Θέατρο

Κώστας Τσιάνος: «Οταν είμαι σκηνοθέτης παίζω όλους τους ρόλους κι ευχαριστιέμαι»

Έχει να πει άπειρες ιστορίες για σπουδαίους ανθρώπους. Με όλους έχει συνεργαστεί. Είτε γιατί ήταν δάσκαλοί του, είτε γιατί ήταν συνεργάτες του στη μακρόχρονη διαδρομή του στο ελληνικό θέατρο, από το 1962. Ο Κώστας Τσιάνος έρχεται ξανά φέτος στην Επίδαυρο, για 13η φορά! Τις  δύο πρώτες ήταν ως ηθοποιός, με το «Αμφι-θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου -μου λέει με φανερή συγκίνηση- με τον «Ρήσο» και με τους «Επιτρέποντες». Μετά ο Κώστας Τσιάνος σκηνοθέτησε την «Ηλέκτρα», την «Ιφιγένεια εν Ταύροις», τις «Χοηφόρες», την «Εκάβη» με το Εθνικό, τις «Θεσμοφοριάζουσες» με τον ΘΟΚ και τον Σωτήρη Μουστάκα -«είχε πολύ τρακ ο Σωτήρης, αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός»-, ξανά τις «Θεσμοφοριάζουσες» με τον Πέτρο Φιλιππίδη, τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη και του Εθνικού Θεάτρου, με τον Φιλιππίδη και τον Μπέζο, τους «Όρνιθες», πάλι με τον Φιλιππίδη, τη «Λυσιστράτη» με τη Λυδία Κονιόρδου.

Φέτος, η 13η σκηνοθεσία του στην Επίδαυρο είναι πάλι Αριστοφάνης, ο έκτος Αριστοφάνης για τον Κώστα Τσιάνο και οι «Αχαρνής», που ανοίγουν τα φετινά Επιδαύρια στις 29 και 30 Ιουνίου, με τον Πέτρο Φιλιππίδη στο ρόλο του Δικαιόπολι. Τον συνάντησα στο θέατρο «Ζίνα» ένα καλοκαιρινό μεσημέρι, αμέσως μετά την πρόβα και είπαμε πολλά.

-Έχουν αλλάξει τα συναισθήματά σας από την πρώτη φορά; Δηλαδή κάθε φορά που πηγαίνετε στην Επίδαυρο αισθάνεσθε το ίδιο;

«Το είχα ξεγράψει, είχα να πάω στην Επίδαυρο από τη “Λυσιστράτη” και να σου πω δεν το ήθελα γιατί αγχώνομαι πάρα πολύ. Η ευθύνη είναι μεγάλη γι’ αυτόν τον χώρο, τον σέβομαι αυτόν τον χώρο. Γιατί έχω διαβάσει τελευταία σε διάφορες συνεντεύξεις πολλές αηδίες, π.χ. “όπως είναι τ’ άλλα θέατρα είναι και η Επίδαυρος”. Δεν είναι. Και μόνο αυτό το κάλλος, όχι μόνο από το ίδιο το θέατρο αλλά κι από τη φύση γύρω, ξυπνάει κάτι  σε όποιον φτάνει εκεί. Αντε να παίξεις κι όλας και να το δεις και γεμάτο. Είχα την ευτυχία όλες οι παραστάσεις που έχω κάνει να είναι γεμάτες. Και τρομάζεις, δεν κοιμάσαι… Εγώ ήδη έχω αρχίσει να μην κοιμάμαι. Ομως τώρα ήρθε αυτή πρόταση για τους “Αχαρνής”, ένα έργο που θα ήθελα να το κάνω, δεν θέλω να τα κάνω όλα του Αριστοφάνη, αλλά αυτό ήθελα να το κάνω. Είναι ένα έργο πολυ δύσκολο και πολύ ενδιαφέρον. Κι όταν έχεις τον Πέτρο Φιλιππίδη για Δικαιόπολι τα ξεχνάς όλα, ξαναενθουσιάζεσαι, και μπαίνεις στο χορό να χορέψεις. Ολοι οι ηθοποιοί της παράστασης είναι χαρισματικοί, αλλά ο Πέτρος Φιλιππίδης είναι κορυφαίος και για τον Αριστοφάνη είναι άπιαστος. Εχουμε συνεργαστεί σε πολλές παραστάσεις, συνεννοούμαστε με τα μάτια πια, είναι ένας πολύτιμος συνεργάτης για μένα. Πρέπει να τα λέμε αυτά, γιατί βαριέμαι τις κακίες που ακούγονται για τους επιτυχημένους».

-Προτιμάτε να συνεργάζεστε με ανθρώπους που κατά κάποιον τρόπο έχετε έναν κοινό κώδικά -όπως ο Πέτρος Φιλιππίδης, ο Γιάννης Μετζικώφ- ή έχετε σκεφτεί ότι σε κάποια παράσταση θα πάρετε ηθοποιούς και συνεργάτες που δεν έχετε κάνει ξανά κάτι μαζί;

«Πολλές φορές γίνεται αυτό, αλλά σε τέτοια δύσκολα, παρακινδυνευμένα και μεγάλα έργα θες να έχεις και δυο τρία στηρίγματα. Αλλά είμαι ενθουσιασμένος κυριολεκτικά με τους ηθοποιούς που αποτελούν το χορό στους “Αχαρνής”. Είμαι ευτυχής που γνώρισα νέα παιδιά, νέους ανθρώπους, δεν τους ήξερα, με τόσο ταλέντο και τόση επαγγελματικότητα, γιατί αυτό είναι απαραίτητο στη δουλειά μας. Για να γυρίσω πάλι στον Πέτρο Φιλιππίδη, είναι ένας τέλειος επαγγελματίας. Ερχεται πρώτος, μαθαίνει τα λόγια του πρώτος, έτσι πετυχαίνει κανείς».

-Νοσταλγείτε τη θέση σας πάνω στη σκηνή ως ηθοποιού ή προτιμάτε την ευθύνη του σκηνοθέτη ή του συγγραφέα;

«Του σκηνοθέτη. Δεν μπορώ το άγχος του ηθοποιού. Γιατί έχω παίξει και μεγάλους ρόλους και σπουδαίους. Αλλά κάποια στιγμή, όταν ανέλαβα και διευθύνσεις θεάτρων δεν μπορούσα να τα κάνω όλα. Νομίζω ότι το να παίζεις σημαντικούς ρόλους σημαίνει ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο. Κι εγώ, όταν έπαιζα, από το πρωί μέχρι το βράδυ και το άλλο πρωί σκεφτόμουν το ρόλο μου. Οπως ο δάσκαλός μου ο Χορν, πολλές φορές έλεγε “δεν μπορώ να κοροϊδεύω το κοινό”, και όταν ένιωθε ότι δεν έχει πια ενθουσιασμό ή ότι το μυαλό του ήταν αλλού ή δεν έδινε το 100%, σταματούσε τις παραστάσεις. Σταμάτησε παράσταση, που δεν είχε δίκιο ήταν πολύ καλός, στον “Ριχάρδο τον Γ”, σταμάτησε την παράσταση, αφού πλήρωσε όλους τους ηθοποιούς. Εγώ έφτασα σε τέτοιο σημείο, και σκεφτόμουν ότι πρέπει να τα δίνεις όλα. Λένε, και το ξέρω, ότι είμαι καλός ηθοποιός. Οταν είμαι σκηνοθέτης παίζω όλους τους ρόλους κι ευχαριστιέμαι. Δεν μπορώ το καμαρίνι, δεν μπορώ όλη αυτή την αγωνία, δεν μπορώ. Βρήκα αλλιώς τον τρόπο. Τελευταία φορά που έπαιξα ήταν ο ρόλος του Ιορδάνη στην “Αυλή των θαυμάτων”, στο Βεάκη. Και με ζητάνε ακόμα».

-Πολλοί ηθοποιοί σκηνοθετούν και παίζουν ταυτοχρόνως, πλέον. Πώς το βλέπετε;

«Δεν είναι σωστό. Θα μπορούσαν να είναι καλύτεροι στο ρόλο τους αν δεν σκηνοθετούσαν, ή καλύτεροι σκηνοθέτες αν δεν παίζανε. Το έκανε και ο Μινωτής αυτό, πολλές φορές, αλλά ο Μινωτής είχε φάει τη ζωή του στο θέατρο, εντάξει, ήταν ο Μινωτής. Δεν μπορούν όλοι να το κάνουν. Ακόμα και ο Κουν, που άλλο τι λένε, ήταν πολύ καλός ηθοποιός, κατάλαβε στην πορεία ότι δεν γίνονται και τα δύο».

-Εχετε υπηρετήσει το θέατρο με διάφορους τρόπους και από διάφορες θέσεις. Πότε ξεκινήσατε; Και ποια θεωρείτε ότι ήταν η πιο γόνιμη και ποια η πιο δύσκολη περίοδος όλα αυτά τα χρόνια;

«Το 1962. Από μαθητής. Ημουνα μαθητής του Ροντήρη και έπαιξα με το Θέατρο Τέχνης του Κουν. Δεν είχε γίνει ποτέ, ήμουν η μοναδική περίπτωση. Πρωτοεμφανίστηκα στο θέατρο και -τι τύχη ήταν αυτή;- έπαιξα στους “Ορνιθες”. Ημουν κορυφαίος στο χορό. Με είχε πάει εκεί η Δώρα Στράτου, γιατί εγώ έκανα χορό εκεί και δίδασκα. Η γόνιμη περίοδος; Δεν ξέρω, δεν το έχω ξεδιαλύνει. Ισως κάποιες παραστάσεις που έχω κάνει και ακόμα μιλάνε γι’ αυτές, όπως την “Ηλέκτρα” του Ευριπίδη που είχα κάνει με την Κονιόρδου. Εκείνη ήταν μια γόνιμη περίοδος του Θεσσαλικού Θεάτρου και είχαμε κάνει παραστάσεις επιπέδου Εθνικού. Ο Μηνάς ο Χρηστίδης, μάλιστα, είχε γράψει: “Το Εθνικό Θέατρο δεν βρίσκεται στην Αγίου Κωνσταντίνου, βρίσκεται στη Λάρισα”. Αυτό είναι το μεγάλο γεγονός της ζωής μου, τα 30 τόσα χρόνια που έμεινα εκεί, με τεράστιες δυσκολίες, αλλά με ενθουσιασμό και πάθος. Και νομίζω και η περίοδος που ήμουν στο Εθνικό Θέατρο, ως αναπληρωτής, με τον Νίκο τον Κούρκουλο. Σκηνοθετούσα πολύ τότε. Είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες τότε και εμπορικές. Χωρίς να είναι εμπορική επιτυχία, δεν γίνεται, κάτι φταίει. Ε, τι; “Εκανα μια σπουδαία παράσταση και δεν ήρθε κανείς να τη δει;” Κάτι συμβαίνει και δεν αγγίζει τον κόσμο…

Τώρα που τα συζητάω, στη δύση της πορείας της θεατρικής μου δεν μπορώ να σκεφτώ άσχημη περίοδο. Ηταν όλες οι περίοδοι με πολύ άγχος, πολλή αγωνία, και τρομακτική προσπάθεια και αυτό ήταν χαρά, ήταν ευτυχία. Και να ζεις απ’ τη δουλειά αυτή. Οταν πήρα τη σύνταξη, ήμουν πανευτυχής. Μου λέγανε “μην το λέτε”! Εγώ το πανηγύριζα. “Πήρα σύνταξη από το θέατρο!”.

Μεγάλο κομμάτι της ζωής του Κώστα Τσιάνου ήταν η Δώρα Στράτου, και μαζί της έζησε πολλά. «Είχα αποκούμπι τη Δώρα Στράτου. Ηθελα να μπω στον λαϊκό πολιτισμό. Μπήκα γερά εκεί μέσα, χόρευα, ήμουν δάσκαλος και πρωτοχορευτής. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι την συνόδευα στις λαογραφικές έρευνες που έκανε σ’ όλη την Ελλάδα. Κάποια στιγμή ήθελα να μείνω εκεί, στον λαϊκό πολιτισμό».

-Και πώς σας κέρδισε το θέατρο;

«Με έδιωξε η Στράτου. Επίτηδες. Με έδιωξε κακήν κακώς μετά από δέκα χρόνια. Το είπε μετά από χρόνια στον Σπύρο Ευαγγελάτο. Του είχε πει: “Επίτηδες του το έκανα. Γιατί κατάλαβα ότι αυτός έχει ταλέντο και τον χρειάζεται το θέατρο. Δεν μπορώ εγώ να χρεωθώ άλλη γραμμή της ζωής του”! Εφυγα από τη Στράτου, αλλά με ζητάγανε από το θέατρο. Είχα κάνει κάποιες εμφανίσεις και με είχαν ήδη δει. Κι όταν έφυγα από τη Στράτου με πήρε η Ραλλού Μάνου, που έκανε για πρώτη φορά ελληνικό μιούζικαλ. “Η πόλη μας” σε κείμενο της Κωστούλας Μητροπούλου, και πρώτη φορά έκανε μουσική για θέατρο ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Και ήμουν πρωταγωνιστής, αλλά χόρευα κι όλας. Τώρα που τα αναλογίζομαι, λέω “τα έζησα εγώ αυτά;”. Ενα βλαχάκι, ένα χωριατάκι… Ο πατέρας μου έλεγε “να πάει, να σπάσει τα μούτρα του”. Δεν είχα καθόλου αντίδραση από την οικογένεια. Δούλευα από μαθητής. Ο πατέρας μου ήταν περήφανος. Ηταν άνθρωποι απλοί. Ο πατέρας μου ήταν μάγειρας, πολύ καλός μάγειρας, αλλά όχι σεφ. Στο τέλος της καριέρας του, δούλεψε στην Πάρνηθα. Και ως μάγειρας τάιζε τους ηθοποιούς, τα μπουλούκια που πήγαιναν στη Λάρισα. Ηξερε την Κοτοπούλη ο πατέρας μου. Κι έλεγε η Κοτοπούλη “θέλω να δω τον Μαστρο-γιάννη” -τον έλεγαν Γιάννη τον πατέρα μου. Ξέρεις τι μου έλεγε ο πατέρας μου; “Μη δώσεις ποτέ πρόσκληση να σε δούνε. Μην τους υποχρεώσεις να σε δούνε. Είναι δουλειά αυτή. Δεν έχω δώσει ποτέ πρόσκληση σε φίλους και γνωστούς. Το θεωρώ ντροπή. Ο πατέρας μου το “Παραμύθι χωρίς όνομα” το είχε δει δώδεκα (!) φορές. Δώδεκα φορές πλήρωνε εισιτήριο, αγόραζε πρόγραμμα, και έδινε πουρμπουάρ στις ταξιθέτριες. “Είναι ακριβή δουλειά αυτή. Πρέπει να πληρώνεται”, έλεγε».

Δημήτρης Ροντήρης, Δημήτρης Χορν, Ασπασία Παπαθανασίου, Στέλιος Βόκοβιτς, Κάρολος Κουν, Ζουζού Νικολούδη, Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Δώρα Στράτου, Σπύρος Ευαγγελάτος, Αγγελική Χατζημιχάλη, Σίμων Καρράς, είναι μερικοί από τους ανθρώπους που γνώρισε και συνεργάστηκε. Θέατρο Νέας Ιωνίας, Πειραματικό της Μαριέττας Ριάλδη, Νέα Πορεία (μέσα στη χούντα). «Και τότε μας βούτηξε η Καρέζη στο “Αθήναιον”. Κι έμεινα μαζί τους, με την Τζένη και τον Κώστα, κι έμαθα πάρα πολλά από αυτή τη σπουδαία θεατρίνα. Και έγινε η μεταπολίτευση, μίλαγαν όλοι για αποκέντρωση, και στρίβει το μυαλό μου. Με την Αννα Βαγενά και τον Γιώργο τον Ζιάκα που είναι Λαρισαίος και βάζουμε μπροστά το 1975 το πρώτο περιφερειακό επαγγελματικό θέατρο στη Λάρισα, το Θεσσαλικό Θέατρο. Και ήμασταν και το πρώτο θέατρο που πληρώσαμε πρόβες. “Μόνο επαγγελματικά αν είμαστε εντάξει, θα πετύχουμε”. Αυτό λέγαμε. Κι όταν σταμάτησα το Θεσσαλικό, πήγα στον Ευαγγελάτο. Τεράστια εμπειρία, έμεινα τρία-τέσσερα χρόνια. Μετά γνώρισα τη Βουγιουκλάκη, τεράστιο κεφάλαιο. Κι εκεί σκηνοθέτησα, και γίναμε πολύ φίλοι. Αυτή είναι ένα ανεξιχνίαστο πλάσμα, όσοι ήμασταν αρκετά κοντά της μπορούμε να μιλήσουμε για το πόσο σημαντικό πρόσωπο ήταν»

-Πώς θα την περιγράφατε;

«Δεν περιγράφεται. Πανέξυπνη, δραστήρια, επαγγελματίας, γενναιόδωρη, γενναιόψυχη, και πολύ ταλέντο, το οποίο δεν έδειξε. Σπουδαίο πρόσωπο. Κοίταξε ήταν πολύ ωραίο να γνωρίζεις αυτά τα σημαντικά πρόσωπα, την Καρέζη, την Αλίκη, τον Κούρκουλο, τέτοιο παλικάρι! Εγώ αισθάνομαι ορφανεμένος πια…».

Τώρα ο Κώστας Τσιάνος είναι ξανά στο νέο Δ.Σ. του Εθνικού. Πώς βλέπει τον ρόλο του; «Το Δ.Σ. δεν έχει καμιά δουλειά με το καλλιτεχνικό μέρος του Εθνικού. Πρέπει να βοηθάμε τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Η δουλειά μας δεν είναι καλλιτεχνική. Εγώ θέλω να βοηθήσω, πέραν του ότι θέλω να βρεθώ στο χώρο αυτό που πραγματικά αγάπησα μετά το Θεσσαλικό Θέατρο. Παρ’ ότι δεν θα μπορώ να σκηνοθετήσω στο Εθνικό, γιατί έτσι είναι ο κανονισμός».

-Προτιμάτε αρχαία τραγωδία ή κωμωδία;

«Ανάλογα. Αρκεί να μου αρέσει το έργο. Εμένα μου αρέσει το θέατρο».

-Ποιον συγγραφέα δεν έχετε σκηνοθετήσει  ποτέ και θα θέλατε;

«Δεν θέλω πια. Οπως όλοι, ήθελα να κάνω έναν Τσέχωφ. Αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια καταλάβαινα πόσο δύσκολος συγγραφέας ήταν. Δεν έχω δει καμία καλή παράσταση του Τσέχωφ στην Ελλάδα. Βαριέμαι».

  • Στους «Αχαρνής» παίζουν: Πέτρος Φιλιππίδης (Δικαιόπολις), Παύλος Χαϊκάλης (Λάμαχος), Κώστας Κόκλας (Μεγαρίτης), Τάκης Παπαματθαίου (Θηβαίος), Ιωάννης Παπαζήσης (Ευριπίδης). Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ, μουσική: Γιώργος Ανδρέου, χορογραφίες: Ελενα Γεροδήμου, Κώστας Τσιάνος, μουσική διδασκαλία: Παναγιώτης Τσεβάς.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ