Metamanias Θέατρο

«Μήδεια» : Ένας παθιασμένος έρωτας που …προδόθηκε

Από τις πιο δημοφιλείς τραγωδίες, από τους πιο γνωστούς αρχαίους μύθους, η «Μήδεια» του Ευριπίδη, φιλοξενήθηκε για δεύτερη φορά στα φετινά Επιδαύρια. Αυτή τη φορά στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, από το Θέατρο Τέχνης, που «κατέβηκε» έπειτα από επτά χρόνια στην Επίδαυρο, και σε σκηνοθεσία της καλλιτεχνικής του διευθύντριας, της Μαριάννας Κάλμπαρη. Και δεν είναι μόνο η αγαπημένη τραγωδία των θεατών, μιας που συνομιλεί ευθέως με το πιο διαχρονικό πάθος και πάθημα, αυτό του έρωτα, αλλά είναι πάντα και ένα μεγάλο στοίχημα για τους συντελεστές της παράστασης. Ακριβώς επειδή πολλοί έχουν δοκιμάσει και δοκιμαστεί, ακριβώς επειδή κάθε φορά περιμένουμε να δούμε τι ακριβώς θα φωτίσει ο κάθε καλλιτέχνης.

Στην ορχήστρα της Επιδαύρου, την Παρασκευή το βράδυ, με παρόντες περίπου 6.500 θεατές (και τις δύο μέρες παρακολούθησαν την παράσταση 15.400 θεατές), ξύλινες καρέκλες είχαν στηθεί περιμετρικά. Πάνω τους, κάποιες από αυτές είχαν ένα ρούχο που περίμενε τις ηθοποιούς να το φορέσουν, εν είδει αποστασιοποίησης. Στη μέση της ορχήστρας ένας μεγάλος όγκος, καλυμμένος, σαν μνημείο που αναμένει τα αποκαλυπτήριά του, δεσπόζει. Όλα είναι έτοιμα για να ξεκινήσει η αφήγηση ενός παθιασμένου έρωτα που προδόθηκε…

Και ξεκινούν. Και μαζί ξεκινούν και οι εκπλήξεις. Διότι πρώτη εμφανίζεται -για πρώτη φορά επί σκηνής- η Γλαύκη (Θεοδώρα Τζήμου), το αντικείμενο της έριδας, η γυναίκα με την οποία προδίδει ο Ιάσων τη Μήδεια. Και ξεκινάει να αφηγείται ένα απόσπασμα από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Είναι ένα από τα πολλά εμβόλιμα κείμενα που συνοδεύουν το κείμενο του Ευριπίδη και τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά (του Θεόκριτου, της Σαπφούς, του Αρτεμίδωρου, του Μνησίλογου, του Πλούταρχου, του Μακεδόνα Ύπατου, όλα σε νέα απόδοση από τη Μαριάννα Κάλμπαρη και την Ελενα Τριανταφυλλοπούλου).

Μαζί με την εμφάνιση της Γλαύκης και την ιστορία του πλατωνικού Ανδρόγυνου που αφηγείται, αποκαλύπτεται αυτό που είναι στο κέντρο της ορχήστρας: ένα μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι. Η παράσταση δίνει εξ αρχής έμφαση στον αφόρητο πόνο της ερωτικής προδοσίας, στον «τόπο» που φιλοξενείται το πάθος. Και εξ αυτού η Μήδεια (Μαρία Ναυπλιώτου) -που συχνά ξένισε ο τρόπος που εξέφραζε την πληγωμένη της γυναικεία αξιοπρέπεια και τον θυμό της, μέσα από την τυποποιημένη εκφορά του λόγου- άρχισε να απεργάζεται τρόπους εκδίκησης. Η δεύτερη έκπληξη ήταν η διπλή της όψη (πρώτη φορά εμφανίζεται τέτοια επιλογή). Πάντα, σχεδόν πάντα, δίπλα στη Μήδεια υπήρχε ο δεύτερος εαυτός της (Αλεξάνδρα Καζάζου), ο δαίμονάς της, εκείνος που την συμβούλευε πάντα την επιλογή του σκληρού δρόμου, της εκδίκησης και του πόνου.

Αλλά οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν. Ήταν στην ένταση της φωνής των ηθοποιών (κάποιων από τους ηθοποιούς) που αναγκάζονταν να καταπονούν βάναυσα τις φωνητικές τους χορδές για να παίξουν σε πολύ υψηλούς φωνητικούς τόνους. Ήταν ο σχεδόν απών χορός, κάποια νέα παιδιά που απλώς έτρεχαν, έπεφταν, σηκώνονταν, μετέχοντας (;) μόνο σωματικά στη ροή της ιστορίας και στην τραγική της έκβαση. Την απουσία του χορού κάλυψαν όσο γινόταν οι δύο Κορίνθιες γυναίκες (με τις δυνατές ερμηνείες της Ιωάννας Μαυρέα και της Σύρμως Κεκέ) και η Τροφός (Μαριάννα Κάλμπαρη, η οποία πυροσβεστικά κάλυψε αυτόν τον ρόλο). Η ιστορία εξελισσόταν, εμφανίστηκε ο Κρέων (Αλέξανδρος Μυλωνάς), εμφανίστηκε ο Ιάσων (Χάρης Φραγκούλης), ο αγαθός και σχεδόν αφελής Αιγέας (Γεράσιμος Γεννατάς), ακούστηκαν κι άλλα εμβόλιμα κείμενα, ακούστηκε η υποβλητική μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, είδαμε τις εμβληματικές σκηνές της Μήδειας, ακούσαμε τον Αγγελιοφόρο (Κωνσταντίνα Τάκαλου) να μαρτυρά (μαρτυρώντας) τα όσα τραγικά είδε και έζησε, αλλά κορύφωση και συγκίνηση δεν νιώσαμε, παρά μόνο αποσπασματικά, σε κάποια χορικά, σε κάποιες σκηνές και στιγμές. Θα μπορούσα να πω και σε κάποιους λυγμούς μερικών από τους ηθοποιούς (τις ηθοποιούς κυρίως).

Όσο προχωρούσε η παράσταση αυτό που γινόταν κάτι παραπάνω από φανερό ήταν η μη συνύπαρξη όλων αυτών των προσώπων της ιστορίας, η ανυπαρξία άξονα, οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους ο καθένας από τους ηθοποιούς ερμήνευε τον ρόλο του, αλλά και η μετατόπιση του βάρους και της βαρύτητας της τραγωδίας, που έμοιαζε να αφήνει απ’ έξω τα σύνθετα ζητήματα που θίγει ο Ευριπίδης και να στέκεται περισσότερο στο πάθος και την προδοσία. Άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της δράσης γίνεται πάνω σ’ εκείνο το κρεβάτι. Η χημεία του Ιάσονα και της Μήδειας ήταν απούσα, ο Ιάσων ήταν εξ αρχής ένα πρόσωπο που προκαλούσε γέλιο και στην τραγικότερη στιγμή της ζωής του (όταν μαθαίνει ότι η γυναίκα του έχει σκοτώσει τα δυο παιδιά τους) και η Μήδεια δεν μετέδωσε πάντα το τραγικό της δίλημμα.

Συνοψίζοντας τα υπέρ και τα κατά, ασφαλώς ξεχώρισε η μουσική του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου, κάποιες στιγμές χαρήκαμε (ξανά) τη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, αλλά σε κάποιες άλλες χανόταν ο ρυθμός της, ήταν εύστοχοι οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου χωρίς να λείπουν, όμως, και οι υπερβολές, ήταν λειτουργικό το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, αλλά ήταν μάλλον άχρωμα τα κοστούμια του, εκτός από εκείνα της Μήδειας. Ήταν υπερβολική η κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα και από εκεί και πέρα υπήρχαν οι άνισες και πολύ διαφορετικές ερμηνείες. Άλλοι μιλούσαν σε πολύ ψηλές νότες, άλλοι κανονικά, άλλοι με τον τρόπο που έχουν…

Αξιοπρεπέστατη η σκηνοθέτης Μαριάννα Κάλμπαρη ως Τροφός, σε όλες τις στιγμές (μόνο που κι εκείνη μιλούσε διαφορετικά από τον τρόπο που ζήτησε να μιλούν οι ηθοποιοί της), με κύρος ο Κρέων του Αλέξανδρου Μυλωνά, με τρυφερότητα ο Αιγέας του Γεράσιμου Γενατά, πολύ καλές οι δύο Κορίνθιες γυναίκες (Ιωάννα Μαυρέα, Σύρμω Κεκέ). Ο Αγγελιοφόρος της Κωνσταντίνας Τάκαλου, κατάφερε να βγάλει τον σπαραγμό και τον λυγμό του απλού ανθρώπου, που γίνεται θεατής του ανείπωτου. Η Αλεξάνδρα Καζάζου ανταποκρίθηκε επαρκέστατα στον ρόλο της βάρβαρης ή του δαίμονα, ή του άλλου εαυτού, μόνο που δεν συνομίλησε πολλές φορές με τη Μήδεια. Όσο για τη Μήδεια της Μαρίας Ναυπλιώτου, ανταποκρίθηκε με αυταπάρνηση στην οπτική της σκηνοθέτιδας, αλλά με άνισο αποτέλεσμα. Η πιο δυσάρεστη έκπληξη ήταν ο Ιάσων του Χάρη Φραγκούλη, ενός από τους καλύτερους νέους ηθοποιούς μας: η ερμηνεία προκάλεσε πολλές συζητήσεις και πολλές απορίες ως προς την κατεύθυνσή της, καθώς εμφανίζεται μ’ έναν τρόπο αλλόκοτο. Η μόνη πολύ ωραία στιγμή του είναι εκείνη που ενσωματώνει τη συντριβή του, όταν «αλυσοδένεται» μέσα στη φανέλα του. Από τις πιο ωραίες σκηνές επίσης, ήταν ο τρόπος που δύο από τα μέλη του χορού, φόρεσαν άσπρα σακκάκια και έγιναν τα παιδιά της Μήδειας. Ετσι απλά.

Η τελική γεύση

Ηταν μια άνιση παράσταση, με πολλά παραπανίσια στοιχεία, με πολλές λοξοδρομήσεις, με ευρήματα που δεν βρήκαν τη θέση τους και δεν εντάχθηκαν στη συνολική σκηνοθετική ματιά (κυρίως η παρουσία της Γλαύκης). Μια παράσταση με πολύ καλούς ηθοποιούς που όμως δεν δημιούργησαν σύνολο, και που έχασαν τις περισσότερες από τις αποχρώσεις τους. Αλλά αυτό το τελευταίο δεν είναι δική τους ευθύνη.

Και ήταν, τέλος, μια «Μήδεια» που έδωσε περίσσιο βάρος στη «βαρβαρότητα του έρωτα», συχνά με τρόπο επιφανειακό.

Όλγα Σελλά