Metamanias Θέατρο

Η ιστορία της μετανάστευσης δεν σταμάτησε ποτέ

Είναι από τα πιο στιβαρά και διαχρονικά κείμενα του  Άρθουρ Μίλλερ το «Ψηλά από τη γέφυρα». Αυτό που σκηνοθετεί, ξανά, έπειτα από χρόνια η Νικαίτη Κοντούρη στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Οι δρόμοι της μετανάστευσης, οι αγωνίες της εγκατάστασης και της ενσωμάτωσης, το άγνωστο και το καινούργιο που βρίσκουν στη νέα πατρίδα τους, ό,τι κουβαλούν από εκείνην που άφησαν πίσω…

Κάτι τεράστιοι γάντζοι κρέμονται από την Κεντρική Σκηνή στο Εθνικό (σκηνικά Γιώργος Πάτσας). Εργατική γειτονιά της Νέας Υόρκης. Εκεί φτάνει μια ομάδα μεταναστών, παράνομα. Φορούν τα γνωστά σωσίβια, αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε συχνά τα τελευταία χρόνια. Η σύνδεση με τις βάρκες που διαρκώς διασχίζουν το Αιγαίο, είναι πρόδηλη. Όπως και οι διακινητές, όπως και τα χρήματα που μετρούν αυτοί. Δεν σταμάτησε ποτέ άλλωστε η ιστορία της μετανάστευσης και των μεταναστών. Κάθε φορά για άλλους λόγους, κάθε φορά για άλλους τόπους. Σχεδόν πάντα με τους ίδιους τρόπους και με τις ίδιες δυσκολίες.

Όλοι αυτοί πατούν το πόδι τους στη στεριά και αρχίζουν να βαδίζουν προς τη νέα τους ζωή. Όλοι αυτοί αποτελούν, σε όλη τη διάρκεια του έργου, έναν θολό αλλά παρόντα χορό (πολύ ωραίο το εύρημα της Νικαίτης Κοντούρη), που κινείται διαρκώς πίσω από το σημείο -ένα υπερυψωμένο πατάρι- όπου εκτυλίσσεται η κεντρική ιστορία του έργου.

Ο Έντι Καρμπόνε (Γιώργος Κιμούλης) είναι κι αυτός μετανάστης, ριζωμένος πια στην Αμερική. Όπως και η γυναίκα του η Μπεατρίς (Μαρία Κεχαγιόγλου). Μεγαλώνουν την ανιψιά της Μπεατρίς, την Κάθριν (Ηλιάνα Μαυρομάτη), στην οποία φέρεται υπερπροστατευτικά και κτητικά ο Έντι. Περιμένουν με την τελευταία καραβιά παράνομων δύο ξαδέρφια της Μπεατρίς από την Ιταλία, τον Μάρκο (Στάθης Παναγιωτίδης) και τον Ροντόλφο (Αλέξανδρος Μαυρόπουλος). Ο Έντι συστήνεται εξ αρχής ως ο λαϊκός, ακατέργαστος, καχύποπτος οπωσδήποτε -«μην εμπιστεύεσαι κανέναν», λέει στις κλισέ και αβασάνιστες νουθεσίες προς την ανιψιά του, εξουσιαστικός άνθρωπος, που κρύβει (επειδή δεν τολμά να τα αναγνωρίσει) διάφορα περίπλοκα συναισθήματα. Αισθάνεται ανώτερος από τους νέους μετανάστες που φτάνουν σπίτι του, ξεχνά ότι κι εκείνος έκανε την ίδια διαδρομή και συμπεριφέρεται με την αλαζονεία και την υπεροψία των στενόμυαλων και ανεπεξέργαστων ανθρώπων. Οι δύο νεοφερμένοι μετανάστες έχουν τα απλά όνειρα των ανθρώπων που αναζητούν ό,τι στερήθηκαν: ο ένας να στείλει χρήματα στην οικογένειά του, ο άλλος να απολαύσει τα υλικά αγαθά που ονειρεύεται και έχει στερηθεί και να γίνει αμερικανός πολίτης. Όλοι αυτοί αποτυπώνουν έξοχα, μέσω της γραφής του Άρθουρ Μίλερ, την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Μεσογείου της δεκαετίας του ’50, και κουβάλησαν ατόφιες τις αντιλήψεις τους (τις θετικές και τις αρνητικές) στη νέα τους πατρίδα.

Την ιστορία αφηγείται ο δικηγόρος Αλφιέρι (Νίκος Χατζόπουλος), που εξαρχής υπαινίσσεται την τραγική της κατάληξη. Διότι ο Έντι είναι ερωτευμένος με την ανιψιά του και φθονεί την επικοινωνία, την επαφή, τη σχέση που εκείνη φτιάχνει με τον Ροντόλφο. Υπονομεύει διαρκώς τα πάντα: την προσωπικότητά του, τον ανδρισμό του, την αισθητική του, τις επιλογές. Είναι το σημείο που καταγράφει ο Άρθουρ Μίλερ πώς ο στενόμυαλος άνθρωπος, και ο παθιασμένος επίσης, προσεγγίζει το διαφορετικό, το καινούργιο, αυτό που φοβάται, αυτό που δεν κατανοεί.

Η Νικαίτη Κοντούρη αγαπά πολύ αυτό το έργο και δικαίως. Έκανε κατ’ αρχάς ένα πολύ ωραίο casting (σημαντικό στοιχείο σε κάθε παράσταση), ενέταξε τις ευαισθησίες της, συνέδεσε διαχρονικά τις στιγμές και τις διαδρομές της μετανάστευσης και μας χάρισε, στο φινάλε, εκείνο το πολύ ωραίο βίντεο της φαντασίωσης του παθιασμένου, φανατισμένου, δυστυχισμένου Έντι. Είχε στη διάθεσή της τα γοητευτικά σκηνικά του Γιώργου Πάτσα, την αισθαντική και εύστοχη μουσική της Σοφίας Καραγιάννη, τους, ακόμα μια φορά, ξεχωριστούς φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου.

Η Μαρία Κεχαγιόγλου έκανε, πάλι, μια θαυμάσια ερμηνεία, της γυναίκας που υπομένει, που γνωρίζει, που προσπαθεί να ισορροπήσει καταστάσεις, της μεσογειακής γυναίκας της δεκαετίας του ’50 που προσπαθεί να κρατήσει το σπίτι της. Ο Νίκος Χατζόπουλος έφερε, με την ευαισθησία του, τη φωνή της ψυχραιμίας και του σκεπτόμενου ανθρώπου, που παρακολουθεί και εμπλέκεται λόγω επαγγέλματος με άλλες νοοτροπίες, που προσπαθεί να κατανοήσει τις ψυχές και τις πράξεις, και προσπαθεί να καταδείξει τον ίλιγγο του πάθους και τα όρια του νόμου. Η Ηλιάνα Μαυρομάτη και ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος υπερασπίστηκαν την ευθραυστότητα, την αθωότητα και το πάθος της νεότητας και του ρόλου τους. Όπως και ο Στάθης Παναγιωτίδης, στο ρόλο του  μετανάστη που κουβαλάει ατόφιο το δικό του δίκαιο, αυτό της παθιασμένης εκδίκησης στην προσβολή.

Ο Γιώργος Κιμούλης, ο κεντρικός ρόλος αυτού του έργου που του ταίριαζε γάντι, είναι αναμφίβολα ηθοποιός με σκηνικό κύρος και τεράστια εμπειρία, που όμως υπερτόνισε συχνότατα τα ερμηνευτικά του ατού, με μια παραπάνω δόση εξωστρέφειας.

Επίσης, ειδικά στα σημεία που ο Έντι (Γιώργος Κιμούλης) προσπαθεί να διαβάλει τον Ροντόλφο ότι «δεν είναι σωστός άντρας» και να απομαγεύσει την Κάθριν από τη γοητεία του και τη μεταξύ τους χημεία, έχω την αίσθηση ότι η παράσταση απομακρύνθηκε αρκετά από το ύφος του Μίλερ και ήρθε σε πιο σημερινό ύφος και ατάκες.

Δύο μικρές σημειώσεις για ένα έργο από τα σημαντικότερα του σύγχρονου  παγκόσμιου ρεπερτορίου, για μια παράσταση τρυφερή και εύστοχη, που αναδεικνύει τους ξεχωριστούς χαρακτήρες τους οποίους έπλασε ο Άρθουρ Μίλερ, το σύμπαν της εποχής και τα πάθη των ανθρώπων που αναζητούν μια νέα μοίρα σε μιαν άλλη πατρίδα.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ