Metamanias Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Παράξενοι ξένοι στη σιωπή ή η σκηνή ως μετέωρο». Γράφει ο Γιάννης Λεοντάρης

Για την παράσταση της Νέκυιας από το θέατρο ΝΟ και τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, την οποία παρακολούθησε το Σάββατο στην Επίδαυρο, γράφει στο artplay.gr ο Γιάννης Λεοντάρης, σκηνοθέτης / επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

«Ο Δάσκαλός μου Δ. Ν. Μαρωνίτης, έγραφε το 2009 στο δοκίμιό του «Δυο παράξενοι ξένοι: Οδυσσεύς-Οιδίπους», ότι «τόσο ο Οδυσσέας όσο και ο Οιδίπους κυκλοφορούν ως ξένοι μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, στοιχείο που τους καθιστά παράξενους ξένους». Ως «παράξενοι ξένοι» επισκέφθηκαν χωρίς – κυριολεκτικά – να πατήσουν το πόδι τους στη γη – το χώρο του θεάτρου της Επιδαύρου – οι ηθοποιοί του θεάτρου ΝΟ. Ως προσκυνητές και ικέτες. Προσκυνητές του χώρου και ικέτες προς τους θεατές αφού – σύμφωνα πάντα με τον Μαρωνίτη – «ξενία και ικεσία συνιστούν δυνάμει αφορμές για συναισθητική σύγκλιση ανάμεσα στον ξένο/ικέτη και στον ξενιστή/ικετευόμενο, σχέση που δηλώνεται με τον γενικό όρο φιλότης (η λέξη είναι ήδη ομηρική) και τις αλλόμορφες τροπές των λέξεων φίλος και φιλείν».

εκπλήξαμε τους εαυτούς μας και παρέστημεν σιωπηλοί, αναπάντεχα ταπεινοί και ολοφάνερα ταπεινωμένοι, στην τελετουργία του προσκυνήματος των ηθοποιών.

…εκπλήξαμε τους εαυτούς μας και παρέστημεν σιωπηλοί, αναπάντεχα ταπεινοί και ολοφάνερα ταπεινωμένοι, στην τελετουργία του προσκυνήματος των ηθοποιών.

Του Μαρωνίτη ήταν άλλωστε και η μεταγραφή της Νέκυιας που δάνεισε φωτεινές ηλεκτρονικές αναπαραστάσεις λέξεων στην οθόνη των υπέρτιτλων της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στην Επίδαυρο. Ως ξενιστές/ικετευόμενοι, οι πολλές χιλιάδες θεατές του Σαββατοκύριακου, πολύ μακριά πια από την ξενοβόρα νεοελληνική ανηθικότητα των χλευασμών της υβριστικής και λιπαρής δεκαετίας του ‘80 προς την τελετουργία του ιαπωνικού θεάτρου, εκπλήξαμε τους εαυτούς μας και παρέστημεν σιωπηλοί, αναπάντεχα ταπεινοί και ολοφάνερα ταπεινωμένοι, στην τελετουργία του προσκυνήματος των ηθοποιών. Εκείνοι ήταν ασφαλώς μέσα στο ίδιο τους το σπίτι αφού καλό είναι να μην λησμονούμε ότι το θέατρο της Επιδαύρου υπήρξε πτέρυγα και τμήμα του Ασκληπιείου, δηλαδή μέρος της θεραπείας των ανθρώπων.

Ήρθαν λοιπόν από την Ιαπωνία ως ξένοι θεραπευτές, να κάνουν επίκληση στη Μούσα και να καλέσουν τις ψυχές των νεκρών για να τις εξευμενίσουν.

Ήρθαν λοιπόν από την Ιαπωνία ως ξένοι θεραπευτές, να κάνουν επίκληση στη Μούσα και να καλέσουν τις ψυχές των νεκρών για να τις εξευμενίσουν.

Ήρθαν λοιπόν από την Ιαπωνία ως ξένοι θεραπευτές, να κάνουν επίκληση στη Μούσα και να καλέσουν τις ψυχές των νεκρών για να τις εξευμενίσουν. Η σαφής δήλωσή τους, ως μέρος της παράστασης, δεν επέτρεπε την παραμικρή αμφιβολία σχετικά με αυτό που επρόκειτο να παρακολουθήσουμε στη συνέχεια: οι ηθοποιοί του θεάτρου ΝΟ συστήθηκαν και διασαφήνισαν ότι βρίσκονται στην Επίδαυρο ως προσκυνητές, ως εξευμενιστές ψυχών. Αυτή άλλωστε είναι και η δουλειά του ηθοποιού ανά τους αιώνες. Ο – ερωτευμένος με τους ηθοποιούς – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν πίστευε ότι οι ρόλοι είναι ανήσυχες, αδικαίωτες ψυχές που περιπλανώνται εν οδύνη γύρω από τη θεατρική σκηνή αναζητώντας εφήμερους και αβέβαιους νόστους στα σώματα και το πνεύμα των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί εξευμενίζουν τους ρόλους/ψυχές ενσαρκώνοντάς τους. Μια μεγάλη μεταφορά αναδύθηκε στο χώρο της σκηνής της Επιδαύρου: η επίκληση των νεκρών, επίκληση του ηθοποιού στο ρόλο.

Στο σπίτι τους λοιπόν, στο θέατρο του Ασκληπιείου βρέθηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο οι ηθοποιοί του ΝΟ ως παράξενοι ξένοι και εμείς οι υποτιθέμενοι φιλοξενούντες, ως ξένοι/ξενιτεμένοι χρόνια από την Επίδαυρο – ξένοι μέσα σ’αυτό που θεωρούσαμε «σπίτι μας» πήραμε ένα νέο βάπτισμα στο χώρο ο οποίος, ερήμην των διαχειριστών του, επανέκτησε την ιερότητά του.

Ξύλινες υπερυψωμένες «ιερές ζώνες κίνησης» χάρη στις οποίες κανένας ηθοποιός δεν πάτησε το χώμα της Επιδαύρου, σε κανένα σημείο της παράστασης. Η σκηνή ως «μετέωρο».

Ξύλινες υπερυψωμένες «ιερές ζώνες κίνησης» χάρη στις οποίες κανένας ηθοποιός δεν πάτησε το χώμα της Επιδαύρου, σε κανένα σημείο της παράστασης. Η σκηνή ως «μετέωρο».

 

Οι ξύλινες ράμπες-γέφυρες ενοποίησαν την ορχήστρα με το προσκήνιο , τη σκηνή και τον πίσω περίβολο, ενεργοποιώντας ένα τεράστιο και ταυτόχρονα απόλυτα οριοθετημένο σκηνικό χώρο. Έγινε ο χώρος των ηθοποιών, χώρος μετεωριζόμενος, εκκρεμής. Ξύλινες υπερυψωμένες «ιερές ζώνες κίνησης» χάρη στις οποίες κανένας ηθοποιός δεν πάτησε το χώμα της Επιδαύρου, σε κανένα σημείο της παράστασης. Η σκηνή ως «μετέωρο».

Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι επειδή το αρχαίο θεάτρο υπήρξε χώρος τελετής και όχι διεκπεραίωσης ελεύθερου χρόνου, δεν επιτρέπεται σήμερα να φιλοξενεί συμβατικές παραστάσεις. Δεν μιλάμε εδώ για ιδιοκτησίες και απαγορεύσεις αλλά για ένα μοναδικό δυσερμήνευτο συμβάν το οποίο έλαβε χώρα και αφορά τόσο την παράσταση όσο και τους θεατές. Τι είναι αυτό που οδήγησε τους θεατες να παρακολουθήσουν με απόλυτη προσήλωση μία τόσο ιδιαίτερη και απαιτητική διαδικασία; Η επιθυμία για συμμετοχή στην καθαρότητα της Τελετής, σε μία εποχή όπου η τελετουργία έχει ηττηθεί από την Ανάγκη; Η επιθυμία για εξεύρεση αναφορών σεβασμού; Πώς εξηγείται η ευλαβική πρόσληψη των στοιχείων ενός ερμητικά κλειστού σύμπαντος ιαπωνικών κωδίκων ρυθμολογίας και επικοινωνίας από ένα πολυπληθές και ετερόκλητο κοινό όπως αυτό της καλοκαιρινής Επιδαύρου; Μία εξήγηση ίσως να δίνεται από το γεγονός ότι το σύμπαν της παράστασης ήταν ερμητικό αλλά «ολόκληρο», άρα απολύτως πειστικό. Στην εποχή των σπαραγμάτων και της καταστροφής του Μύθου, στα αστικά μητροπολιτικά περιβάλλοντα της σχιζοφρενικής πολυδιάσπασης του νου και της καρδιάς, η επαφή με ένα εντελές σκηνικό εγχείρημα λειτουργεί πάντα θεραπευτικά. Άλλωστε η τελετουργία συγκατοικεί με τη θρησκευτικότητα αλλά και με την ποίηση και αυτό το ξέρουν καλά τα αυτιά και το υποσυνειδητό μας, όταν υπογείως συναντούν μνήμες ορθόδοξης λειτουργίας και βυζαντινού μέλους. Είναι δυνατόν τα μουσικά-φωνητικά εκφραστικά εργαλεία του ΝΟ να θυμίζουν σε κάποιες ελάχιστες ρωγμές στιγμών, το βυζαντινό μέλος; Και όμως, αυτό συνέβη! Όπως και σε άλλες στιγμές της παράστασης, όπου ο τόσο απόμακρος πολιτισμός της Ιαπωνίας γινόταν ξαφνικά οικείος και φιλικός.

 Ο ήλιος ελέησε και θώπευσε τις πέτρες.

Ο ήλιος ελέησε και θώπευσε τις πέτρες.

Η ξενότης λοιπόν έγινε φιλότης. Ως συνθήκη της από κοινού διαχείρισης του θανάτου, γιατί αυτό υπήρξε και το θεμα της παράστασης: η ποιότητα της σχέσης μας με το θάνατο. Η σχέση αυτή διέπεται αναπόφευκτα από τη σιωπή. Το μεγάλο σκηνοθετικό επίτευγμα της παράστασης υπήρξε λοιπόν ο χώρος της σιωπής. Με την έννοια αυτή, η στιγμή που ο Οδυσσέας, επισκέπτης στον Άδη, ζητά από την ψυχή του Αίαντα τη συμφιλίωση και εκείνος αντί απάντησης σιωπά, συμπυκνώνει όλη την αγωνία και την οδύνη της παράστασης και του σκηνοθέτη. Ο Μαρωνίτης μεταφράζει εξαίσια: «Έτσι του μίλησε, μ’αυτός δεν είπε λέξη». Να η τελευταία «στάση», το τελευταίο «σημείο στίξης» της παράστασης πριν το τέλος. Η σιωπή είναι η οδύνη του κόσμου των νεκρών ψυχών αλλά και το κλάμα της «απερίγραπτης» ζωής μας.

Ο Μαρμαρινός έντυσε με λόγια ομηρικά τις εκπνοές των ηθοποιών και ο θεατής διάβαζε τον Όμηρο ως ανάσα. Οι υπέρτιτλοι εμφανίζονταν συχνά χωρίς να αντιστοιχούν σε λόγο αλλά σε αναπνοή. Ο ρυθμός της μουσικής, συναρπαστικός και ανεξήγητος. Επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις ξένες προς τη δική μας ρυθμική προσδοκία. Ποια ωστόσο είναι τελικά η «δική μας» ρυθμολογία; Η ελληνική; Η βαλκανική; Η ανατολική; Η «ευρωπαική»; Σε όλα «ξένοι». Όσο κι αν προσπάθησα κατά τη διάρκεια της παράστασης να σωματοποιήσω ή να ακούσω, ή να σκεφτώ το τέμπο, στάθηκε αδύνατον. Ρυθμολογία απροσπέλαστη, μα τόσο οικεία!

Στην εποχή των σπαραγμάτων και της καταστροφής του Μύθου, στα αστικά μητροπολιτικά περιβάλλοντα της σχιζοφρενικής πολυδιάσπασης του νου και της καρδιάς, η επαφή με ένα εντελές σκηνικό εγχείρημα λειτουργεί πάντα θεραπευτικά.

Στην εποχή των σπαραγμάτων και της καταστροφής του Μύθου, στα αστικά μητροπολιτικά περιβάλλοντα της σχιζοφρενικής πολυδιάσπασης του νου και της καρδιάς, η επαφή με ένα εντελές σκηνικό εγχείρημα λειτουργεί πάντα θεραπευτικά.

Η «κόλαση των νικητών» για την οποία μιλά κάποια στιγμή το κείμενο της παράστασης είναι πάντοδύναμη. Πρόκειται για έναν πολιτικό όρο απολύτως αρχαϊκό και απολύτως ψηφιακό. Η σημερινή κόλαση των νικητών κατοικεί στη σχετικότητα των πάντων, στο χώρο και το χρόνο εκείνο όπου όλα είναι αποδεκτά, και ανεκτά, όπου ο ηθοποιός μπορεί να σουλατσάρει στο χώμα της ορχήστρας άσκοπα και ο σκηνοθέτης να σουλατσάρει στη σκηνή ναρκισσευόμενος. Κατοικεί κι εκεί όπου τίποτα δεν νοείται ως ιερό και όλα αξίζει να δοκιμαστούν. Η κόλαση των νικητών είναι η εξορία της τελετής, το πείραμα πάνω στις ανθρώπινες αντοχές.

Η ανάγκη για επιστροφή σε προσωπικές τελετουργίες, εκεί όπου «κάτι» δεν θα επιτρέπεται, φαίνεται απόλυτη και επείγουσα. Στο τέλος της παράστασης, στη διάρκεια του χαιρετισμού, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός δεν πάτησε το χώρο της σκηνής των ιαπώνων, παρέμεινε στο χώμα, «ξενος» στο ίδιο του το σπίτι, μέχρι το επόμενο βάσανο.

Γιάννης Λεοντάρης,  σκηνοθέτης / επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Γιάννης Λεοντάρης,
σκηνοθέτης / επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

(Υ.Γ. Για την τελετή της ανατολής από τους ηθοποιούς του θεάτρου ΝΟ, ξημερώματα Σαββάτου στην Επίδαυρο. Φράσεις εν θερμώ: Τελετή της ανατολής Okina – Tsuchigumo. Πού βρέθηκε τόσος κόσμος; Μυστήρια πράγματα. Μια δοκιμασία πάνω στην έννοια του μέτρου. Αρμονίες και δυσαρμονίες με τον τόπο, τους ήχους, τη διαδοχή του γκιώνη από τον τζίτζικα. Ο πιο μακρινός πολιτισμός. Ξαφνικά, για δευτερόλεπτα, ηχοχρώματα βυζαντινά, μετά οίστρος πολεμικός, μετά ασκητική. Ένστολα σώματα άναυδων, άυπνων Ελλήνων. Ο ήλιος ελέησε και θώπευσε τις πέτρες. Ένας σκύλος γρηγορεί στο πάρκιγκ αφού δεν μπορούμε πια να περπατήσουμε προς αυτά τα συμβάντα. Το φως της Επιδαύρου, ανάποδα. Η σκιά του εαυτού, τρομακτική, υπ’ατμόν…)

Γιάννης Λεοντάρης,

σκηνοθέτης / επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

Οι φωτογραφίες είναι από την τελετή επίκλησης στον Ήλιο. Φεστιβάλ Αθηνών / Εύη Φυλακτού