Βιβλίο Θέατρο

Σοφία Καψούρου: “Γράφω θέατρο γιατί με προκαλεί η ευθύνη του ήρωα”

Πώς άρχισε η σχέση σου με τη γραφή και τις λέξεις και τι ρόλο έπαιξαν οι ιστορίες στη ζωή σου, ρωτήσαμε την Σοφία Καψούρου, το έργο της οποίας με τίτλο “Σούμαν”, θα ανέβει στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου από την 1η Φεβρουαρίου, μετά την συμμετοχή στη δράση “Ο συγγραφέας του μήνα”. Και η Σοφία απάντησε: ” Καταφύγιο για να προστατευτώ και για να εφορμήσω. Αυτό ήταν και είναι οι λέξεις και οι ιστορίες για μένα. Η στρατιωτική μου βάση. Από μικρούλα μου άρεσε το διάβασμα. Και το γράψιμο. Κανείς δεν ήξερε τι διαβάζω κι αυτό μου φαινόταν η ύψιστη μορφή ελευθερίας. Διάβαζα ό,τι ήθελα, ό,τι έβρισκα, αδηφάγα. Υπάρχει μία σύνθεση του Γιοχάνες Μπραμς με τίτλο «Ελεύθερος Αλλά Μόνος». Η συγγραφή είναι το βασίλειο της μοναξιάς. Και γι’ αυτό της ελευθερίας. Πρώτα βιώνεις και μετά εξιστορείς. Το σπίτι, το σχολείο, ο δρόμος ήταν τα πρώτα μου θέατρα. Οι θυρίδες της παιδικής ηλικίας κρύβουν πολλούς θησαυρούς. Εκεί βουτάς το μελάνι. Γράφω θέατρο, γιατί με προκαλεί η ευθύνη του ήρωα. Έχω να πλάσω ανθρώπους, με σάρκα και αίμα. Έχω να ενώσω κόκαλα, ιστούς και χόνδρους. Και αισθήσεις. Έχω να φανταστώ τη ζωή που ζω και ζούμε. Να φανταστώ ό,τι βλέπω κι ό,τι ακούω. Να φανταστώ ό,τι συμβαίνει κι ό,τι υπάρχει. Δεν με πείθει ο ρεαλισμός. Και μάλλον δεν τον πείθω κι εγώ. Η ποίηση είναι η φύση μου. Δεν μπορώ να πάω ενάντια στη φύση μου. Γράφω θεατρική ποίηση ή ποιητικό θέατρο ή αλλιώς…γράφω το όνειρο στη γλώσσα του.

 –Πώς έφτασες ως τη δράση «Ο συγγραφέας του μήνα» και ποια υπήρξε έως τώρα η σχέση σου με το θέατρο;

«Ο συγγραφέας του μήνα» ήταν μία περσινή ολοκαίνουρια δράση του Εθνικού Θεάτρου παρουσίασης και σύστασης στο κοινό νέων Ελλήνων συγγραφέων μέσα από μια πειραματική διαδικασία προετοιμασίας εικοσιπέντε προβών. Η δράση αυτή εγκαινιάστηκε με το «Σούμαν» τον Φεβρουάριο του 2017. Το έργο «Σούμαν» κατατέθηκε -χωρίς να γίνει γνωστή η ταυτότητα του συγγραφέως- στο Εθνικό Θέατρο τον Απρίλιο του 2014. Έχουν περάσει τρεισήμισι χρόνια από τότε. Οι πρώτοι άνθρωποι που πίστεψαν στο έργο ήταν ο Στάθης Λιβαθινός και ο Σάββας Κυριακίδης. Σε αυτούς χρωστάω ότι ανέβηκε ένα τόσο «ανορθόδοξο» έργο. Πίστεψαν στον Σούμαν, πίστεψαν στην τρέλα. Και όπως πολύ καλά γνωρίζετε, στο θέατρο, πολλά πράγματα είναι θέμα πίστης και τρέλας. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο άνθρωποι, ίσως να μην υπήρχαν και όλοι οι υπόλοιποι που αγάπησαν το έργο, πήραν το βιβλίο, είδαν την παράσταση, αυτοί που τους λέμε «κοινό» αλλά εγώ τους λέω «οικογένεια». Το κοινό μόνο κοινό δεν είναι. Είναι ξεχωριστές προσωπικότητες, ξεχωριστές καρδιές που χτυπάνε πιο γοργά -όπως καρδιά ανυπόμονου ερωτευμένου- όταν κλείνουν τα φώτα. Είναι οι μητέρες και οι πατέρες μου, οι αδερφές και οι αδερφοί μου, μας ενώνει ίδιο αίμα όσο μοιραζόμαστε το έργο μου.

Είμαι ηθοποιός. Έτσι ξεκίνησα. Ξέρω το θέατρο από τα μέσα του, από τα παρασκήνια και τις κουΐντες, από τη σκηνή και την πλατεία. Ξέρω από φώτα και μαχαίρια και σκιές.  Έρχομαι από τα γκαράζ και τις αποθήκες, από τα υπόγεια και τους ψύλλους. Τους ψύλλους τους καλιγώνω κι ας κυνηγώ την ουτοπία με αυτόν τον τρόπο. «Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία; Στο να περπατάς» δηλώνει ο Εδουάρδο Γκαλεάνο και ανοίγει δρόμους. Κυνηγώντας την ουτοπία έφτασα στο Εθνικό Θέατρο. Πάλεψα, εργάστηκα, ξαγρύπνησα, στερήθηκα, παλεύω, εργάζομαι, ξαγρυπνώ, στερούμαι, πέταξα φωτιές στα μάτια μου από το γράψιμο, είδα τις λέξεις να ίπτανται όπως οι εραστές του Σαγκάλ, είδα τους ήρωές μου να με εγκαταλείπουν, τους ξανάφερα πίσω, ώσπου έφυγα εγώ και άρχισαν να γίνονται εκείνοι ο συγγραφέας κι εγώ ο ήρωας. Ένας αστείος, γκαφατζής, ρομαντικός ήρωας, που πέφτει και σηκώνεται, πέφτει και σηκώνεται, πέφτει και σέρνεται στα σύννεφα.

-Τι θέλεις να παρακολουθείς ως θεατής και τι να αφηγείσαι ως συγγραφέας;

Θέλω να παρακολουθώ τους ποιητές και να αφηγούμαι το ποίημα. Είτε θεατής είτε συγγραφέας είτε ηθοποιός μία και μόνο είναι η φαντασίωσή μου: η ποίηση. Αμείλικτη και τρυφερή, βελούδινη όπως το ατσάλι, μυστική όπως οι πιο γνωστοί νόμοι της φύσης, αιχμηρή όπως το βαμβάκι, εύστοχη όπως η γροθιά του πυγμάχου, ευγενική όπως οι παλιές φωτογραφίες, πρωτότυπη όπως οι πλανήτες οι ανεξερεύνητοι. Στερήστε μου το νερό, αλλά μην μου στερείτε την ποίηση. Εκείνη που μυρίζει ιδρώτα και έχει τη γεύση από τα δάκρυα των ανθρώπων. Και ποτέ, ποτέ, ποτέ μη μου ζητάτε ως θεατής ή συγγραφέας να χαλάσω ένα έργο σε ψιλά. Σε φραγκοδίφραγκα δεν «χαλιέται» η ποίηση. Είναι άτιμη.

 –Τι είναι αυτό που θέλεις να αναδείξεις μέσα από το «Σούμαν» και ποια είναι η ιστορία του;

Την τρωτότητα της μεγαλοφυΐας. Αυτό θέλω να αναδείξω. Τον ήρωα που δεν μπορεί να δει στο ένα μέτρο, αλλά μπορεί να δει στον έναν αιώνα. Όλοι οι ήρωες του έργου είναι μεγαλοφυώς ηλίθιοι και ηλίθια μεγαλοφυείς. Υπέροχοι όπως κάθε άνθρωπος στην αθωότητά του. Φρικτοί όπως κάθε άνθρωπος στην υποψία του. Μιλούν σε στίχο, γιατί είναι ακόμα παιδιά. Ή ερωτευμένοι. Και τα παιδιά και οι ερωτευμένοι γεννούν ρυθμό. Πάντα και παντού. Χαρούμενο ρυθμό, δραματικό ρυθμό, ανάλαφρο ρυθμό, θανατερό ρυθμό, πάντα ρυθμό. Το έργο «Σούμαν» είναι μια τοιχογραφία του γερμανικού ρομαντισμού και της Ευρώπης των μέσων του 19ου αιώνα σε αντιπαραβολή αλλά και σύζευξη με την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Δύο ιστορίες παράλληλες, η πρώτη σύγχρονη, η δεύτερη στα 1850, η πρώτη κρατάει πέντε μήνες, η δεύτερη είκοσι χρόνια, η πρώτη για τη μετριότητα, η δεύτερη για τη μεγαλοφυΐα. Αυτό είναι το έργο σε όλη του τη χειρονομία. Η σκηνική προσαρμογή του θα εστιάσει σε έναν συγκεκριμένο πυρήνα χωροχρόνου. Οι ήρωες του «Σούμαν» επιμένουν να ζήσουν, να πετύχουν, να αγαπηθούν. Θα τα καταφέρουν; Στον ρομαντισμό…ο επιμένων ηττάται.

 -Ποιές οι δυσκολίες αλλά και οι χαρές της συγγραφής ενός θεατρικού κειμένου;

Όταν ρώτησαν τον Δημήτρη Μητρόπουλο -αυτόν τον μεγάλο Έλληνα μαέστρο και μουσικό- πώς είναι η θέα από την κορυφή, εκείνος απάντησε: «Με ρωτάτε πώς είναι η θέα. Έχω κουραστεί τόσο πολύ, για να ανέβω το βουνό, για να φτάσω στην κορυφή, που το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι η θέα. Το μόνο που θέλω είναι να πάρω μιαν ανάσα. Να ξεκουραστώ. Δεν έχω δυνάμεις ούτε χρόνο για τη θέα». Ο Μητρόπουλος λάτρευε την ορειβασία κι αυτήν την εικόνα του ξέπνοου ορειβάτη τη δανείστηκε από ένα σχετικό βιβλίο. Ας ξεκινήσουμε από ένα αξίωμα: για να ασχοληθεί κανείς με τη συγγραφή θεατρικού κειμένου πρέπει να του βγαίνει αβίαστα· μπορεί να του είναι δύσκολο να πει μια «συγγνώμη» αλλά πρέπει να του είναι πανεύκολο να γράψει μια ιστορία συγγνώμης. Άρα, λοιπόν, όταν η φύση σου είναι η τέχνη σου, τότε δεν υπάρχει καμιά δυσκολία. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η φύση αρκεί. Η φύση ακονίζεται. Το θέατρο είναι το πιο δύσκολο είδος της τέχνης του λόγου. Γιατί γράφεται για να κατοικείται. Δεν είναι ένα πανέμορφο μουσείο που μπαίνεις για δυο ώρες, θαυμάζεις, φεύγεις. Είναι σπίτι. Το θεατρικό έργο είναι κατασκευή, διαρρύθμιση, γεωμετρία και στυλ. Κι αλίμονο αν αντιγράψει κανείς την κατασκευή, τη διαρρύθμιση, τη γεωμετρία και το στυλ. Το σπίτι θα πέσει σαν τσιγαρόχαρτο. Γράφω όπως ανασαίνω. Άλλοτε βαθιά, άλλοτε κοφτά, άλλοτε στα πρίμα, άλλοτε στα μπάσα, άλλοτε για να λυτρωθώ, άλλοτε για να ορμήσω, αλλά πάντα για να ζήσω.

-Ετοιμάζεις κάτι παράλληλα με το «Σούμαν»;

Έχω ολοκληρώσει το τρίτο μου θεατρικό έργο το οποίο έχει τίτλο «Η Σέξτον και τα Κογιότ» και θα παίζεται στον Πολυχώρο Vault από τέλη Ιανουαρίου. Ολοκληρώνεται  με αυτόν τον τρόπο η επταετής μου έρευνα πάνω στη θεματική «Τέχνη – Έρωτας – Καύση». Στο τρίτο μου έργο, με την Αν Σέξτον στο επίκεντρο, πρωταγωνιστεί η τέχνη της ποίησης και το φαινόμενο του ποιητή. Πώς μια ανεκπαίδευτη και ανεπιτήδευτη νοικοκυρά μπορεί να ταράξει τα νερά της παγκόσμιας ποίησης γράφοντας παραληρηματικά, βαθιά φιλοσοφικά, επινοώντας μια καινούρια ποιητική γλώσσα. Η Θεωρία του Χάους επαληθεύεται στην ποίηση και ποιητής – δημιουργός μπορεί να γίνει ο καθένας, απ’ όποια μήτρα κι αν προέρχεται, αρκεί να είναι ευαίσθητος στους νόμους της φύσης και τους νόμους των ανθρώπων. «Η Σέξτον και τα Κογιότ» -ίσως το πιο αινιγματικό από τα έργα μου- είναι ένα θεατρικό σύμπαν όπου ό,τι γεννιέται ρεαλιστικά πεθαίνει ποιητικά. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «Η Σέξτον και τα Κογιότ» είναι το χρονικό της γυναίκας μέσα στο άχρονο του άντρα.

*Το έργο «Σούμαν» της Σοφίας Καψούρου θα παίζεται στο Εθνικό Θέατρο, στη Νέα Σκηνή, από 1 Φεβρουαρίου 2018 έως 18 Μαρτίου 2018, ενώ το έργο της «Η Σέξτον και τα Κογιότ» θα παίζεται στον Πολυχώρο Vault από 20 Ιανουαρίου 2018. Το έργο «Σούμαν» κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Σοκόλη.

Μάνια Ζούση