Θέατρο

«Η Χάισμιθ είχε πάντα πρόχειρο λίγο φαρμάκι για τον καθένα»

Πως έφτασε στη συγγραφή του έργου «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο Σασπένς», που παρουσιάζεται στο Θέατρο 104 σε σκηνοθεσία Ιωσήφ Βαρδάκη, με τη Ρούλα Πατεράκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο,

εξηγεί στο σημείωμά του ο συγγραφέας Παναγιώτης Χριστόπουλος.

«Πριν εφτά ή οχτώ χρόνια, κι ενώ δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για τη Χάισμιθ, πέρα από το ότι έγραψε το «Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϋ» και το ότι είχε πεθάνει, αποφάσισα να γράψω ένα σενάριο για θρίλερ. Δεν είχα βρει ακόμα την πλοκή, ήξερα πάντως ότι θα ξεκινά με κάποιον που υποφέρει από έναν φοβερό πονόδοντο. Έψαχνα να διαβάσω κάτι που θα με βοηθούσε να στήσω την υπόλοιπη ιστορία. Σε κάποιο βιβλιοπωλείο, βρήκα το «Plotting and Writing Suspense Fiction». Η Χάισμιθ μού χαμογελούσε τρυφερά στο εξώφυλλο.

Το «Plotting and Writing Suspense Fiction» (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο «Πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα αγωνίας και panayotis-christopoulosδράσης») κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1966 και αποτελεί ένα εγχειρίδιο για επίδοξους συγγραφείς «αστυνομικής» λογοτεχνίας. Τώρα πια, βρίσκω μάλλον ακατανόητο το γιατί η Χάισμιθ αποφάσισε να γράψει ένα τέτοιο πράγμα. Κι αυτό γιατί, τώρα, ξέρω πως δεν έδινε δεκάρα για τους επίδοξους συγγραφείς. Ούτε και για κανέναν άλλον, πιθανότατα. Τότε όμως, όπως ήδη είπα, δεν γνώριζα σχεδόν τίποτα για εκείνη. Την κατασυμπάθησα αμέσως, γιατί ήταν ακριβώς το βιβλίο που χρειαζόμουν.

Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα με το εγχειρίδιο της Χάισμιθ, που ίσως δυσκόλεψε κι άλλους αναγνώστες εκτός από μένα. Παρότι κάθε κεφάλαιο έχει έναν σαφή τίτλο, π.χ. «Η πλοκή» ή «Το δεύτερο draft», στην πραγματικότητα είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς αυτό που θέλει. Η λίστα περιεχομένων δυστυχώς δεν βοηθά καθόλου. Κι αυτό γιατί, το περιεχόμενο του κάθε κεφαλαίου, σπανίως ανταποκρίνεται στον τίτλο του. Τις περισσότερες φορές, η Χάισμιθ παρασύρεται. Ξεκινά να μιλήσει για ένα συγκεκριμένο θέμα, μα κάνει μεγάλες παρενθέσεις που δεν τις κλείνει ποτέ. Τι λέει σ’ αυτές τις παρενθέσεις;

Κατά βάση, μιλά για την καθημερινότητά της. Για την ανάγκη της να κοιμάται το μεσημέρι, σπάζοντας έτσι τη μέρα στα δύο. Η Χάισμιθ ισχυρίζεται πως, αν κοιμηθείς το μεσημέρι, κι έπειτα ξυπνήσεις και αλλάξεις ρούχα, τότε κερδίζεις μια ακόμη μέρα μες στην ίδια μέρα. Επίσης, η Χάισμιθ μας συμβουλεύει να αφιερώνουμε καθημερινά μία ώρα, το πρωί κατά προτίμηση, στο να διεκπεραιώσουμε όλες εκείνες τις πληκτικές υποχρεώσεις μας, όπως το να τακτοποιήσουμε τα λογιστικά μας και να απαντήσουμε στην αλληλογραφία. Γράφεις πιο απερίσπαστος αν φύγουν όλα αυτά από τη μέση, ή έστω αν ξέρεις πως έκανες ό, τι καλύτερο μπορούσες γι’ αυτό. Οι φίλοι χρειάζονται, μα ένας συγγραφέας που παίρνει στα σοβαρά τη δουλειά του πρέπει να λέει πιο συχνά «όχι» απ’ ό, τι «ναι», όταν τον προσκαλούν κάπου. Κι ακόμα, έμαθα πως η Χάισμιθ σπανίως έγραφε στο γραφείο της. Δεν ήθελε τίποτα που να θυμίζει καταναγκασμό. Έγραφε συνήθως στο κρεβάτι. Δεν γράφω ποτέ στο κρεβάτι μα, χάρη στη Χάισμιθ, ξέρω πως είναι εντάξει να γράφεις στο κρεβάτι. Δεν σημαίνει πως δεν είσαι σοβαρός συγγραφέας.

Καθόλου λοιπόν δεν με ενόχλησαν οι μεγάλες παρενθέσεις της Χάισμιθ. Μπορεί να μην βρήκα ακριβώς αυτό που ζητούσα στο Plotting and Writing Suspense Fiction, βρήκα όμως κάτι καλύτερο: μια ματιά στην καθημερινότητα ενός συγγραφέα και, μαζί, διάφορες συμβουλές επιβίωσης για κάθε άνθρωπο που έχει αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στο γράψιμο. Συμπάθησα τη Χάισμιθ ακόμα πιο πολύ. Αυτή τη φορά, όχι επειδή θα με βοηθούσε να γράψω το σενάριο που ήθελα. Μα γιατί το Plotting and Writing Suspense Fiction ήταν η πιο τρυφερή ερωτική επιστολή στο γράψιμο που έχω διαβάσει ποτέ.

Κατόπιν, θέλησα να μάθω κι άλλα για κείνη την τρυφερή γυναίκα. Έμαθα πως ήταν αφόρητα τσιγκούνα. Πως, αν και πλούσια πια, έκλεβε τα φιλοδωρήματα από τα γκαρσόνια. Πως είχε πάντα πρόχειρο λίγο φαρμάκι για τον καθένα. Πως δεν την άντεξε σχεδόν κανείς. Πως πέθανε μόνη, όπως ακριβώς έζησε. Ίσως από επιλογή, ίσως και όχι.

Το σενάριο για τον πονόδοντο δεν γράφτηκε ποτέ. Αντ΄ αυτού, γράφτηκε αυτό το έργο.

Το «Πατρίσια Χάισμιθ: Εισαγωγή στο Σασπένς» γράφτηκε κυρίως για να υπερασπιστώ τη Χάισμιθ, χωρίς η ίδια να το έχει βέβαια καμία ανάγκη. Το είχα όμως ανάγκη, καθώς φαίνεται, εγώ. Γιατί, μέσα μου, ακόμα θεωρώ πως η αληθινή Χάισμιθ ήταν εκείνη η τρυφερή γυναίκα που μου χαμογελούσε στο εξώφυλλο. Η όποια σκληρότητά της, θέλω να πιστεύω, ήταν η αναπηρία που της άφησε το επάγγελμά της. Το επάγγελμα του σασπένς.

«Τι είναι σασπένς; Σασπένς, είναι να σκέφτεσαι το χειρότερο για τους ανθρώπους. Είναι το κουσούρι που σου αφήνει αυτό το επάγγελμα. Ένας ποιητής, δεν ξέρω, ίσως και να βλέπει γύρω του κάτι καλύτερο» λέει η Χάισμιθ κάπου στο έργο».

Παναγιώτης Χριστόπουλος