featured Θέατρο

Μιχαήλ Μαρμαρινός: “Η Μεταπολίτευση μας έχει γδάρει”

Με ένα τρένο που τρέχει και στο οποίο είμαστε επιβάτες, παρομοιάζει τη «Μεταπολίτευση», τη νέα του παράσταση που κάνει πρεμιέρα στις 5 Φεβρουαρίου στο Θέατρο Θησείο, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, διευκρινίζοντας στο artplay.gr πως πρόκειται για «την εμπειρία και τη διατύπωση αυτού του ταξιδιού. Το διακύβευμα είναι ιστορικό. Είναι η ελληνική ιστορία και μάλιστα αρκετά σύγχρονη. Η παράσταση εξετάζει μια περίοδο άνθησης και παρακμής ταυτόχρονα. Εξ ου και το δραματικό ενδιαφέρον αυτής της περιόδου. Μας χαρακτηρίζει η μεταπολίτευση ό, τι και να κάνουμε. Είναι σωστό να σταθούμε απέναντι στα αρνητικά ή στα θετικά γεγονότα, καθώς η ιστορία δεν έχει ηθική. Απλώς συμβαίνει. Εμείς ψάχνουμε την ηθική μας μέσα σε αυτές τις διαδρομές και τα συμβάντα, προσωπικά ή ιστορικά”.

-Πάνω σε τι υλικό βασίστηκες, πως αυτό διαμορφώθηκε, τι περιλαμβάνει, πόσο μέσα και πόσο απέναντι είσαι, σχολιάζεις, κριτικάρεις, παρατηρείς, γράφεις;

«Γράφω και γράφουμε. Αλλά μεγάλη συνεισφορά για αυτό το υλικό είναι μια σειρά ανθρώπων που δεν εμφανίζονται. Κάποιοι είναι απόντες από την ιστορία και το χρόνο. Κάποιοι ζουν και είναι παρόντες. Και κάποιοι τρίτοι μας έδωσαν μια σειρά συνεντεύξεων πάνω σε ερωτηματολόγια που διαρθρώθηκαν με αυτόν τον σκοπό. Ένα είδος ιστού της αράχνης που προσπαθεί να πιάσει επάνω του πράγματα τα οποία είναι κατά κανόνα πολύ μικρά, αόρατα. Οι άνθρωποι στους οποίους αποταθήκαμε, επώνυμοι ή ανώνυμοι, που έχουν ζήσει τη μεταπολίτευση, την αλλαγή της  και τη διάρκειά της, την ακμή ή την παρακμή της, απάντησαν με έναν τρόπο αποκαλυπτικό. Από τις πιο ενδιαφέρουσες πολιτικές αναλύσεις ανώνυμων , αλλά βαθιά μορφωμένων και πολιτικοποιημένων ανθρώπων που έχουν ένα βλέμμα πάνω σε αυτό το ιστορικό συμβάν και προτσές που ήταν αποκαλυπτικό για όλους».

-Ποια είναι η ιδιαιτερότητα της παράστασης;

«Η ιδιαιτερότητα είναι ότι τα πρόσωπα που συμμετέχουν, οι ηθοποιοί, είναι όλοι γεννημένοι μέσα στη μεταπολίτευση, μετά το 1974, χωρίς να την έχουν ζήσει. Εκτός από έναν Γερμανό. Δεν την γνωρίζουν και κάποιοι δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται. Αυτά τα πρόσωπα πήραν τις περισσότερες συνεντεύξεις. Κάτι που τους καθιστά άγγελους – εξάγγελους του τι ειπώθηκε, δηλαδή εκπροσωπούν άλλους με έναν τρόπο και ταυτόχρονα εκπροσωπούν τη δική τους επώδυνη διαδικασία να αντιληφθούν τι είχε συμβεί, καθώς δεν το έχουν ζήσει ως μετάβαση. Αυτή η συνειδητή επιλογή είναι ένα κομμάτι που δραματουργεί αφ΄ εαυτού. Η παρουσία του Γερμανού έχει επίσης μια σημασία καθώς εκπροσωπεί αναγκαστικά και τη χώρα του που έχει παίξει με πάρα πολλούς τρόπους ένα τρομερό ρόλο στα πράγματα όσον αφορά την σύγχρονη εμπειρία μας.

Το υπόστρωμα των συνεντεύξεων είναι το πρώτο κρίσιμο υλικό που έχει προσφέρει δυνατότητες κειμένου. Κάποιες άλλες ερωτήσεις ασκήθηκαν στους ηθοποιούς και απέδωσαν ένα δεύτερο στρώμα απαντήσεων.

Ορισμένα ερωτήματα τίθενται, ανεξάρτητα αν μπορούν να απαντηθούν ή όχι. Γιατί σημασία έχει η τραγική περιπέτεια μιας ερώτησης κι όχι τόσο η απάντησή της. Άλλωστε μια παράσταση ξεβολεύει τις απαντήσεις”.

-Δίπλα στη λέξη μεταπολίτευση του τίτλου υπάρχει και η λέξη κομμώτριες. Πώς συνδυάζονται αυτά τα δυο και γιατί οι κομμώτριες επιλέγονται ως επαγγελματική τάξη;

«Η λέξη μεταπολίτευση μου φαίνεται λίγο heavy, παραπάνω κυριολεκτική από όσο αντέχω.  Η λέξη κομμώτριες μου αρέσει πάρα πολύ. Τίποτα άλλο. Ο συνδυασμός δε κομμώτριες και μεταπολίτευση στον τίτλο μου αρέσει πάρα πολύ. Πόσοι ξέρουν αλήθεια ότι από τους τριακόσιους βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου αυτοί που μιλάνε δεν ξεπερνούν τους 50 κι οι υπόλοιποι έχουν το παρατσούκλι κομμώτριες;  Φυσικά δεν το έχω επιλέξει για αυτό το λόγο. Συνήθως οι κομμώτριες δεν μιλάνε, μιλάνε οι πελάτισσες. Ξέρουν να σιωπούν και να κάνουν τη δουλειά τους. Και ξέρουν όλα τα μυστικά. Το κομμωτήριο είναι ένας δημόσιος χώρος. Σε ένα κομμωτήριο της εποχής άλλωστε δεν ανακοινώθηκε η καταστροφή της σικελικής εκστρατείας;  Ο πλήρης τίτλος είναι «Κομμώτριες / Μεταπολίτευση / Τζιανγκ – Σιν – Μπι – Σιν / Φαντάσου την καρδιά μου δική σου», που παραπέμπει στον Κομφούκιο και σηματοδοτεί το αίσθημα, τον τρόπο που θέλουμε να ειδωθούν τα πράγματα.

Η παράσταση μοιραία είναι μια αντίδραση στο προσωπικό αίσθημα της τρέχουσας ιστορίας. Αλλιώς δεν είναι τίποτα. Έτσι είναι άλλωστε όλη η τέχνη. Αλλιώς είναι αισθητισμός. Και δε γίνεται να μην είναι πολιτικό αυτό που κάνεις. Το θέατρο είναι ακραία πολιτικό  καθώς προάγει την προσωπική συνείδηση ή την αισθηματική συνείδηση του πολίτη μέσα σε μια κοινωνία. Και έχει σημασία το συναίσθημα και η διεύρυνσή του. Γιατί έχουμε ζήσει άγριες καταστάσεις συναισθηματικής διαταραχής στη μεταπολίτευση ή πιο σωστά διαταραχής της συναισθηματικής ισορροπίας.  Υπάρχει μια φράση που λέει ότι η δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη. Αυτό το ξεχνάμε. Δεν είναι ούτε δεδομένη, ούτε χαρισμένη κι είναι κάτι που έχει ευθύνη, σημαίνει ότι παραδέχομαι την ήττα μου ως κυβέρνηση και παραδίδω τα ηνία στον επόμενο μήπως κάνει κάτι καλύτερο. Αυτό είναι μια πρόκληση σοβαρής ατομικής και πολιτικής ωριμότητας. Και το θέατρο ως ύψιστη δημοκρατία, σημαίνει ότι πληρώνεις για να σιωπήσεις για δυο ώρες, και να ακούσεις κάποιον άλλο. Το θέμα είναι πόσο μπορείς να σιωπήσεις υπέρ ενός άλλου»

-Πώς πυροδοτήθηκε αυτή η σκέψη;

Από έναν τίτλο, πριν 2-3 χρόνια και δεν ήθελα να γίνει πουθενά αλλού εκτός από το Θέατρο Θησείο, που κατά κάποιο τρόπο είναι μια κιβωτός του Νώε του συλλογικού ιστορικού αισθήματος.

Με απασχολούν αυτά τα ζητήματα. Θα έλεγα ότι δε με απασχολεί το θέατρο, αλλά η θεατρικότητα της ιστορίας . Τη  λατρεύω. Είναι μια γλώσσα. Λέει κάπου μέσα πως το σώμα είναι μόνο στο παρόν . Και αυτό το παρόν είναι ιδιότητα του θεάτρου. Και αυτό που κάνει το θέατρο είναι μεγάλο κι όπως έλεγε ο Γιαν Κοτ αρκεί να ανοίξει ένας ηθοποιός το στόμα του και γίνεται παρόν  μια φράση 2.500 χρόνων. Ή με άλλα λόγια το θέατρο είναι μια αφήγηση που μοιάζει με ένα μηχάνημα που μας πετάει εκεί που η ιστορία ακόμα συμβαίνει. Ιστορικός ενεστώς.

Εδώ έχουμε να μοιραστούμε κάτι ιδιαίτερο καθώς η  μεταπολίτευση μας έχει γδάρει. Άλλωστε η τέχνη είναι ο μετασχηματισμός της γνώσης με άλλον τρόπο»

Έχω την αίσθηση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα εγχείρημα αντίστοιχο του «Εθνικού Ύμνου», σχολίασα και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός απάντησε: «Ο Εθνικός Ύμνος είναι ένα φάντασμα, κάτι που δεν είναι πολύ εύκολο όταν μάλιστα ξεκινάς μια παραγωγή που στηρίζεται επίσης πάρα πολύ σε αυτό που λέμε το συλλογικό αίσθημα για την ελληνική ιστορία. Έχει σοβαρές διαφορές από τον «Εθνικό Ύμνο». Αλλά δεν μπορείς να αποφύγεις μερικές φορές την εσωτερική σύγκριση. Και σου εκμυστηρεύομαι κάτι που ώρες ώρες είναι ένας εφιάλτης. Ώρες ώρες με πιάνει ένα αίσθημα αλά Άμλετ, με το φάντασμα του πατέρα που δε μπορείς να αποφύγεις. Μεθοδολογικά έχει τις ίδιες αρχές. Είναι αυτό που λέμε η σκηνοθεσία ως δραματουργία».

Μάνια  Ζούση