο οι δύο αδελφές, όλοι οι  υπόλοιποι έχουν και το παιγνιώδες εμπριμέ, που συνάδει με την ψυχοσύνθεσή τους και τον κόσμο τους.

Βεβαίως η Μπλανς δεν είναι μόνο μια ευαίσθητη γυναίκα. Είναι αλκοολική, είναι ευάλωτη, είναι ανασφαλής, είναι απελπισμένη, είναι σε απόγνωση. Γίνεται τη μία στιγμή επιθετική και την άλλη φοβισμένη. Ο Στάνλεϊ είναι εκείνος που πρωτίστως δεν θέλει και δεν μπορεί να προσεγγίσει και να σεβαστεί τη διαφορετική διάθεση. Και δεν σταματά σ’ αυτό το σημείο… Ασεβεί στα συναισθήματά της, με τον ίδιο τρόπο που ασεβεί και στο σώμα της, επειδή το μόνο που ξέρει είναι να κατακτά και να κυριαρχεί: στο πόκερ, στο μπόουλινγκ, στις ψυχές και στις διαθέσεις των ανθρώπων. Η Μπλανς γαντζώνεται όλο και περισσότερο στο αλκοόλ, στις φοβίες και στη μοναξία της, μέχρι που χάνεται στα όνειρα των διαταραγμένων ανθρώπων.

Οσα γίνονται σ’ αυτά τα δύο δωμάτια, σ’ αυτή τη γειτονιά, προβάλλονται, ασπρόμαυρα, με λήψη από ψηλά, σε μια τεράστια οθόνη που κυριαρχεί στο σκηνικό. Είναι η αναφορά στην εμβληματική ταινία σε πρώτο επίπεδο, αλλά είναι και το κάλεσμά των θεατών να δουν από μια διαφορετική απόσταση ό,τι συντελείται, λίγο σαν κλεφτές ματιές στον κόσμο των άλλων. Να δουν αυτό που γίνεται δίπλα τους, σαν ταινία…

Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός απέδωσε όλους αυτούς τους κραδασμούς των ανθρώπινων ψυχών με χειρουργική ακρίβεια όσο και με ευαισθησία και πρωτοτυπία, ανέδειξε τις διαφορές των δύο κόσμων, συνομίλησε άψογα με όσα θέλησε να καταδείξει ο Τένεσι Ουίλιαμς στο έργο του, μας χάρισε (και μέσω της μετάφρασης του Αντώνη Γαλέου) την ποιητικότητα του κειμένου, και μας κάλεσε να σταθούμε, ξανά, μπροστά σ’ αυτό που πάντα συνέβαινε και πάντα συμβαίνει: στο πως η φτηνή, η απαίδευτη και η χυδαία πλευρά των ανθρώπων συνθλίβει τις διαφορετικότητες και τις αποχρώσεις κάποιων άλλων.

Στην επίτευξη του τελικού αποτελέσματος είχε πολλές και σημαντικές συνέργειες ο Μιχαήλ Μαρμαρινός: τη μετάφραση του Αντώνη Γαλέου, τη συμβολή της έμπειρης Ερις Κύργια στη δραματουργία, την «αναπαράσταση» και το «ντύσιμο» αυτού του κόσμου από τις εμπνευσμένες σκηνογραφικές και ενδυματολογικές πινελιές της Εύας Νάθενα, τους φωτισμούς του Γιάννη Δρακουλαράκου, και, τελευταίο αλλά διόλου έσχατο, τις νότες του Αγγελου Τριανταφύλλου, που μας ταξίδεψαν κατευθείαν στη Νέα Ορλεάνη και στα σοκάκια της, στον ψυχισμό της Μπλανς και των άλλων, των απέναντι, άλλοτε μ’ ένα τρελό πάρτι κι άλλοτε μ’ ένα πένθιμο εξόδιο σιωπητήριο.

Ασφαλώς κάθε παράσταση πραγματώνεται μέσω των ηθοποιών της. Και οι ηθοποιοί της παράστασης «Το τραμ με το όνομα “Πόθος”», όλοι -εκτός του ότι έδειξαν τις μουσικές και φωνητικές τους δεξιότητες- απέδωσαν σπαρακτικά  τους πόθους και τα πάθη τους, τις αναστολές και τις φοβίες τους, τις υποταγές και τις ανταρσίες τους, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις τους, την αποδοχή της πραγματικότητας ή την αποδοχή του ψεύδους ως πραγματικότητα. Το φινάλε έκανε όλους τους θεατές να ανακαθήσουν και να στρέψουν προς την έξοδο της πλατείας το κεφάλι τους, καθώς η Μπλανς έφευγε λέγοντας διαρκώς «πάντα εξαρτώμαι από την ευγένεια των αγνώστων»…

Ηταν μια ξεχωριστή, πλήρης, δουλεμένη, κλασική και καινούργια ματιά σ’ ένα έργο που είναι πλέον κλασικό. Από τις καλύτερες δουλειές του Μιχαήλ Μαρμαρινού, και οπωσδήποτε από τις καλύτερες φετινές παραστάσεις.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ