Metamanias Θέατρο

Η ρηξικέλευθη “Αριάγνη” υποκλίνεται στους νεκρούς της ιστορίας

Η σκηνή του Θεάτρου Τέχνης της οδού Φρυνίχου είχε ανοίξει τη συρόμενη πόρτα στο πίσω μέρος της. Τα φώτα είχαν χαμηλώσει, και στο βάθος, στους πάγκους του φουαγιέ καθόταν όλος ο θίασος. Οι ίδιοι ηθοποιοί που θα ερμηνεύσουν όλους τους χαρακτήρες της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες Πολιτείες», που από πέρυσι αρχίσαμε να βλέπουμε σε μια συμπαραγωγή του Θεάτρου Τέχνης με το Εθνικό Θέατρο. Την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου έκανε πρεμιέρα η δεύτερη παράσταση, που αφορούσε τον δεύτερο τόμο της τριλογίας, την «Αριάγνη», σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη (τη «Λέσχη» σκηνοθέτησε η Εφη Θεοδώρου και τη «Νυχτερίδα» θα σκηνοθετήσει ο Αρης Τρουπάκης). Ο σκηνοθέτης, λίγο πριν από την έναρξη, ανέβηκε στη σκηνή και αφιέρωσε την παράσταση στη μνήμη του Θόδωρου Αγγελόπουλου «και θα καταλάβετε στην πορεία γιατί», είπε. Και καταλάβαμε, πράγματι.

Η σκηνή σχεδόν άδεια. Μόνο δύο μεγάλοι ανεμιστήρες, μια σιδερένια καρέκλα, μια γούρνα με νερό και δυο ομοιώματα κάβων, με δεμένα τα χοντρά σχοινιά κάποιων καραβιών. Ποιων; Κάποιας φυγής, κάποιων ταξιδιών…

Και αρχίζουμε να ταξιδεύουμε στο Κάιρο του 1943. Σε μέλη και στελέχη της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, σε μέλη της κομμουνιστικής οργάνωσης του Καΐρου, σε απλούς ανθρώπους των συνοικιών του, σε διάφορους Ευρωπαίους που έχουν φτάσει εκεί για διάφορους λόγους, είτε υπηρετώντας τον πόλεμο, είτε επιδιώκοντας τη λήξη του. Παρών ο Μάνος Συμωνίδης (πολύ καλός Μάνος, ο Γιώργος Κριθάρας), η περσόνα του Τσίρκα, που αρχίζει να μοιράζεται με τους θεατές τα διλήμματά του: τα πολιτικά, τα κομματικά, τα αισθητικά, τα καλλιτεχνικά. Ο λαβύρινθός του… Ο οποίος εκφράζεται πάλι μέσω της τέχνης και της διαφορετικής φόρμας της: μέσω της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη («Πώς πεθαίνει ένας άντρας…»).

Ο Γιάννης Λεοντάρης από την αρχή μας χαρίζει απλόχερα το κείμενο του Τσίρκα, δημιουργικά δεμένο με τη θεατρική έκφραση, αλλά και με άλλες στιγμές της τέχνης, μεταγενέστερες, που πάλι τις στιγμές της ελληνικής ιστορίας άγγιζαν. Και τότε ήταν που τραβήχτηκε μια κουρτίνα και είδαμε σκηνές από τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου (συγκεκριμένα εκείνη τη μοναδική στιγμή που τα μέλη του μπουλουκιού περπατούν στο χιόνι και τραγουδούν το “Γιάξε Μπόρε”, μέχρι που το τραγούδι κόβεται καθώς βλέπουν τα άψυχα κρεμασμένα σώματα των ανταρτών στην πλατεία ενός χωριού). Και ήταν η πρώτη στιγμή συνομιλίας της «Αριάγνης» και του  Στρατή Τσίρκα με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Αλλά ο Γιάννης Λεοντάρης έκανε και κάτι ακόμα, ρηξικέλευθο αλλά ακραία θεατρικό και εντέλει ουσιαστικό: δημιούργησε ένα νέο πρόσωπο, δίνοντας υπόσταση και λόγια στον αστό Μερτάκη (που στο κείμενο του Τσίρκα μόνο αναφέρεται, αλλά μόνο η γυναίκα του είναι πρόσωπο του μυθιστορήματος κι εκείνη που κινεί τα νήματα). Και μέσω του Μερτάκη (ο Παντελής Δεντάκης έπλασε ίσως τον καλύτερό του ρόλο μέχρι στιγμής) και της όψης του κομφερασιέ (του ανθρώπου που συνομιλούσε με το κοινό και μ’ έναν τρόπο επιχειρούσε να καθοδηγήσει την οπτική του), σχολίαζε τον Συμωνίδη, το Ανθρωπάκι, τον Ρίτσαρντς, τις μηχανορραφίες των αστών, τις εμμονές των αριστερών, όλα. Με καυστικότητα, με κυνισμό, αλλά και με αλήθειες, που πατούσαν στα διλήμματα του σήμερα.

Και μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει, λαμπερή μέσα στις φτωχογειτονιές του Καΐρου, η μορφή της Αριάγνης (αισθαντική, προστατευτική, δοτική, συγκινητική η Ηλέκτρα Νικολούζου) που δίνει τον μίτο, τη λύση, τη βοήθεια, τη στήριξη, τη διέξοδο. Μέσω της γλώσσας της καρδιάς της, μέσω όσων νιώθει, αισθάνεται, ελπίζει, κουβαλάει και κρύβει. Και όταν δεν μπορεί να εκφράσει με λόγια όσα θέλει να πει, μιλάει με τα χέρια της και το σώμα της. Μ’ έναν τρόπο θεατρικά αγγελοπουλικό, όπως ήταν πολλές στιγμές της παράστασης. Για παράδειγμα η ταυτόχρονη ερωτική σκηνή του Μάνου  με την Εβραία Αλέγκρα και την ίδια στιγμή η άλλη μορφή συνεύρευσης, η καταναγκαστική, η υποχρεωτική, η χωρίς τρυφερότητα και πάθος της Αριάγνης με τον άντρα της, τον Διονύση· ή εκείνη της κομματικής συνεδρίασης (με τις εύστοχα διαφορετικές και φθαρμένες καρέκλες)· ή η «κρυφή» συνεύρεση της αστής Μερτάκη (Κατερίνα Λυπηρίδου) με το Ανθρωπάκι…

Η μουσική επιμέλεια της παράστασης (επιλογή του Γιάννη Λεοντάρη επίσης) είχε τραγούδια όπως «Και η βάρκα γύρισε μόνη», «Βίρα τις άγκυρες», «Για σένα μονάχα για σένα», αλλά και το αντάρτικο «Είμαστε εμείς, Ελλάδα, τα παιδιά σου» και το «Γιάξε Μπόρε» βεβαίως, του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Μουσικές και τραγούδια δύο κόσμων, δύο αισθητικών, δύο αντιλήψεων.

Για τρεις περίπου ώρες, που καθόλου δεν καταλάβαμε πώς πέρασαν, ο Γιάννης Λεοντάρης μας κάλεσε να περπατήσουμε στα σοκάκια του Καΐρου, να βρεθούμε στα σαλόνια των αστών που είχαν εκεί καταλύσει, να παρακολουθήσουμε μιαν ακατανόητα ηρωική διαδρομή στην έρημο της Μεσοποταμίας μέχρι των Ευφράτη και ταυτόχρονα να προσεγγίσουμε «την έρημο των ιδεών ενάντια στην ανθρώπινη φύση», να δούμε πώς σκέφτονταν και πώς δρούσαν όσοι υπόσχονταν ότι θ’ αλλάξουν τον κόσμο, να νιώσουμε τις αναζητήσεις και τα διλήμματα όσων άρχιζαν δειλά να αναζητούν και να αμφισβητούν τη μία και μοναδική «γραμμή», να νιώσουμε τις διαδρομές της ερωτικής απελευθέρωσης και το κόστος όσων τις βάδισαν, να ονειρευτούμε μια φυγή, μια απελευθέρωση. Οπως τα σχοινιά που λύνουν από τους κάβους στο τέλος της παράστασης. Για όπου, για ό,τι.

Ναι, ο Γιάννης Λεοντάρης μας χάρισε το σύμπαν του Τσίρκα, το ιδεολογικό αλλά και το λογοτεχνικό, με τρόπο που δεν αφορά μόνο όσους γνωρίζουν το κείμενο ή έχουν εντρυφήσει στην τριλογία. Ηταν το αποτέλεσμα της δουλειάς ενός διανοητή ασφαλώς, που δεν απευθύνεται μόνο στους γνώστες και στους ειδικούς, αλλά είναι εύληπτο για όσους αγαπούν την τέχνη του θεάτρου αλλά και για όσους θέλουν να γνωρίσουν τη σύγχρονη ιστορία με άλλον τρόπο.

Ηταν μια καλοσχεδιασμένη παράσταση σε όλα τα επίπεδα: και σε ό,τι αφορά τα κείμενα και τις ιδέες (πώς αλλιώς  μπορείς να κάνεις θέατρο τον Τσίρκα;) και σε ό,τι αφορά το θέατρο και τη γλώσσα του. Και ήταν μια παράσταση που μπορούν να δουν, αναμφίβολα, και όσοι δεν είδαν το πρώτο μέρος της Τριλογίας, αφού στέκεται αυτοτελώς ως θεατρική στιγμή, παρότι μέρος μιας Τριλογίας. Ηταν μια βραδιά συγκινητική, απολαυστική, γεμάτη.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ