Metamanias Θέατρο

«Κύκλωπας»: Διαφορετικοί κόσμοι, πολιτισμοί και αξιακοί κώδικες

 

Ήταν μία από τις φετινές παραστάσεις της Μικρής Επιδαύρου που έφτασε, για μία βραδιά και στην Αθήνα. Στο Ηρώδειο. Σε μια βραδιά που λίγο πιο πάνω, στην Πνύκα ήταν ο Εμμανουέλ Μακρόν, που οι δυσκολίες στην πρόσβαση των θεατών -λόγω των κυκλοφοριακών μέτρων- καθυστέρησαν μισή ώρα την έναρξη της παράστασης, και που τα δύο ελικόπτερα συναγωνίζονταν (για λίγο ευτυχώς) τους ήχους της παράστασης. Του «Κύκλωπα», του μόνου πλήρως σωζόμενου σατυρικού δράματος, δια γραφίδος Ευριπίδη, που σκηνοθέτησε ο Παντελής Δεντάκης και μετέφρασε ένας άλλος Παντελής, ο Μπουκάλας, που ξέρει καλά και από αρχαίο δράμα και από αρχαία ελληνική γραμματεία και από σύγχρονη ελληνική γλώσσα.

Την είσοδό μας στο Ηρώδειο μας συνόδευε ένα λαϊκό τραγούδι με τη φωνή του Γιώργου Νταλάρα: «Έχω έναν καφενέ», που στην αρχή παραξένεψε πολλούς, αλλά στην πορεία διαπιστώθηκε ότι ήταν μέρος της παράστασης και δεν ήταν το μόνο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι το οποίο ενέταξε στην όλη δράση ο Παντελής Δεντάκης και ο Λευτέρης Βενιάδης που υπέγραψε τη μουσική της παράστασης. Τραγούδια για την ξενιτειά όλα, γνωστά και δημοφιλή, με λαϊκές φωνές, ήταν ασφαλώς το πρώτο ηθελημένο «πείραγμα» του Π. Δεντάκη. Στη σκηνή περιφέρεται ένα πλάσμα αλλούτερο που πότε σκουπίζει, πότε μονολογεί, πότε κατεβαίνει μέχρι την είσοδο του Ηρωδείου και ανακατεύεται με τους εισερχόμενους θεατές. Είναι ο Σιληνός (Αλεξάνδρα Αϊδίνη σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της) που μένει και υπηρετεί τον Κύκλωπα (Στεφανία Γουλιώτη) στη Σικελία, στο άνυδρο, τρομακτικό και επισφαλές περιβάλλον της Αίτνας. Εκεί ξεβράζει το κύμα τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, καθώς προσπαθούν να επιστρέψουν στην Ιθάκη. Και αμέσως είναι μπροστά μας δύο κόσμοι, δύο πολιτισμοί, δύο διαφορετικοί αξιακοί κώδικες: εκείνος που (θα μπορούσαμε να πούμε) είναι οι κοσμοπολίτες της εποχής και εκείνων -των κατοίκων της Αίτνας και του κυρίαρχου του τόπου, του Κύκλωπα: των σκληρών, των βάρβαρων, των αφιλόξενων ιδίως με τους ξένους και τους επισκέπτες. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν εκεί για να ζητήσουν τρόφιμα και έχουν μαζί τους κρασί, από τη Θράκη, το ποτό του Διόνυσου, που αποδεικνύεται ακαταμάχητο «όπλο».

Σ’ ένα πολύ αραιά παρουσιαζόμενο αρχαίο κείμενο, γρήγορα έχουμε μπροστά μας αυτούς τους δύο κόσμους: τους βάρβαρους, τους αφιλόξενους, τους απολίτιστους, αλλά και τους εγκλωβισμένους, τους φοβισμένους και στερημένους, που εκόντες άκοντες ζουν σ’ αυτό το πλαίσιο. Ο Σιληνός και οι γιοι του, οι Σάτυροι, που από ακόλουθοι του Διονύσου, ενός άλλου πλαισίου δηλαδή, βρέθηκαν υποτελείς του Κύκλωπα… Και τον κόσμο των ανθρώπων που γνωρίζουν τα έργα των ανθρώπων και του πολιτισμού τους και συχνά, συχνότατα, πάντα, έρχονται αντιμέτωποι με τον κόσμο εκείνων που σήμερα θα ονομάζαμε «φτωχοδιάβολους», που θα λέγαμε θρασείς, προκλητικούς, αυθάδεις και πολλά άλλα… Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται ασφαλώς ο φόβος των υποτελών, ο τρόπος που ο καθένας από τους αδύνατους επιχειρεί να σώσει το τομάρι του, καταπατώντας υποσχέσεις και συμφωνίες, το διαρκές ψέμα και η διαρκής εναλλαγή προσωπείου των φοβισμένων και καταπιεσμένων ανθρώπων: «Άκου ανθρωπάκο, για τους ξύπνιους μόνο τα πλούτη είναι θεός», λέει ο Ευριπίδης και μεταφέρει ο Παντελής Μπουκάλας, σκιαγραφώντας γλαφυρά πολλές όψεις του σήμερα.

 

 

Ο Παντελής Δεντάκης επιχείρησε να εντάξει, στην πρώτη του σκηνοθεσία αρχαίου δράματος, αρκετά στοιχεία από διαφορετικά είδη θεάτρου. Κάποιες στιγμές μου φάνηκε ότι συνομιλούσε και με το θέατρο της Λένας Κιτσοπούλου. Η παράστασή του είχε ρυθμό, κρατούσε τους θεατές, είχε μουσική που υπηρέτησε εύστοχα την οπτική της παράστασης, συνομιλώντας με δημοτικούς ήχους και όργανα, ατύχησε στα κοστούμια (Γεωργία Μπούρδα), ευτύχησε στην κίνηση (Ερμής Μαλκότσης). Ενδεχομένως ο χώρος του Ηρωδείου αδίκησε πολλές «λεπτομέρειες», που εισέπραξαν όσοι είδαν την παράσταση στο γαληνεμένο και ανθρώπινων μεγεθών περιβάλλον της Μικρής Επιδαύρου -όπως τους φωτισμούς, του έμπειρου Σάκη Μπιρμπίλη-,  πιθανότατα ο ρυθμός φιλοξενίας παραστάσεων στο Ηρώδειο να εμποδίζει τους συντελεστές της κάθε πρότασης να κάνουν τις αρμόζουσες πρόβες (μάθαμε ότι δεν πρόλαβαν να κάνουν καμία πρόβα για την παράσταση του «Κύκλωπα», αλλά δεν ξέρω τίνος ευθύνη είναι αυτό…).

Είδα μια παράσταση με ρυθμό, είδα ένα κείμενο που ελάχιστα γνώριζα -μόνο τον ομηρικό μύθο, αλλά μέσω και του σημειώματος του Παντελή Μπουκάλα αντιλήφθηκα τι θέλησε να κάνει ο Ευριπίδης στο σατυρικό του δράμα-, είδα έναν καλό χορό, είδα έναν θαυμάσιο Σιληνό (Αλεξάνδρα Αϊδίνη), έναν στιβαρό Οδυσσέα (Άννα Καλαϊτζίδου) κι έναν Κύκλωπα (Στεφανία Γουλιώτη) που πράγματι επιχείρησε να ισορροπήσει ανάμεσα στα ανθρώπινα και στα μη ανθρώπινα μέτρα. Ήταν ενδιαφέρουσα η γυναικεία διανομή που θέλησε «να διερευνήσει τον άκρως ανδρικό κόσμο, μέσα από τη γυναικεία φύση», όπως σημειώνεται στο δελτίο Τύπου του Φεστιβάλ. Λειτούργησε σε αρκετά σημεία, αλλά σε κάποια άλλα κάτι ξέφυγε… Όπως στο σημείο που ο Οδυσσέας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή θυμίζει πολύ την προσωπικότητα του ισχυρού, του ψύχραιμου, του μπαγαπόντη βασιλιά της Ιθάκης. Όταν βγαίνει από τη σπηλιά του Κύκλωπα, και έχοντας γίνει μάρτυρας του φρικτού χαμού των συντρόφων του, νομίζω ότι αντέδρασε περισσότερο γυναικεία απ’ ό, τι μέχρι εκείνη τη στιγμή λειτουργούσε. Ήταν ηθελημένο; Ξέφυγε;

Ήταν μια ενδιαφέρουσα, ασφαλώς πειραματική, πρόταση για ένα σατυρικό δράμα, χωρίς να λείπουν οι αβλεψίες, τα λαθάκια, οι πλατειασμοί κάποιες στιγμές. Και ασφαλώς ο Παντελής Δεντάκης είχε την τύχη, στην πρώτη του σκηνοθεσία στο αρχαίο δράμα να έχει δίπλα του, σύμβουλο και γνώστη, τον άλλο Παντελή, τον Μπουκάλα, που πρότεινε κι εκείνο το κείμενο του Θεόκριτου, για να δείξει την ήττα ενός δυνάστη, αλλά την ήττα του από τον έρωτα. Κι εκεί δεμένος, καλεί το αντικείμενο του πόθου του, τη Γαλάτεια, την κόρη του Νηρέα, και την καλεί και την παρακαλεί, όπως παρακαλεί και τάζει κάθε ερωτευμένος. Γιατί ο έρωτας, εν τέλει, είναι ο μόνος θεός της ισοτιμίας, εξισωτικός:

Παράτα τη γαλάζια θάλασσα, παρακαλώ σε,

κι έβγα στη στεριά. Σ’ εμένα. Δεν θα χάσεις.

Γλυκά μες στη σπηλιά μου θα περνάς τις νύχτες. Δίπλα μου.

Θα βρεις εδώ  τις δάφνες φουντωμένες. Τα κυπαρίσσια λυγερά,

Και τον κισσό κατάμαυρο. Μ’ ολόγλυκους καρπούς τ’ αμπέλια.

Και το νεράκι κρυσταλλένιο. Η δασωμένη Αίτνα μού το στέλνει,

απ’ το λευκό της χιόνι. ΄Ιδια αμβροσία.

Ποιος αντί γι’ αυτά τη θάλασσα θα διάλεγε ή τα κύματα;

Κι αν τόσο μαλλιαρός το βλέμμα σου πληγώνω,

έχω βελανιδόξυλα κι ακοίμητη φωτιά κάτω απ’ τη στάχτη.

Ας με κάψεις. Και τη ζωή μου θα ‘χανα για σε

κι ό,τι έχω πιο γλυκό: το μάτι μου. ΄Ενα μονάχα.

 

Όλγα Σελλά