Metamanias Θέατρο

Μια Αγριόπαπια «οξείας ειλικρινίτιδας»

Λουσμένη σ’ ένα ψυχρό και μαζί ονειρικό φως, που λίγο μπλεδίζει, η σκηνή του θεάτρου «Πορεία», μ’ ένα σκηνικό που παραπέμπει σε μια επίπλαστη και ασφαλώς επιδεικτική μεγαλοαστική ευζωΐα, την οποία βλέπουμε σ’ ένα πλουσιοπάροχο γεύμα στο βάθος της σκηνής μέσα από γιγαντοοθόνη. Είναι το τραπέζι που παραθέτει ο επιχειρηματίας και παράγων της περιοχής, Βέρλε (Θέμης Πάνου) για την επιστροφή του γιου του, Γκραίγκερς Βέρλε (Γιάννος Περλέγκας), έπειτα από χρόνια εκούσιας παραμονής σε μια απομακρυσμένη περιοχή και είναι το αρχικό σκηνικό της παράστασης «Η αγριόπαπια ή Η διαλεκτική της μετα-αρετής» του Χένρικ Ιψεν, που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Τάρλοου. Στο τραπέζι παρευρίσκονται τα επιφανή μέλη της τοπικής κοινωνίας, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, η φίλη του Βέρλε, η γοητευτικότατη και απαστράπτουσα κυρία Σέρμπι (Αννα Μάσχα), (και η μόνη που είναι ντυμένη με κοστούμια που παραπέμπουν λοξά σε άλλη εποχή) και ένας παιδικός φίλος του Γκραίγκερς Βέρλε, ο επαρχιακός φωτογράφος, Γιάλμαρ Εκνταλ (Γιάννης Κότσιφας), μια πρόσκληση που έχει προκαλέσει τη δυσφορία του πατρός Βέρλε, επειδή «στο τραπέζι ήταν 13 άτομα»! Βεβαίως ο πατήρ Βέρλε εκφράζει αμέσως την αποστροφή του για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, συμπεριφορά και στάση που έχει μεταφερθεί και στο υπηρετικό προσωπικό του σπιτιού, απέναντι στον γέροντα πατέρα του Γιάλμαρ, τον γερο-Εκνταλ (Γιώργος Μπινιάρης), που μπαινοβγαίνει από τις πίσω πόρτες για να βοηθήσει στα λογιστικά του πατρός Βέρλε (ψίχουλα φιλανθρωπίας απέναντι σε παλιά αδικία, εύκολος τρόπος ξεπληρώματος των ενοχών για τον ισχυρό Βέρλε).

Και πολύ γρήγορα αυτό το αρυτίδωτο και ρομαντικά διακοσμημένο περιβάλλον, αρχίζει να ρυτιδώνεται, να αποκαλύπτει τις ρωγμές του και τα ψέματα που έχει στήσει ως σκληρό πυρήνα γύρω του. Κατ’ αρχήν γρήγορα διαπιστώνεται η κόντρα μεταξύ πατέρα και γιου Βέρλε. Ψυχρός και υπολογιστής ο πατέρας, που φροντίζει πάντα να διατηρεί το καλό του όνομα στην κοινωνία και την οικονομική του επιφάνεια και, ασφαλώς, να διασώζεται, μη διστάζοντας να καταστρέψει ανθρώπους και υπολήψεις. Ο γιος του, ο Γκραίγκερς, έχει διαμορφώσει μια στάση ζωής και μια φιλοσοφία και πιστεύει στην με κάθε τρόπο αποκάλυψη και αποδοχή της αλήθειας. Ενήλικος πια ο Γκραίγκερς, αντιλαμβάνεται γρήγορα τις «βρομοδουλειές» του πατέρα του, που αντανακλούν και στη ζωή του παιδικού του φίλου, του Γιάλμαρ.

Και μετά τη λαμπερή και απαστράπτουσα μεγαλοαστική τάξη του κόσμου του Βέρλε, μεταφερόμαστε στο φτωχικό φωτογραφείο του Γιάλμαρ, και συναντούμε τη γυναίκα του, την Γκίνα (Λένα Δροσάκη) και την έφηβη κόρη τους, την Χέντβικ (Σίσσυ Τουμάση). Ο Γκραίγκερς εισβάλλει στο φτωχικό του φίλου του, απαιτεί σχεδόν να νοικιάσει τη διπλανή γκαρσονιέρα και αρχίζει να σκαλίζει τη ζωή του Γιάλμαρ, που εκείνος πιστεύει ότι είναι επιτυχημένη κι ευτυχισμένη, χωρίς να αντιλαμβάνεται τα βάρη που σηκώνει η Γκίνα, και μένοντας ρομαντικά στην αναζήτηση της… εφεύρεσής του. Κι εκεί, στο δεύτερο σκηνικό, στο φτωχικό φωτογραφείο, που είναι και σαλόνι και καθιστικό και όλα, αυτής της οικογένειας που δύσκολα τα φέρνει βόλτα, αλλά μ’ έναν περίεργο τρόπο τα φέρνει, εκτυλίσσεται η ιστορία του Ιψεν. Σ’ ένα κείμενο που αγγίζει πολλά, τα οποία φτάνουν μέχρι την πλατεία σε όλες τους τις διαστάσεις, χάρη στη μετάφραση και την απόδοση του Δημήτρη Τάρλοου και τη συμβολή της Ερης Κύργια στη δραματουργία. Και που δεν βλέπουμε συχνά στις ελληνικές σκηνές. Στην πλήρη εκδοχή της η «Αγριόπαπια» είχε να παιχτεί 20 χρόνια πριν στο θέατρο «Εμπρός», σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή.

Μεγάλη η απόσταση μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σκηνικού (χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, αλλά λειτουργικά τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου). Το πρώτο έχει κάτι από το τότε, έχει τη γοητεία, την πολυτέλεια και το μυστήριο του παλιού. Το δεύτερο, στο φτωχικό φωτογραφείο, με την πίσω αυλή και το κοτέτσι, όπου βρίσκεται η αγριόπαπια που έσωσε τραυματισμένη η μικρή Χέντβικ, μας μεταφέρει σε πολλές δεκαετίες μετά. Σε όποια θέλουμε· ακόμα και στο σήμερα, μιας που ο φωτογράφος Γιάλμαρ, επεξεργάζεται τις φωτογραφίες του σ’ ένα λάπτοπ με το σήμα της Apple. Γιατί όσα θίγει ο Ιψεν στην «Αγριόπαπια», χωράνε κάλλιστα και στον κόσμο του 19ου αιώνα και στον κόσμο του 21ου. Μιας που διαχρονικό είναι το δίλημμα για το πόση αλήθεια αντέχουμε και πόσο ωφελεί το όποιο ζωτικό ψεύδος στο οποίο καλούμαστε να ζήσουμε, εκόντες άκοντες. Διαχρονικοί είναι οι ακυρωμένοι άνθρωποι, που πλασάρουν και γαντζώνονται από τις ανύπαρκτες ικανότητές τους και τις ψευδαισθήσεις τους για να επιβιώσουν· διαχρονική είναι η κατάθλιψη, που κάποτε λεγόταν αλλιώς, οι συμβάσεις, η αποδοχή των ισχυρών. Και κάπου εκεί μπαίνει, μεταφορικά, η Αγριόπαπια, που όταν τραυματίζεται κρύβεται στα βάθη της θάλασσας και ραμφίζει μανιασμένα το σώμα της για να ιαθεί. Ο Γκραίγκερς πάσχει από «οξεία ειλικρινίτιδα», όπως λέει ο γιατρός Ρέλινγκ (Αντίνοος Αλμπάνης, ο αντίποδας, ο αντίλογος στην άποψη του Γκραίγκερς, που πιστεύει στο ζωτικό ψεύδος).

Η σύγκρουση αυτών των δύο αρχών, αξιών και οραμάτων είναι οδυνηρή και σπαρακτική στην εξέλιξη αυτής της ιστορίας, στη ζωή αυτών των ανθρώπων (ή μήπως όλων;). Μια σύγκρουση που αναδεικνύεται θαυμάσια από τις ερμηνείες των δύο βασικών χαρακτήρων, του Γιάννη Κότσιφα (δεν θα μπορούσε να σκεφτώ πιο ιδανικό Γιάλμαρ) και του Γιάννου Περλέγκα, του παθιασμένου αλλά ονειροπόλου ιδεολόγου, που ο ίδιος πιστεύει ότι πρεσβεύει την απόλυτη λύτρωση για τους ανθρώπους, που καταρρέει κάθε φορά που οι αλήθειες που αποκαλύπτει στους ανθρώπους προξενούν θύελλες και πόνο. «Διάολε», του λέει στο τέλος ο γιατρός Ρέλινγκ. «Δεν είμαι ο διάβολος. Είμαι ο 13ος στο τραπέζι», απαντά φεύγοντας καταρρακωμένος. Η προκατάληψη της γρουσουζιάς; Μάλλον όχι. Η πεποίθηση αυτού του ρομαντικού ιδεολόγου ότι είναι ένας σύγχρονος Χριστός…

Η Λένα Δροσάκη και η Σίσσυ Τουμάση μετέφεραν πολύ γλαφυρά τα συναισθήματά τους και τους χαρακτήρες που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν. Η πρώτη τον διαρκή της φόβο και τη διαρκή της υποτέλεια, αλλά και τη γενναιότητα των απλών ανθρώπων, η δεύτερη τον ρομαντισμό της, την αθωότητά της, τον τρόπο με τον οποίο δηλώνει την αγάπη της, υπακούοντας στην παρότρυνση του Γκραίγκερς και σκοτώνοντας αυτό που πολύ αγαπά, την αγριόπαπια.

Μια πολυπρόσωπη παράσταση, με ρυθμό, με κάλεσμα για να κολυμπήσει ο θεατής στις ιδέες και τα ερωτήματα του Ιψεν, τα χθεσινά, τα σημερινά, τα αυριανά. Μια παράσταση που μας χαρίζει την «Αγριόπαπια» έπειτα από κάμποσα χρονια. Οχι ότι δεν υπάρχουν μικρές ατέλειες, (π.χ. δεν εισέπραξα καθόλου τη μουσική, δεν την θυμάμαι καν), αλλά η τελική γεύση και το τελικό πρόσημο είναι θετικά.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ