Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Οι άνθρωποι-βιβλία αποστηθίζουν αυτά που δεν μπορούν να έχουν

Οσοι γνωρίζουν με ποιον τρόπο ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος «σχολιάζει», «επισημαίνει» και μας καλεί να κοιτάξουμε -με τον τρόπο του θεάτρου και τη δύναμη των κειμένων- μερικά από όσα χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες κοινωνίες και συμπεριφορές, περίμεναν ιδιαιτέρως (μετά τη «Δίκη» του Φ. Κάφκα και τον «Καντίντ» του Βολταίρου) τη νέα του παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ευλόγως, γιατί επέλεξε ένα κείμενο που γράφτηκε το 1953 από τον Ρέι Μπράντμπερι, έχει τίτλο «Φαρενάιτ 451» και ανήκει ήδη στα κλασικά του 20ού αιώνα. Ενα βιβλίο που μαζί με το «1984» του Τζωρτζ Οργουελ και το «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Χάξλεϊ αποτελούν μιαν άτυπη τριλογία της δυστοπικής συνέχειας αυτού του κόσμου. Κι αν τότε φάνηκαν υπερρεαλιστικά, μελλοντολογικά ή ίσως ακραία, πλέον μοιάζουν να περιγράφουν σε πάρα πολλά σημεία τους τον κόσμο του 21ου αιώνα..

Πρεμιέρα την Παρασκευή το βράδυ στην Πειραιώς 260 για το «Φαρενάιτ 451» στο Χώρο Η (γιατί άραγε τον ονόμασαν Υποχώρο;). Στο προαύλιο η περφέρμερ Κλοέ Μολιά αιωρούνταν για 25 λεπτά, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας, από έναν στήλο, κόβωντας την ανάσα σε όσους έμπαιναν ανυποψίαστοι.

Στη σκηνή του Χώρου Η δεν καταλάβαμε εξ αρχής τι ακριβώς είχε στήσει η Ευαγγελία Θεριανού. Μόνο όταν ξεκίνησε η παράσταση και λειτούργησε εκείνος ο διάφανος τοίχος, ο «τηλετοίχος» της απόλυτης απουσίας ιδιωτικότητας με τις οθόνες του, είδαμε το ψυχρό, ηλεκτρονικό τοπίο αυτής της μελλοντικής (;) κοινωνίας, την ομοιομορφία των σπιτιών, την απουσία ζωής στους δημόσιους χώρους, και τη μόνη διασκέδαση, ψυχαγωγία και χειραγώγηση μέσω της οθόνης. Ετσι είναι ο κόσμος στο «Φαρενάιτ 451» (θερμοκρασία που αρχίζει να καίγεται το χαρτί), όπου όλα λειτουργούν με απόλυτο πρόγραμμα, όπου το παρελθόν έχει διαγραφεί, όπου κυριαρχεί η ομοιογένεια του απολύτως παρεμβατικού ελέγχου στη σκέψη και στις επιλογές των ανθρώπων. Ενα ολοκληρωτικό καθεστώς, ένα καθεστώς σκληρότητας δεν θα μπορούσε παρά να έχει και σώματα τήρησης αυτής της τάξης. Ενα τέτοιο είναι το σώμα πυροδότησης, που στόχο έχει να καίει όσα βιβλία υπάρχουν ακόμα στα σπίτια, ύστερα από καταγγελίες ανθρώπων του περιβάλλοντος, φυσικά. Τα βιβλία στο πυρ το εξώτερον, λοιπόν, δηλαδή η ιστορία, οι προϋπάρχουσες γνώσεις, όσα μας κάνουν να απορούμε, να αναρωτιόμαστε, να φανταζόμαστε, να ονειρευόμαστε, να σκεφτόμαστε. Τα μέλη αυτού του σώματος έλκονται από την ηδονή της καταστροφής και της επιβολής, αν και είναι αμφίβολο κατά πόσον θα μπορούσαν να επιλέξουν κάτι άλλο οι μετέχοντες.

Σ’ αυτό το πλαίσιο υπάρχει ένα κορίτσι που αναφέρεται στην πικραλίδα, που περπατάει μόνη της τα βράδια, που αναρωτιέται «γιατί γίνονται τα πράγματα;» και που γνωρίζει κάποια από τα «μυστικά» των βιβλίων που πλέον δεν υπάρχουν. Αυτό το κορίτσι, την Κλαρίς (Κίττυ Παϊταζόγλου, που διατύπωσε ευκρινώς, με φρεσκάδα και ευαισθησία τη διαφορετικότητα), συναντά ο Γκάι Μόνταγκ (Αλέξανδρος Λογοθέτης, που ξεδίπλωσε θαυμαστά τις αποχρώσεις αυτού του δύσκολου ρόλου) και από εκείνη τη στιγμή κάποια ρωγμή  ανοίγει στη σκέψη του. Ή μήπως υπήρχε αυτή η ρωγμή κάπου ξεχασμένη; Είναι γειτόνισσά του, το σπίτι τους έχει πάντα φώτα και κυρίως έχει πάντα συζητήσεις και μιλάει διαρκώς, για τον έρωτα, για τη φύση, για τις γεύσεις και τις μυρωδιές. Και όταν πηγαίνουν να κάψουν τα βιβλία μιας φανατικής αναγνώστριας (Ξένια Καλογεροπούλου, όπως εκείνη ξέρει), που όμως επιλέγει να βάλει εκείνη φωτιά βιβλία της, πριν το κάνει, δίνει στον Μονταγκ ένα  από τα βιβλία της. Κι από αυτό το σημείο αρχίζουν όλα…

Τις ρωγμές του Μόνταγκ διαπιστώνει ο προϊστάμενός του, ο Μπίτι, ο επικεφαλής των πυροδοτών, (η Αννα Μάσχα δηλαδή, σε μία συναρπαστική ερμηνεία), που είναι, σαν να λέμε, ο «κυβερνητικός εκπρόσωπος» και ο επικεφαλής των εκτελεστικών οργάνων αυτής της ισοπεδομένης κοινωνίας που στόχο έχει να σκοτώνει τη σκέψη, το διαφορετικό και τα βιβλία. Μότο του Μπίτι είναι «Κρατήστε τον κόσμο απομονωμένο, θάνατος στον Αμλετ», πρακτική του είναι να καλλιεργεί και να διαδίδει τα τηλεπαιχνίδια γνώσεων, «που κάνουν τους ανθρώπους να αισθάνονται έξυπνοι».

Και κάπου εκεί ο Μόνταγκ συναντά τον σοφό καθηγητή Φιλοσοφίας (Χάρης Τσιτσάκης, συγκινητικός στον ρόλο του σοφού, δειλού, παραιτημένου και παράτολμου μαζί) που αναλαμβάνει να του μάθει τον κόσμο των βιβλίων. Και να του επισημάνει ότι από τον κόσμο λείπει «η ποιότητα, η άνεση του χρόνου -να κουβεντιάζεις, να σκέφτεσαι, να στοχάζεσαι» και να μάθει στον Μόνταγκ να αποστηθίζει στίχους όπως εκείνον που λέει «στρατοί άγνοιας συγκρούονται τη νύχτα…».

Το «Φαρενάιτ 451» είναι, τελικά, ένα αισιόδοξο βιβλίο. Γιατί σ’ αυτό το απελπισμένο και απελπιστικό τοπίο υπάρχουν άνθρωποι που διαφοροποιούνται, που δεν συναινούν, που υπερασπίζονται τις επιλογές. Είναι οι άνθρωποι-βιβλία -συγκινητικότατη η τελευταία σκηνή- που έχουν αποστηθίσει τα βιβλία αφού δεν μπορούν να τα έχουν. Είναι η Εμιλυ (Ντίκινσον), η Σαρλότ (Μπροντέ), ο Λέον (Τολστόι), ο Φιοντόρ (Ντοστογιέφσκι), ο Ουίλιαμ (Σαίξπηρ) και άλλοι· πολλοί.

Το χειροκρότημα ήταν θερμό και παρατεταμένο στο τέλος της παράστασης. Και στο διάλειμμα και στο τέλος της υπήρχαν οι απόψεις των γοητευμένων κι εκείνων που είχαν επιφαλάξεις. Ανήκω, προφανώς, στους γοητευμένους, κυρίως στους συγκινημένους, όχι μόνο για τη θεατρική πρόταση και το θεατρικό εγχείρημα, αλλά και για την πνευματική πρόσκληση μέσω της επιλογής αυτού του έργου.

Βγαίνοντας στο προαύλιο της Πειραιώς 260, η ακροβάτισσα ήταν πάλι πάνω στον στήλο της. Μοναχική και πείσμων…

Συμπέρασμα: Κι αυτή η παράσταση του Θωμά Μοσχόπουλου (μαζί με τη «Δίκη», η καλύτερη της «τριλογίας» του) είχε έμπνευση, είχε κόπο, είχε συγκίνηση, είχε θεατρικότητα, κι ας είχε -πρεμιέρα ήταν- κάποιες αρρυθμίες στο ξεκίνημά της. Στα συν (+) της παράστασης, ασφαλώς η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή, που περπατούσε παράλληλα με τις διαδρομές του Μπράντμπερι, οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου (πολύ ιδιαίτεροι) και η κίνηση της Σοφίας Πάσχου.

Να το δείτε σήμερα Κυριακή, 10 Ιουνίου, τελευταία μέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Οσοι δεν τα καταφέρετε, το χειμώνα το «Φαρενάιτ 451» θα είναι στο θέατρο «Πόρτα».

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ