Metamanias Θέατρο

Μια ευφυής υπόκλιση στην ασπρόμαυρη ιστορία και στο έγχρωμο παρόν της

Είχα πολύ παραξενευτεί για το τι ακριβώς θα έκανε ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης από τότε που έγινε γνωστό ότι θα μεταφέρει στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου το γνωστό έργο του Δημήτρη Ψαθά «Ξύπνα Βασίλη» που καθιερώθηκε κυρίως στην κινηματογραφική μεταφορά του από τον Γιάννη Δαλιανίδη, το 1969. Κι όχι γιατί δεν μεταφέρονται κινηματογραφικές ταινίες στο θέατρο, πάμπολλες, αλλά κυρίως γιατί γνώριζα τον συγκεκριμένο τρόπο που δουλεύει τις παραστάσεις του ο ταλαντούχος αυτός σκηνοθέτης: με την αρωγή της μουσικής, πάντα, και με τα μάτια στραμμένα στην ψίχα του κάθε κειμένου, με μια διαρκή έγνοια να αγγίξει τα διαρκή στοιχεία του κάθε κειμένου ξεχωριστά.

Η πρώτη έκπληξη ήρθε καθώς έμπαινα στη Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» στην πρεμιέρα της παράστασης, στις 19 Οκτωβρίου. Κι αυτό γιατί κανένα σκηνικό δεν είδα -το πρώτο που χαζεύουμε μέχρι ν’ αρχίσει η παράσταση, το πρώτο που προετοιμάζει τον θεατή για ό,τι θα φιλοξενήσει η σκηνή. Στην προκειμένη περίπτωση ο Πάρις Μέξης, που επιμελήθηκε και τα κοστούμια και τις προβολές video, είχε τοποθετήσει απλώς μια τεράστια επιφάνεια από τελάρα. Τίποτε άλλο. Η περιέργεια συνεχιζόταν. Λίγο πριν σβήσουν τα φώτα, εμφανίστηκε από τη μιαν άκρη της σκηνής ο Άρης Μπινιάρης, πήρε μια κάμερα στο χέρι και πήρε τη θέση του. Τα πρώτα φώτα έπεσαν στην τριμελή μπάντα, όλοι ντυμένοι με τρόπο που ευθέως παρέπεμπε στους Beatles και στη δεκαετία του ’60 (όλα τα κοστούμια παρέπεμπαν σ’ αυτή τη χρονική περίοδο), με τις νότες της μουσικής που έγραψε ο Φώτης Σιώτας (θαυμάσια σε όλες τις στιγμές της) που ξεκίνησε με ελαφρές ελληνικές, γλυκανάλατες νότες και με τους στίχους «να ’μαστε όμορφοι τις μέρες που θα ’ρθουν» (ο Αρης Μπινιάρης υπέγραψε και τους στίχους των τραγουδιών).

Με αυτή τη μουσική συνοδεία «μπήκαμε» στο γραφείο που δούλευε ο φοβισμένος και υποτακτικός Βασίλης Βασιλάκης (Γιώργος Γάλλος), στον εκδοτικό οίκο της κυρίας Φαρλάκου (Έλενα Τοπαλίδου), μιας σνομπ, ανάλγητης και σκληρής με τους υπαλλήλους της εκδότριας. Συνάδελφος του Βασίλη είναι ο Μάνος (Αινείας Τσαμάτης), ένας αριστερός, οργανωμένος, παθιασμένος, που διαβάζει «Κραυγή» και προσπαθεί να πείσει τον Βασίλη να αντιδράσει. Το… ατού των εκδόσεων είναι οι ποιητικές συλλογές του ποιητή Φανφάρα (Γιώργος Παπαγεωργίου), ένας ρόλος που έμελλε να κάνει καριέρα και μετά την ταινία, ως χαρακτηρισμός των ατάλαντων και ξιπασμένων ψώνιων, που επιχειρούν να ξεχωρίσουν στο χώρο της τέχνης.

Η παράσταση έχει αρχίσει (η μία από τις έξι σκηνές, όπως ήδη μας έχει πληροφορήσει ο αφηγητής, ο Κωνσταντίνος Σεβδαλής) και πίσω από τα τελάρα βλέπουμε, σε ασπρόμαυρο φόντο, μια ταινία που όμως είναι θεατρική παράσταση, ένα θέατρο που παραπέμπει ευθέως στην ταινία. Και ήταν, ομολογουμένως, η πιο ωραία, η πιο εύστοχη, η πιο ευφυής, η πιο καινούργια πρόταση μεταφοράς μιας ταινίας στη θεατρική σκηνή. Ο Άρης Μπινιάρης έκανε κοντινά κυρίως πλάνα, στα πρόσωπα και στις εκφράσεις των ηθοποιών, στην ψυχή των χαρακτήρων που ο Δημήτρης Ψαθάς έπλασε και οι οποίοι αναδύονται ατόφιοι, τοτινοί όσο και σημερινοί, διαρκείς, σ’ αυτή την περίεργη κινηματογραφική οθόνη που στήθηκε στη Νέα Σκηνή του Εθνικού.

Η ιστορία συνεχίζεται ακριβώς όπως την ξέρουμε, ακριβώς όπως τη θυμόμαστε από την ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου στο ρόλο του Βασίλη (σ’ έναν από τους πιο ωραίους ρόλους του), ο οποίος ήταν και στην πλατεία και χειροκρότησε θερμά τον Γιώργο Γάλλο.

Με τη μητέρα (Ελισάβετ Κωνσταντινίδου) του Βασίλη, την ες αεί Ελληνίδα μάνα, που παρεμβαίνει, καλύπτει, «παθαίνει» καρδιακές κρίσεις, εκβιάζει συναισθηματικά, χειραγωγεί και την αδελφή του, την Ντίνα (Ηρώ Μπέζου), μια νέα κοπέλα από την ελληνική επαρχία, που διψάει για ζωή και ακουμπάει στο νέο που φέρνει η δεκαετία του ’60 στις αντιλήψεις και στις συμπεριφορές. Δύο γυναίκες που αλλιώς έρχονται από την ελληνική επαρχία και αλλιώς εξελίσσονται (μια θαυμάσια νύξη για τη γενιά της εσωτερικής μετανάστευσης και τους νέους «αστούς» των ελληνικών μεγαλουπόλεων). Ο Άρης Μπινιάρης συνεχίζει να εστιάζει στα πρόσωπα των ηρώων με την κάμερα στο χέρι, κι εμείς συνεχίζουμε να βλέπουμε ανάγλυφους (το κατάφερε αριστοτεχνικά) τους χαρακτήρες και τις συμπεριφορές σ’ αυτό το μεγάλο κινηματογραφικό «πανί».

Κι όλα αλλάζουν όταν η Ντίνα ερωτεύεται τον Μάνο, τον αριστερό, το «μίασμα», και ο Βασίλης πείθεται να αντιδράσει στην κυρία Φαρφάκου, και απολύεται και κόβει -ακολουθώντας τις υποδείξεις του Μάνου- τη μανία του για τα λαχεία. Μόνο που σε μια στραβοτιμονιά της μοίρας, το λαχείο που αποδιώχνει ο Βασίλης, το αγοράζει ο Μάνος και κερδίζει. Και γίνεται ο νεόπλουτος -πάντα υπήρχαν νεόπλουτοι στην ελληνική κοινωνία. Και οι ιδεολογικές αρχές πάνε περίπατο, και ο Βασίλης δεν μπορεί να αντέξει την ανατροπή και κλονίζεται ψυχικά. Ο Μάνος συνεταιρίζεται με την κυρία Φαρλάκου, η Ντίνα δεν τρέχει πια στις διαδηλώσεις αλλά κάνει ποιητικές βραδιές με τον ποιητή Φανφάρα

(που έβριζε και χλεύαζε, προφορικώς και γραπτώς ο Μάνος) ,  ο δε διαταραγμένος Βασίλης, βρίσκεται «στο εξωτερικό» και κάνει επενδύσεις! Διότι αστοί αστοί, αλλά το τι θα πει ο κόσμος, το φέραμε από την ελληνική περιφέρεια και στην Αθήνα!

 

Σ’ αυτό το σημείο, ο Βασίλης πηγαίνει προς μια πόρτα που υπάρχει στο ξύλινο τελάρο-οθόνη. Την ανοίγει και βρίσκεται μπροστά μας. Τώρα πια λειτουργεί η απόλυτη θεατρική συνθήκη. Οι ηθοποιοί παρόντες. Το σώμα του Βασίλη έχει σκεβρώσει από το βάρος της ψυχής του, κι έχει πάρει τη στάση ενός κόκκορα – αυτός που διαγράφεται σαν σκίτσο στη σκηνή-οθόνη μετά το τέλος κάθε σκηνής (και παραπέμπει σ’ εκείνο το αγωνιώδες  «κικιρίκου» που έλεγε στις στιγμές της τρέλας του ο Γιώργος Κωνσταντίνου ως κινητογραφικός Βασίλης).

Ο Βασίλης ανεβαίνει σ’ ένα βάθρο και σιωπηλός παρατηρεί όσα γίνονται στη συνέχεια -της ζωής του; Της ελληνικής κοινωνίας; Στο σπίτι του φιλοξενείται μια νεόπλουτη συνάθροιση. Κι όλοι είναι αλλιώς. Η εργατική τραγιάσκα έχει αντικατασταθεί από τη γραβάτα, ο Φανφάρας απαγγέλλει τη νέα συλλογή του με την Ντίνα και τον Μάνο να χειροκροτούν, η μαμά Αντιγόνη ακκίζεται που μπήκε στην καλή κοινωνία. Τραγουδούν και χορεύουν όλοι, με ελαφρότητα και νάζι. Τώρα παίζουν όλοι επί σκηνής, αδιαμεσολάβητα, βλέπουμε έγχρωμο κι όχι ασπρόμαυρο, βλέπουμε τη διαχρονία… Όταν βλέπουν τον Βασίλη, όλα σιωπούν, όλοι σιωπούν. Είναι περίπου ο καθρέφτης τους, αυτός που αποτυπώνει τις «κωλοτούμπες» τους, όπως θα λέγαμε σήμερα, τις ιδεολογικές, τις αισθητικές…, και τους καλεί να τις δουν. Γι’ αυτό και σ’ εκείνο το σημείο, στο φινάλε της παράστασης, επικρατεί μια εκκωφαντική σιωπή, μια τεράστια πικρία και πίκρα -στον Βασίλη κατ’ αρχήν-, μια άρρητη ενοχή (;) στους υπόλοιπους. Και μια μεγάλη συγκίνηση στους θεατές.

Και ο Άρης Μπινιάρης κέρδισε ένα τεράστιο στοίχημα και κατάφερε, με όλους, μα με όλους τους συνεργάτες του, να κάνει καινούργια και σημερινή μια κωμωδία της δεκαετίας του ’60, να φωτίσει και να αναδείξει τη διαχρονία όλων όσα ο αξέχαστος Δημήτρης Ψαθάς κάλυπτε πίσω από τις συμβάσεις της εποχής του -που όμως υπήρχαν στα κείμενά του, με την καθοριστική συμβολή της Θεοδώρας Καπράλου στη διασκευή. Μας χάρισε μια παράσταση ζωντανή, καθηλωτική, έξυπνη, καλοσχεδιασμένη και καλοκουρδισμένη, με έξοχες ερμηνείες από όλους, όπου τίποτα δεν περίσσευε, τίποτα δεν «κλώτσαγε». Από τις πιο ωραίες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, από τις ευτυχείς στιγμές του Εθνικού Θεάτρου, που ρόλος είναι και αυτός: να προτείνει νέες οπτικές, με νέους ανθρώπους.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας