Θέατρο

“Η Λυσιστράτη είναι σαν ρεμπέτικο. Ένας καημός”

Με πυρετώδη λόγο μέσα από τον οποίο διαφαίνεται η βαθιά πίστη σε ανθρώπους και έργα, ο σκηνοθέτης Μιχαήλ Μαρμαρινός μας ξεναγεί στο προσωπικό του σύμπαν, αφηγούμενος την ιστορία κυοφορίας μιας παράστασης που είναι πια “στις μέρες της”. Η Λυσιστράτη παρουσιάζεται την Παρασκευή 6 και το Σάββατο 7 Αυγούστου στο Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου με έναν εκλεκτό θίασο και νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη.
Ο ίδιος όπως λέει εμπνέεται με τα δύσκολα. «Όταν κάνεις κάτι στην τέχνη πρέπει να είναι κρίσιμο, που σημαίνει ότι περνάς κρίσεις μέσα σε αυτό. Αυτό είναι η τέχνη, ένας τρόπος για να αντιλαμβάνεσαι τη ζωή σε μεγαλύτερο βάθος, με έναν τρόπο που να σε συγκινεί η ζωή, όχι η τέχνη. Η τέχνη είναι η γλώσσα της ζωής, όπως και το θέατρο είναι μια γλώσσα για να πω κάτι για μας ή για αυτόν τον ποιητή που τον έχουμε πετάξει στη γωνία καθώς μπλέξαμε ότι είναι κωμωδία ή επιθεώρηση», λέει μπαίνοντας αμέσως στο θέμα.
-Πώς ήταν η πρώτη σας συνάντηση με τον Αριστοφάνη;
«Ήταν σαν μια κατά λάθος σύγκρουση όπως συμβαίνει με όλα τα μεγάλα πράγματα για τον καθένα μας. Είχα κάποτε μια αγαπημένη φοιτήτρια που σε κάποιο μάθημα δούλευε την Λυσιστράτη και πάνω στην κουβέντα μου φέρνει να δω κάποια ρούχα που είναι όλο το δραματουργικό επιχείρημα του έργου. Αυτό το κουστούμι που δεν είναι ένα αλλά πολλά, είναι το πνεύμα της Λυσιστράτης που ο Αριστοφάνης το παρουσιάζει από την πρώτη στιγμή”.
-Οι φωτογραφίες των προβών που μόλις κυκλοφόρησαν δείχνουν μια Λυσιστράτη ντυμένη στα μεταξωτά, διάφανη και ημίγυμνη. Πώς την φανταστήκατε;
«Εξ αφορμής της κωμωδίας μπαίνει μια κουρτίνα ανάμεσα σε εμάς και τον ποιητή και νομίζουμε ότι η κουρτίνα είναι ο ποιητής. Δεν είναι όμως. Έχει άλλα πράγματα να μας πει, έχει άλλο λόγο και άλλες αιτίες. Λέει κάποια στιγμή η Κλεονίκη: «από εμάς κρίνεται η τύχη της Ελλάδας; Και τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Εμείς ντυνόμαστε και στολιζόμαστε, εμείς θα σώσουμε την Ελλάδα;» Ακριβώς αυτά περιμένουμε να μας σώσουν: οι κρόκοι και τα μύρα, οι άζωστοι χιτώνες, τα πέπλα τα διάφανα και τα κοκκινάδια … Το έργο δεν είναι γενικά αντιπολεμικό, είναι εναντίον του εσωτερικού διχασμού, λέει πως Έλληνες αφανίζετε Ελλήνων πόλεις. Ούτε φεμινιστικό είναι με την έννοια ότι σηκώνουμε παντιέρα εναντίον των ανδρών. Η σκέψη του Αριστοφάνη είναι πολύ συγκροτημένη και με πολιτική διάσταση. Το ερώτημα που περιλαμβάνει όλο το κείμενο είναι όμοιο απέναντι στους Λάκωνες και τους Αθηναίους: γιατί δεν μπορείτε να συνεννοηθείτε; Τι σας εμποδίζει; Από τότε αυτό το ερώτημα παραμένει αναπάντητο και αυτή είναι και η πολιτική ουσία του κειμένου. Με φόντο τους κρόκους και τα μύρα ..»
-Η νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη ποια διάσταση δίνει στο έργο;
«Το διακύβευμα του έργου το έχουμε χάσει από το γκροτέσκο των παραστάσεων και την προσπάθεια να είναι κωμικό. Έχει πάρα πολύ χιούμορ αλλά πολλές φορές ένα χιούμορ αποτρόπαιο, σε βαράει στο κεφάλι. Μέσα στο αρχαίο κείμενο συναντάς και βλέπεις την ωμότητα και την ακρίβεια της γλώσσας. Και ο Αριστοφάνης βασίζεται σε μια αιχμηρή ακρίβεια. Η Λυσιστράτη έχει καλέσει στην Αθήνα τις αντιπάλους της, Βοιωτές, Κορίνθιες κ.α και έρχεται και η Λαμπιτώ και η πρώτη κουβέντα που έχει να της πει η Λυσιστράτη είναι «πώς λάμπει το πρόσωπό σου και το κάλλος σου γλυκιά μου ..» Αυτό δεν το έχουμε ποτέ καταλάβει σε παράσταση. Ο Δημητριάδης είναι ένας απέραντος ποιητής, με αυθεντικότητα σκέψης, γνώστης της ελληνικής γλώσσας και δεν ντρέπεται για την ωμότητα της αλήθειας. Θα το πει όπως το λέει ο Αριστοφάνης, δεν θα το κρύψει. Δεν θα κάνει κωμική πιρουέτα. Μετά την μετάφραση δουλέψαμε τρεις μήνες μαζί πάνω στο κείμενο όπου προστέθηκε επιπλέον η εμπειρία της πρόβας που έκανε μια άλλου τύπου ανασκαφή στο μεταφρασμένο κείμενο αλλά και στο πρωτότυπο. Η πρόβα είναι ένα βαθυσκάφος που μπορεί να κοιτάει τους βυθούς της γλώσσας και της πρωτότυπης και της μεταφρασμένης και να μας δείχνει τους υφάλους. Υπάρχει και ένα τρίτο κείμενο με βάση την οριστική εμπειρία της πρόβας”.
-Τι κρατάτε στην μνήμη σας από παραστάσεις του Αριστοφάνη;
«Τίποτα, έναν θόρυβο, μπορεί να έχω γελάσει, μπορεί και όχι, δεν έχω κάποια μνήμη, άλλωστε η μνήμη λειτουργεί χωρίς να την ελέγξεις, έχει έναν τρόπο που παρεμβαίνει, που μπορεί να μην την αντιληφθείς και ποτέ. Έτσι οι άνθρωποι προχωράμε σαν ένα ασυνείδητο αρχείο βιωμάτων ή στιγμών. Η δραματουργία είναι ένα ανασκαφικό μηχάνημα αυτών των βιωμάτων και έτσι μου αρέσει να δουλεύω και στις πρόβες όπου ο καθένας φέρει το προσωπικό του αρχείο ακόμα και αν δεν το ξέρει».
-Όταν η ζωή προσπερνά την τέχνη σε ταχύτητα και δυστυχία, πώς απαντά η τέχνη σε καιρούς ζοφερούς; Η θέαση της Λυσιστράτης προσφέρει χαρά, παρηγοριά;
«Τα μεγάλα κλασσικά έργα και ποιήματα ακουμπάνε πάντα στο σήμερα και το τώρα. Ο άνθρωπος δεν αλλάζει επί της ουσίας, δεν αλλάζουν οι πόθοι του, οι ανάγκες του, οι καημοί του, οι δυσκολίες του, για αυτό αυτά τα έργα συνεχίζουν να είναι ζωντανά. Και σήμερα όπως και τότε ζούμε μια βλακώδη εμπόλεμη κατάσταση. Είναι σαν να είμαστε μετά την Σικελική εκστρατεία που ο Αριστοφάνης γράφει τη Λυσιστράτη, εν μέσω είκοσι ετών πολέμου εσωτερικής διχόνοιας. Και εκεί βάζει τις φωνές, τρελαίνεται, τον πιάνει η μανία και γράφει και είναι τόσο φορτωμένος που φτάνει στα άκρα. Αναρωτιέμαι αν σήμερα αντέχουμε τον Αριστοφάνη ή την Λυσιστράτη. Ωστόσο πίσω από αυτό το πρόσχημα για κωμωδία ή επιθεώρηση υπάρχει ένας ποιητής που πρέπει να διαβαστεί. Ένας ποιητής που θέλει να πει τι είναι αυτό που τον καίει. Η πρώτη κουβέντα της Λυσιστράτης είναι «Καίγεται η καρδιά μου Κλεονίκη». Είναι σαν ρεμπέτικο. Ένας καημός”.
-Πώς θα διαχειριστείτε τον χορό, καθώς έχετε μια εμμονή και επιμονή να τον αναδημιουργείτε;
«Χαίρομαι που μου το λες αυτό. Η Λυσιστράτη είναι ένα εξαιρετικά χορικό έργο, έχει τέσσερις χορούς. Θεωρώ τον χορό συναρπαστική δομή, απόλυτα μοντέρνα αν και είναι αρχαία και μυθική. Δομή που παράγει μορφές, φόρμες, λόγο , ποίηση, αντίδραση στα πράγματα , μια δυνατότητα. Η Λυσιστράτη είναι συγκρούσεις μεταξύ χορών».
-Με ποια αγωνία και βάσανο προσέρχεσθε στις συναντήσεις με τα έργα των ανθρώπων;
«Θέατρο είναι η τέχνη πάνω στην ιστορία του ανθρώπου. Αυτός είναι ο κωδικός για μένα. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Αυτό διαχειριζόμαστε, με αυτό δουλεύουμε. Με αυτήν την έννοια ο όρος ιστορία των ανθρώπων έχει μεγάλη σημασία. Δεν υπάρχει τίποτα έξω από την ιστορία, είτε την μικρή είτε την μεγάλη. Μέσα σε εκείνη την ιστορία των Αθηνών αντιλαμβανόμαστε την δική μας ιστορία σήμερα , άλλωστε είμαστε στην ίδια πόλη, Αθήνα λεγόταν τότε και τώρα, αυτό είναι συνταρακτικό να το σκεφθείς, δεν το συνειδητοποιούμε ότι οι γυναίκες της Αθήνας του Αριστοφάνη 2.500 χρόνια πριν άρθρωναν αυτόν τον λόγο που θα ακούσουμε. Η τέχνη έρχεται να κάνει αυτό που θεωρείται δεδομένο, συγκινησιακά συνειδητό. Είναι τότε που η προσωπική συναντιέται με την συλλογική ιστορία. Για αυτό μιλάμε. Αυτά τα έργα μας περιλαμβάνουν, δεν τα κοιτάμε. Μας περιέχουν και όταν αυτό το αντιλαμβανόμαστε, καταλαβαίνουμε λίγο τον εαυτό μας. Κυρίως μέσα από την ποίηση και όχι τόσο μέσα από την πολιτική τους. Οι πολιτικοί ονομάζουν, καταγγέλλουν και ξεπερνούν την ιστορία, γιατί όπως λέει και ο Δημητριάδης αυτό που θεσμοθετεί η Λυσιστράτη είναι η ποίηση πάνω από την πολιτική. Την παράσταση την αφιερώνω στον Γιώργο Λούκο γιατί χωρίς ευγνωμοσύνη και χωρίς μνήμη δεν προχωρούν τα πράγματα. Την αφιερώνω επίσης και στον Μηνά Χατζησάββα που επρόκειτο να ήταν σε αυτήν την παράσταση».
Μάνια Ζούση
Πηγή: Αυγή