featured Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Γιώργος Αδαμαντιάδης: «Με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ για παρέα κι ένα μαγνητοφωνάκι δημιουργήθηκε ένα έργο για τη σύγχρονη βεντέτα»

«Την πρώτη φορά που ασχολήθηκα με την ‘συγγραφή’ ήταν επειδή ήμουν πάρα πολύ θυμωμένος με τον τρόπο που διδάσκεται η ελληνική ιστορία αλλά και με το ίδιο το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων. Έτσι προέκυψε το MUTE που ανέβηκε στο θέατρο Σημείο την περίοδο 2018-2019. Όταν τελείωσε η παράσταση ήμουν ακόμα θυμωμένος αλλά αυτή τη φορά ο θυμός μου είχε να κάνει περισσότερο με τον τρόπο συμπεριφοράς μας», αποκαλύπτει στο artplay.gr ο Γιώργος Αδαμαντιάδης με αφορμή το έργο του «Τα μπάσταρδα του Σίσυφου» που ανεβαίνει στο Θέατρο Δεκατέσσερα της οδού Καλλιρόης 10 σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λογοθέτη.

«Καθημερινά παλεύουμε να αποδείξουμε πως είμαστε ανώτερα όντα. Οι πιο δυνατοί, οι πιο σκληροί. Οι πιο ανελέητοι. Φοράμε το προσωπείο της ψευτομαγκιάς και πορευόμαστε. Βλέπουμε κάποιον άστεγο να χρειάζεται βοήθεια κι απομακρυνόμαστε διακριτικά, ακούμε φωνές από κάποιους που πλακώνονται στο ξύλο και τρέχουμε αμέσως να δούμε τι έγινε.  Ήξερα λοιπόν ότι ήθελα να μιλήσω γι αυτό. Και το πιο ενδιαφέρον πλαίσιο για να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο ήταν ο κόσμος της νύχτας. Μεγαλωμένος λοιπόν σε μια περιοχή της Αθήνας ,που δεν μπορεί κάποιος να αναφέρει το όνομα της  χωρίς να προσθέσει και την λέξη μαφία μέσα στην πρόταση, είχα το κατάλληλο υλικό.  Ως έφηβοι γνωρίζαμε τα πάντα για τους ανθρώπους που βασίλευαν στην περιοχή. Οι συζητήσεις μας περιφέρονταν γύρω από το πιο μαγαζί ανατινάχθηκε, ποιον πυροβόλησαν, ποιον έδειραν, ποιο μαγαζί προστατευόταν και ποιο όχι. Κομπάζαμε κι από πάνω ότι η μαφία της περιοχής μας ήταν η ισχυρότερη στην Αθήνα. Κάποια στιγμή λοιπόν βρέθηκα μπροστά σε ένα άρθρο που ανέλυε τον πόλεμο μεταξύ Μανιατών και Κρητικών στον Πειραιά κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι εκεί ξεκίνησε η έρευνα για τις παραδόσεις της έννοιας της βεντέτας.

Το πλαίσιο το είχα βρει, τον τόπο δράσης τον είχα βρει, τον σκελετό της ιστορίας τον είχα βρει κι έτσι ξεκίνησε η διαδικασία του αυτοσχεδιασμού. Δεν μπορούσα  να καθίσω μπροστά στο λάπτοπ και να γράψω. Κάθε λέξη θα έβγαινε εγκεφαλικά. Δεν γίνεται. Θέατρο κάνουμε. Ο λόγος πρέπει να είναι προφορικός. Το ένστικτο του ηθοποιού κυριάρχησε πάλι.  Με μαγνητοφωνάκι στο χέρι για να καταγράφονται όλα άρχισα να λέω το παραμύθι. Φανταζόμουν διαλόγους και τους έλεγα σαν να μιλάνε δύο και τρία πρόσωπα. Φώναζα. Έβριζα. Μέχρι και τον τρόπο που περπατούσαν υιοθέτησα. Με έβλεπαν οι γείτονες από το απέναντι μπαλκόνι κι έλεγαν ‘πάει τρελάθηκε το παιδί’. Όταν τελείωσε αυτή η διαδικασία ξεκίνησε η ‘αποδελτίωση’ της φαντασίας. Τότε ξεκίνησε και το γράψιμο. Με τις τραγωδίες του Σαίξπηρ για παρέα κι ένα μαγνητοφωνάκι. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα έργο που έχει ως θέμα  μια σύγχρονη βεντέτα μεταξύ Μανιατών και Κρητικών στην καρδιά του Πειραιά. Δύο οικογένειες που μόλις γίνεται η λάθος κίνηση, μπαίνουν σε ένα κυνήγι αλληλοεξόντωσης. Στο έργο δεν υπάρχει κανένας πάτερ φαμίλιας. Αδέλφια και ξαδέλφια είναι όλοι που κουβαλούν τις παραδόσεις της βεντέτας. Αυτές οι παραδόσεις τους εγκλωβίζουν και χωρίς να το πάρουν χαμπάρι πέφτουν θύματα του παρελθόντος τους κατασπαράζοντας ο ένας τον άλλον, με απώτερο στόχο το ποιος θα κάνει κουμάντο στα μαγαζιά του Πειραιά.

Έδωσα το έργο στην ομάδα να το διαβάσει. Τους είπα είναι επικίνδυνο. Μου είπαν ‘πάμε’.

Γιώργος Αδαμαντιάδης