Metamanias Θέατρο

Πισίνα, κοτετσόσυρμα και .. Χάνι της Γραβιάς!

Στο -1 του REX, εκεί που στεγάζεται η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, έχει στηθεί, πάνω σε μια μεγάλη πλατφόρμα με ρόδες η πιο αυθεντικά κιτς αυλή ενός σπιτιού σε ελληνική περιφέρεια. Με πισίνα φυσικά, με μαρμάρινα καγκελάκια, με κάτι γκαζοτενεκέδες στην άλλη άκρη και κοτετσόσυρμα για περίφραξη, με πλαστικές σεζ λονγκ, φυσικά με το εθνικό ιδεώδες, το γύψινο άγαλμα του Λεωνίδα στις… Θερμοπύλες του όποιου νησιού και με έναν αλλόκοτο τύπο, κλασικό Έλληνα, να περιφέρεται με πλαστικές παντόφλες και βερμούδα (Μανώλης Μαυροματάκης, ίσως σε μια κορυφαία στιγμή της καριέρας του). Είναι το σκηνικό που μας καλωσορίζει στο έργο της Αλεξάνδρας Κ* «Επαναστατικές μέθοδοι για τον καθαρισμό της πισίνας σας» σε σκηνοθεσία του νεότατου, αλλά χαρισματικού, και με μόνιμη έδρα τη Γερμανία, Σαράντου Γεωργίου Ζερβουλάκου.

Η παράσταση ξεκινάει μ’ ένα βίντεο. Ο Αντώνης Τάδε (Μανώλης Μαυροματάκης) συνομιλεί με τα παιδιά του, στην παραλία του χωριού του, κάπου στη βορειοδυτική Κέρκυρα (ο τόπος ορίζεται εξ αρχής). Ονειρεύεται να γίνει κάποιος, κομπάζει, μαγκεύει, τσαμπουκαλεύεται, είναι ξερόλας, ανακαλεί τα «ιερά και τα όσια» της περιοχής και θάβει κάτω από μιαν ελιά τα κόκκαλα της μάνας του για να κατοχυρώσει την ιερότητα του τόπου, ειρωνεύεται, ακυρώνει τα παιδιά του, τα κρατάει ομήρους για μια εμμονή, τα πυροβολεί εντέλει και φυσικά θέλει να επενδύσει, όπως σε όλα τα νησιά κάπου στη δεκαετία του ’80, στην επερχόμενη τουριστική ανάπτυξη. Χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς γνώσεις… Όλα αυτά για ένα γινάτι, για μια εμμονή, για μια λάθος αυτοεκτίμηση. Όχι ακριβώς ατομική. Ο Αντώνης Τάδε λειτούργησε ασφαλώς σ’ ένα πλαίσιο που ενίσχυε όλες αυτές τις συμπεριφορές, τις οποίες μεγεθύνει η Αλεξάνδρα Κ* φτάνοντας στον σουρεαλισμό.

Όσοι έχουν ζήσει -είτε ολόχρονα είτε για καλοκαίρια- σε τουριστικά νησιά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αναγνώρισαν, ασφαλώς, κάποιες χαρακτηριστικές φιγούρες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις. Είδαν ξανά μπροστά τους, στη σκηνή, στο έργο και στις ερμηνείες, τα greek καμάκια, με τα τσάτρα πάτρα αγγλικά τους, όλους εκείνους τους αγρότες ή τους ψαράδες που από τη μία στιγμή στην άλλη χρίστηκαν ή αυτοχρίστηκαν επιχειρηματίες του τουρισμού, την χωρίς σχέδιο τουριστική «ανάπτυξη», τις χιλιάδες αθλιότητες που έγιναν rooms to let.

Μοιράζομαι με την Αλεξάνδρα Κ* τον ίδιο τόπο καταγωγής, την Κέρκυρα, και είδα τόσες αναγνωρίσιμες φιγούρες, που με τόσο χιούμορ και με τόση διεισδυτικότητα ανάπλασε στο πρώτο μέρος το έργου, που μου ήρθαν στο μυαλό διάφορες ατάκες που έγιναν παροιμίες στα μέρη μου (ασφαλώς κάθε μικρός τόπος θα έχει τα δικά του αντίστοιχα).

Αλλά δεν έμεινε μόνο εκεί η Αλεξάνδρα Κ* στο έργο της. Αναφέρθηκε στην εμμονική καθήλωση της σύγχρονης Ελλάδας στις παραδόσεις που δεν οδηγούν πουθενά, συμπεριέλαβε τον μιμητισμό της ελληνικής περιφέρειας  σε ό,τι αντιλαμβάνονταν ως αστική αισθητική, που, όμως, αυτομάτως γινόταν νεοπλουτίστικη επίδειξη, δεν ξέχασε ούτε στιγμή τη βιομηχανοποίηση του τουρισμού, ούτε όμως και τις μικρότερες ή μεγαλύτερες ατασθαλίες (παραβάσεις, παρανομίες, ό,τι…), ενώ κεντρικό ρόλο έπαιξε και η σχέση εξουσίας του πάτερ φαμίλια με τα παιδιά, η ελληνική οικογένεια, οι καταναγκασμοί, οι αντιλήψεις, τα παιδιά που έχουν τα δικά τους «θέλω», που δεν συναντιούνται οι δικές τους αντιλήψεις μ’ αυτές του γονιού. Η σχέση της οικογένειας είναι κομβικό σημείο και στοιχείο σ’ αυτό το έργο και είναι και ένα σημείο αναζήτησης πολλών σύγχρονων θεατρικών ελληνικών κειμένων. Κάποιες στιγμές το έργο της Αλεξάνδρας Κ* «συνομιλούσε», με άλλο ύφος και με άλλον τρόπο, με το διακύβευμα του «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη.

Αυτά ως προς το κείμενο, που είχε, πάντως, αρκετά παραπάνω θέματα και στοιχεία απ’ ό,τι ίσως θα χωρούσε, και μερικές στιγμές μπούκωναν τον θεατή. Και όχι όλα δουλεμένα και χωνεμένα. Σαν να ήθελε να τα βάλει όλα η Αλεξάνδρα Κ*. Σαν να μην υπήρχε μια οικονομία κειμένου κάποιες στιγμές. Όχι όλες. Όμως, όμως…

Αυτή η παράσταση είχε πολλή φρεσκάδα. Σκηνοθετική κατά πρώτον. Δεν έχω ξαναδεί δουλειά του Σαράντου Γεωργίου Ζερβουλάκου και δεν ξέρω πώς αυτός ο άνθρωπος, ο νεότατος, που μεγάλωσε στη Γερμανία, είχε την αισθητική, τη σκηνοθετική και τη σκηνογραφική, να αποτυπώσει έτσι εκείνη την εποχή κι αυτές τις αντιλήψεις• σκηνογραφική επίσης (Ηλένια Δουλαδρίδη, Σαράντος Γεώργιος Ζερβουλάκος)• μουσικής οπωσδήποτε. Ο Κορνήλιος Σελαμσής σε μία από τις καλύτερες στιγμές του (αχ, μου θύμισε επτανησιακή καντάδα σε πολλά σημεία και σ’ εκείνο το εξαιρετικά εμπνευσμένο  σημείο του Εθνικού Ύμνου)• και βεβαίως ερμηνευτικής: με πρώτο τον Μανώλη Μαυροματάκη, δίπλα και ισότιμα τους «γόνους» του: τον Δημήτρη Πασσά ως γιο και τη Ρόζα Προδρόμου ως κόρη. Ιδιαίτερης σημασίας είχε η παρουσία της Eva Maria Sommersberg, που έπαιζε την ξένη φίλη, την αφελή τουρίστρια, το διαφορετικό και το άγνωστο μαζί. Και ναι, συνομιλούσε απολύτως με την Αναμπελ στην ταινία «Κορίτσια στον ήλιο», εύστοχα, ενταγμένα, στο ύφος της εποχής που κυλούσε το έργο, άψογη κι εκείνη στην ερμηνεία της.

Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα νότα στο κλείσιμο της σεζόν στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Μια εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη παρά τις κάποιες αντιρρήσεις ή ενστάσεις κυρίως στην οικονομία του κειμένου. Αλλά σίγουρα ήταν μια ευχάριστη νότα. Και μια ακόμη γραμμή, σ’ εκείνη τη συλλογική αναζήτηση των καταβολών που η νέα γενιά συγγραφέων ψάχνει.

ΟΛΓΑ  ΣΕΛΛΑ