Metamanias Θέατρο

Όταν ο Μολιέρος χορεύει χασαποσέρβικο

Της ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ

Τα αρχικά συστατικά δημιουργούσαν μιαν ασφάλεια: Μολιέρος (παρότι από τα λιγότερο γνωστά θεατρικά του κείμενα), Θέατρο Τέχνης, καλός θίασος.

Στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου παίζεται εδώ και λίγες μέρες -για πρώτη φορά στο Τέχνης- η παράσταση «Ζωρζ Νταντέν: ο άναυδος σύζυγος», του Μολιέρου, σε σκηνοθεσία, μετάφραση και δραματουργική επεξεργασία της Μαριάννας Κάλμπαρη, που είναι η καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης.

Ένα έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1668 στις Βερσαλλίες, και αφηγείται τα παθήματα ενός ώριμου αλλά εύπορου γαιοκτήμονα, που παντρεύεται μια νεαρή, πλην ξεπεσμένη αριστοκράτισσα, απλώς και μόνο γιατί οι γονείς ήθελαν να αξιοποιήσουν την οικονομική ευμάρεια του γαμπρού. Η νεαρή έγγαμη δεν θέλει αυτόν τον γάμο, δεν πειθαρχεί εντός του γάμου αυτού και το δείχνει με κάθε τρόπο. Φλερτάρει, ερωτοτροπεί, αλλά κοροϊδεύει με απίστευτο τρόπο τον Νταντέν που μαθαίνει -χάρη στην αφέλεια ενός υπηρέτη- όσα κάνει πίσω από την πλάτη του η γυναίκα του. Το ενδιαφέρον του έργου, κειμενικά τουλάχιστον, είναι τα «επιχειρήματα» με τα οποία η ένοχη σύζυγος παρουσιάζει τον εαυτό της αθώο, και επιπλέον αναγκάζει τον σύζυγό της, τον Νταντέν να ζητήσει συγνώμη, τόσο από τον εραστή της, όσο και από την ίδια. Ασφαλώς ο Μολιέρος σχολιάζει και τη διαταξική πραγματικότητα της εποχής του, τις αξίες, τις αρχές και τις συμπεριφορές της κάθε τάξης. Στοιχεία όμως, που μόνο αρχειακό ενδιαφέρον έχουν για έναν σύγχρονο θεατή, και ίσως αυτό να ερμηνεύει και γιατί δεν ανεβαίνει τόσο συχνά αυτό το έργο του μεγάλου συγγραφέα.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη το προσέγγισε εντελώς γραμμικά, μη αναδεικνύοντας δηλαδή όσα στοιχεία του κειμένου θα μπορούσαν να συνομιλούν με την εποχή μας, επιλέγοντας να το φέρει στη δεκαετία του ’80 και επιχειρώντας μέσω του κιτς να αναδείξει το ψεύτικο των συμπεριφορών -του τότε; Του πάντα; Μόνο που αυτό που είδαμε στη σκηνή της Φρυνίχου, δεν ήταν ακριβώς κιτς, ήταν (και φαινόταν ότι ήταν) απλώς πρόχειρο και ευτελές (σκηνικά, κοστούμια Μαντώ Μυχουντάκη), κάτι που έμοιαζε να στήθηκε εκ των ενόντων. Ένα τεράστιο τραπέζι που παρέπεμπε σε αριστοκρατικά δείπνα και συναθροίσεις των περασμένων αιώνων, με ψεύτικα λουλούδια επάνω, με πλαστικά σερβίτσια και ποτήρια, με κουρτίνες απαστράπτουσες, αλλά εμφανώς φτηνιάρικες στο πίσω μέρος της σκηνής. Ένα τραπέζι που αποτελούνταν μάλλον από πολλά  τραπέζια (από εκείνα τα φτηνά τα σπαστά που βάζαμε παλιά στις βεράντες) κι ένα κομμάτι ξύλου επάνω από τα τραπέζια για να τα ενοποιήσει, μια τόσο ασταθής κατασκευή, που κάποιες φορές κινδύνευαν οι ηθοποιοί που έπρεπε να ανεβούν πάνω και να χορέψουν.

Η μουσική υπόκρουση που συνόδεψε τις διαρκείς διαψεύσεις και τις κοροϊδίες του δύστυχου Νταντέν, αλλά και την ελαφρότητα της μεγαλοαστικής αλλά κενής κοινωνίας ήταν γνωστά σουξέ της δεκαετίας του ’80, που ξεσήκωναν τα πρόσωπα του έργου έτσι ώστε να χορεύουν χασαποσέρβικά ή συρτάκια (μουσική επιμέλεια Νέστωρ Κοψιδάς). Την πρώτη φορά είχε πλάκα. Η επανάληψη του μοτίβου όμως ήταν απλώς κακόγουστη και αχρείαστη και μαζί με τους φωτισμούς disco μπάλας, έκαναν την ατμόσφαιρα απλώς ακατανόητη.

Οι ηθοποιοί της παράστασης, μου φάνηκαν, στην καλύτερη περίπτωση, καλοί επαγγελματίες και άλλες φορές αμήχανοι. Ο πολύ καλός, ίσως ο καλύτερος όλων, Βασίλης Μαυρογεωργίου (Νταντέν) δεν είναι, φυσικά, ο μεσήλικας σύζυγος που ήθελε ο Μολιέρος, αυτός που  με τίποτα δεν θα ήθελε δίπλα της μια νέα γυναίκα, παρ’ όλα αυτά υπερασπίστηκε τον ρόλο του με ευαισθησία και αποχρώσεις. Η Σύρμω Κεκέ ήταν επίσης πολύ καλή, κυρίως ως Κλωντίν, ως υπηρέτρια δηλαδή της νεαρής συζύγου, της Αγγελικής, κι όχι τόσο όταν, βάζοντας απλώς μια περούκα, έπαιζε και τη μητέρα της νεαρής νύφης, την κυρία ντε Σοτανβίλ.

Στο δελτίο Τύπου του Θεάτρου Τέχνης διαβάζω για την παράσταση: «Μια κωμωδία με κοινωνικο-πολιτική διάσταση που μιλάει πέρα και πάνω απ’ όλα για τον έρωτα. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς: για τη δυστυχία της έλλειψής του». Το κοινωνικοπολιτικό του έργου δυστυχώς δεν αναδείχθηκε όσο θα μπορούσε, (τονίζοντας, π.χ., η σκηνοθεσία τις καταπληκτικές κωλοτούμπες και τη διγλωσσία κάποιων από τους ήρωες, συμπεριφορές αναγνωρίσιμες και στους πιο νέους θεατές).

 

Όσο για το ερωτικό, κανένα από τα πρόσωπα δεν έπεισαν, στην παράσταση, για την ανάγκη και την έλλειψη του έρωτα. Για την Αγγελική (Κατερίνα Λυπηρίδου) ήταν καπρίτσιο και αυθάδεια προς τον σύζυγο που της φόρτωσαν. Για τον εραστή της (Κώστας Κουτσολέλος) ήταν τρόπος ζωής το να ερωτοτροπεί. Το έκανε άλλωστε και με την υπηρέτρια της αγαπημένης του. Για τους γονείς της Αγγελικής (Σύρμω Κεκέ, Νέστωρ Κοψιφάς) ήταν κοινωνική συνθήκη και συνήθεια. Για τον Νταντέν ήταν η διεκδίκηση αυτού που είχε χάσει και η υπεράσπιση του γοήτρου του. Ο μόνος που πραγματικά υπέφερε από τον έρωτά του προς την Κλωντίν ήταν ο φλύαρος και αφελής υπηρέτης (Νέστωρ Κοψιδάς).

Δυστυχώς μια παράσταση πολύ κατώτερη των προσδοκιών ή και των δυνατοτήτων που θα μπορούσε να έχει. Στη φετινή συνέντευξη Τύπου του Θεάτρου Τέχνης, η Μαριάννα Κάλμπαρη, πολύ γενναία, παραδέχθηκε ότι η περυσινή χρονιά ήταν δύσκολη οικονομικά για το ιστορικό αυτό θέατρο. Αναρωτιέμαι όμως γιατί φέτος φιλοξενεί τόσες παραστάσεις; Δεν θα ήταν πιο σώφρον να υπάρχουν λιγότερες ώστε οι παραγωγές και οι επιλογές να είναι αντάξιες ενός Θεάτρου Τέχνης;