Βιβλίο Θέατρο

Σε μια νοητή διαδήλωση μιλούν για «αυτούς που τους ακούνε»

«Οι ήρωες του «Σ’ Εσάς που με Ακούτε», ως επί το πλείστον διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας, συναντιούνται σε μια πολυπολιτισμική πόλη – transito, που βάλλεται από τη βιαιότητα της αστυνομίας. Με τα μικρόφωνα ανά χείρας μιλούν σε μια νοητή

διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούνε».  Αυτό αναφέρει μεταξύ άλλων στο artplay.gr ο ηθοποιός Μάνος Καρατζογιάννης για το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ Εσάς που με Ακούτε», που σκηνοθετεί από τις 10 Δεκεμβρίου στο Ίδρυμα Κακογιάννη στο πλαίσιο αφιερώματος για τη δραματουργία και το έργο της συγγραφέας με διημερίδα που θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή, 6 Δεκεμβρίου και τη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου, από τις 17:00 έως τις 21:00.

Γράφει ο Μάνος Καρατζογιάννης : « Στο Βερολίνο λαμβάνει χώρα ένα φιλειρηνικό φόρουμ, όμως στους δρόμους επικρατεί αναταραχή. Σε ένα σπίτι που ανήκει στον Χανς και στην ελληνίδα σύζυγό του, Μαρία, και υπενοικιάζεται, κατοικούν επίσης ένα νεαρό ζευγάρι Ελλήνων, ο Άγης και η Σοφία, καθώς και ο Ιβάν. Ο Άγης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής και συγγραφέας. Στο βιβλίο του φέρνει την επαναστάτρια Ρόζα Λούξεμπουργκ στον 21ο αιώνα και της δίνει τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες της Σοφίας. Ο Άγης προετοιμάζεται για την επόμενη ημέρα, οπότε θα μιλήσει για το βιβλίο του και θα παρουσιάσει τη Σοφία ως την ενσαρκωμένη ηρωίδα του, σε φιλειρηνικό φόρουμ που διοργανώνεται στο Πανεπιστήμιο. Γι’ αυτό τον σκοπό έχει φέρει στο σπίτι μαγνητόφωνα, μικρόφωνα, μεγάφωνα, πανό .. Οι ήρωες του Σ’ Εσάς που με Ακούτε, ως επί το πλείστο διαφορετικής εθνικότητας και γλώσσας, συναντιούνται σε μια πολυπολιτισμική πόλη – transito, που βάλλεται από τη βιαιότητα της αστυνομίας. Με τα μικρόφωνα ανά χείρας μιλούν σε μια νοητή διαδήλωση, «σ’ αυτούς που τους ακούνε». Η ουσία δεν είναι τι καταθέτουν, αλλά ότι αναπαριστούν μια στιγμή επανάστασης αγωνιζόμενοι να αρθρώσουν δημόσια λόγο και να επικοινωνήσουν. Στόχος είναι να ζητήσουν από όσους τους ακούν -τους φανταστικούς συμμετέχοντες μιας διαδήλωσης αλλά και τους ίδιους τους πραγματικούς θεατές – να αναλάβουν την ευθύνη τους, ως πρόσωπα δρώντα και χειραφετημένα.

Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη Σ’ Εσάς που με Ακούτε
1] είναι μια διαμαρτυρία για τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά αδιέξοδα που μαστίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες. Η συγγραφέας δίνει φωνή στα πρόσωπα του έργου για να εκμυστηρευτούν σε ένα φανταστικό κοινό τις αγωνίες τους, τον τρόμο τους απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων αλλά και την προσωπική ανασφάλεια, που τους προκαλεί η κοινωνική διαφθορά και παρακμή.. Το ιδιωτικό μπλέκεται με το δημόσιο για να επανεμφανισθούν υπαινικτικά στη σκηνή θέματα και χαρακτήρες από παλαιότερα έργα της συγγραφέως. Χαρακτήρες που παίρνουν υπόσταση κρατώντας ένα μικρόφωνο σα να μιλούν σε μια συγκέντρωση ξεχωρίζοντας από το πλήθος της διαδήλωσης, «σε μας που τους ακούμε». Μιλούν βιωματικά, έντονα, παραληρηματικά, υμνώντας την ατομικότητα των εικόνων και των εμπειριών τους αλλά και χωρίς να διστάζουν να θυμηθούν ακόμα και σύμβολα της επανάστασης. Αυτό όμως που κάνει το Σ’ Εσάς που με Ακούτε ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας είναι ότι εστιάζει στην αξία της συλλογικότητας, όπως αυτή υπογραμμίζεται είτε από τους διαμαρτυρόμενους είτε από αυτούς που παρακολουθούν τη διαμαρτυρία. Σα να προφητεύει δηλαδή η συγγραφέας ότι το καινούργιο δε θα προκύψει από τα συνήθη επαναστατικά τσιτάτα αλλά θα αποτελεί μίξη ετερόκλητων συμπεριφορών, των οποίων την ατομικότητα οφείλουμε να σεβαστούμε. Εκεί που σταματάει η ιδιωτεία, ξεκινάει η χειραφέτηση. Χειραφετημένη κοινωνία σήμερα, λέει προκλητικά ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσιέρ (γαλλ. Jacques Rancière), δεν είναι αυτή όπου έχει απήχηση ένας συγκροτημένος λόγος απελευθερωτικός, αλλά η κοινωνία στην οποία ο καθένας μπορεί να γίνει αφηγητής και μεταφραστής, να πει τη δική του ιστορία αντίστασης και να αναπαραγάγει τον λόγο των άλλων προσθέτοντας το δικό του στίγμα.
2] Η συγγραφέας στο έργο Σ’ Εσάς που με Ακούτε είναι σα να υποστηρίζει ότι όχημα μιας καινοτόμας επανάστασης στη σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να είναι ο συνηθισμένος πολιτικά στερεοτυπικός λόγος αλλά η προσωπική μας συνευθύνη σε όλα όσα συμβαίνουν, όπως αυτή απορρέει μέσα από τη δυναμική των εξομολογήσεων των ηρώων αναφορικά με τις προσωπικές τους εμπειρίες, εικόνες και αντιστάσεις. Η αξία της φαντασμαγορίας, η δυνατότητα δηλαδή του να αφηγηθείς μια προσωπική ιστορία συναντά τους συλλογικούς αγώνες για μια δικαιότερη κοινωνία. Σα να διεκδικούν τόσο οι ήρωες του έργου όσο και μια ολόκληρη κοινωνία χώρο, χρόνο και ύπαρξη. Αίτημά τους είναι να εισακουστούν για να υπάρξουν είτε ως ατομικότητες είτε ως σύνολο ενάντια σε μια νέα πραγματικότητα, που τους κάνει να ασφυκτιούν. Ο κλειστοφοβικός ιδιωτικός χώρος, όπως ορίζεται στο έργο, και ο αγοραφοβικά δημόσιος, που απειλεί τους ήρωες, προκαλούν το ίδιο αίσθημα ασφυξίας. Γι’ αυτό και η σκηνική διευθέτηση, που προτείνει η ίδια η Αναγνωστάκη στο έργο της, εστιάζει στην αίσθηση του μετέωρου, που χαρακτηρίζει το άτομο στον σημερινό κόσμο της Παγκοσμιοποίησης. Ανάμεσα στα «λίγα παλιά έπιπλα» είναι τοποθετημένο «ένα πρατικάμπιλε και πάνω του ένα μακρύ τραπέζι. Γύρω, μεγάλα πανό με όλων των ειδών τα συνθήματα». Η πολυγλωσσία, οι προσωπικές και επιτηδευμένα αποσπασματικές ιστορίες, που κινούν τους ήρωες, συμπληρώνονται από την αξιομνημόνευτη διακειμενικότητα του έργου. Στίχοι του Έλιοτ και του Αναγνωστάκη, κείμενα του Τσέχωφ και του Γ. Χειμωνά καθώς και αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα, όπως η «κόκκινη Ρόζα» τονίζουν το ιδεολογικό υπόβαθρο των ηρώων στα μονολογικά κυρίως κομμάτια του έργου. Σε ένα απ’ αυτά ένας από τους ήρωες ξεσπά: Σωπάστε όλοι! «Πρόκειται να έρθει το νέο είδος των ανθρώπων ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα». Χρόνια ετοιμάζονται στα εργαστήρια των σοφών, στις μυστικές συσκέψεις των μεγάλων. Έχουν μια αφάνταστη τελειότητα – αρτιμέλεια – μακροζωία -απαλλαγμένοι από ασθένειες και ψυχοφθόρα αισθήματα – Επιλεγμένοι. Γι’ αυτό όμως πρέπει προηγουμένως οι παλιοί άνθρωποι κι αυτοί οι τρομαγμένοι λαοί να εξαφανιστούν οριστικά. Με τον πιο φρικτό τρόπο. Κανένα έλεος για μας που αιώνες ολόκληρους βασανιστήκαμε, συρθήκαμε σε άσκοπους πολέμους, σε επαναστάσεις, νικήσαμε και νικηθήκαμε. Εμείς …Οι αισθηματικοί άνθρωποι. Οι ευσυγκίνητοι, οι άπληστοι για ζωή. Εμείς. Οι αφύλακτοι αριστοκράτες της Ιστορίας. Πρέπει να εξαφανιστούμε απ’ άκρον εις άκρον της γης αφού το νέο είδος… (Παύση). Ας μου έλεγε κάποιος πως αυτό θα ήταν το τέλος μου και δε θα είχα γεννηθεί ποτέ…»

λουλα

* Παίζουν οι ηθοποιοί Όλια Λαζαρίδου, Mαρία Ζορμπά, ‘Aντριαν Φρίλινγκ, Αντρέας Κοντόπουλος, Δανάη Επιθυμιάδη, Γιάννης Καραούλης, Μάνος Στεφανάκης, Κλεοπάτρα Μάρκου και Γιώργος Σαββίδης.

Το αφιέρωμα στη Λούλα Αναγνωστάκη και το έργο της
Πενήντα χρόνια μετά από την πρώτη εμφάνισή της στη σκηνή, συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, δραματολόγοι και κριτικοί θεάτρου μιλούν για τη δραματουγία της Αναγνωστάκη και συζητούν με το κοινό για το έργο της.
Κατά τη διάρκεια του αφιέρωματος που θα πραγματοποιηθεί σε όλους τους χώρους του Ιδρύματος Κακογιάννη, θα λάβουν χώρα δύο τετράωρες ημερίδες, ενώ θα προβληθούν οι παραστάσεις των έργων της από το Θέατρο Τέχνης και το Εθνικό Θέατρο αντίστοιχα: Ο Ήχος του Όπλου, στη μνήμη του σκηνοθέτη της παράστασης Καρόλου Κουν και Ουρανός Κατακόκκινος, στη μνήμη της Βέρας Ζαβιτσιάνου, που ερμήνευσε για πρώτη φορά την κεντρική ηρωίδα στο συγκεκριμένο μονόλογο.

Παράλληλα, θα κυκλοφορήσει συγκεντρωτικός τόμος με την εργογραφία και την παραστασιογραφία της συγγραφέως από τις Εκδόσεις Σοκόλη.