Θέατρο

Για την ουρά μιας γοργόνας

«Την πρώτη φορά που έπεσε στα χέρια μου το έργο η Κυρά της Θάλασσας, ήμουν ακόμα στη σχολή. Δεν θυμάμαι τότε να μου έκανε κάποια εντύπωση. Ξαναδιάβασα το έργο πριν δύο χρόνια σε μετάφραση- απόδοση Σπύρου Ευαγγελάτου. Δεν με συγκλόνισε, το κουβαλούσα, όμως, μέσα μου. Για κάποιο λόγο, με συνόδευε και το σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή, τελείως αυθόρμητα, αποφάσισα να το σκηνοθετήσω», εξηγεί στο artplay.gr η ηθοποιός και σκηνοθέτης Δανάη Σπηλιώτη, με αφορμή την επανεκκίνηση της παράστασης «Η Κυρά της Θάλασσας», βασισμένης στο ομώνυμο έργο του Ίψεν, από τις 10 Σεπτεμβρίου στο Tempus Verum|Εν Αθήναις στο Γκάζι. «Ήταν ο καιρός που έψαχνα κάτι στο οποίο να βουτήξω καλλιτεχνικά. Και σκεφτόμουν ότι ήθελα να καταπιαστώ με θεατρικό έργο. Με γραμμένους χαρακτήρες και διαλόγους. Οι προηγούμενες δουλειές μου ήταν devised και διασκευές λογοτεχνικών κειμένων. Διάβασα και άλλες ελληνικές μεταφράσεις και έπειτα μία γερμανική απ’ όπου και προέκυψε η μετάφραση που χρησιμοποιήσαμε στην παράσταση. Με εντυπωσίασε ότι ένα έργο γραμμένο τόσο παλιά μπορεί να είναι πραγματικά σύγχρονο. Ξαφνικά πρόβαλαν μπροστά μου συμπεριφορές και καταστάσεις που έχω δει. Ανάγκες των ανθρώπων που ακόμα καίνε. Και έτσι ξεκίνησα. Στην αρχή με ορμή, με θυμό, με ερωτήματα που δεν ήξερα να απαντήσω, έπειτα με αγάπη, με κατανόηση, με χιούμορ. Κι έτσι πρόβαλαν οι δικοί μας χαρακτήρες. Είδα την πάλη της Ελίντα, της γοργόνας που βγήκε απ’ το νερό μα δεν κατάφερε να συνηθίσει τη ζωή της στεριάς και αργοπεθαίνει. Μαραζώνει. Είδα την έλξη της για τον θαλασσινό έρωτα ως μια ανάγκη για επιστροφή στη φύση της. Την ανάγκη για να συναντήσει τον ιδανικό της εαυτό, να ζήσει όπως σε αυτήν ταιριάζει. Τα οράματα και τα παραληρήματά της σαν φαντασιώσεις που την έλκουν σε αυτό το βάθος του εαυτού που την τρομάζει και την γοητεύει ταυτόχρονα, όπως ο έρωτας ο άγριος ο εκτός κοινωνικών προδιαγραφών. Ο ακατάτακτος. Και είδα γύρω μου πολλές γυναίκες ορμητικές και θυελλώδεις που παλεύουν να χωρέσουν, να συνηθίσουν την συμβατική ζωή και να μαραζώνουν. Αισθάνθηκα ότι όλοι οι ελληνικοί μύθοι για τις νεράιδες, αυτά τα σκληρά, απρόβλεπτα, βίαια και γοητευτικά πλάσματα ήταν ο τρόπος που εξηγούσαν οι κοινωνίες μας την γυναικεία δύναμη και παρέκκλιση, την απόδραση από το στερεότυπο. Και βλέπω σήμερα γύρω μου πολλές γυναίκες νεράιδες, πολλές Ελίντες εγκλωβισμένες στους κοινωνικούς τους ρόλους. Να μαραζώνουν να δέχονται την κατηγορία της υστερίας, της μελαγχολίας, της κατάθλιψης ως αρρώστια που οι ίδιες προκάλεσαν στον εαυτό τους. Πόσο δικαίωμα έχουν να δραπετεύουν; Ένα έργο γραμμένο το 1880 θέτει ζητούμενα που ακόμα σήμερα μένουν μετέωρα. Όχι στην θεωρία μα στην πράξη, στην καθημερινή πραγματικότητα. Και μαζί με τον θεσμό του γάμου κοιτά με υποψία τις παραδομένες κοινωνικές δομές. Έπειτα κοιτώντας τους υπόλοιπους ήρωες προσεκτικότερα, άρχισα να σκέφτομαι ότι θύμα της ανδροκρατικής παραδοσιακής δομής είναι όλη η κοινωνία. Όλοι οι χαρακτήρες μοιάζουν δέσμιοι – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο- των κοινωνικών τους ρόλων. Που δεν τους επέλεξαν. Τους δόθηκαν. Με ενδιαφέρει πολύ το προσωπικό βίωμα που μπορεί να επικοινωνήσει και να γίνει κοινωνικό. Επίσης έχω όρεξη να κοιτώ και να προσπαθώ να καταλάβω όχι τόσο τα λόγια όσο τις συμπεριφορές. Τα στερεότυπα. Πότε και γιατί οι άνθρωποι κλεινόμαστε σε στερεότυπα. Ασφαλιζόμαστε στο κοινωνικά αναγνώσιμο και αποδεκτό. Μια ματιά που παρακολουθεί από κοντά. Τις συμπεριφορές. Ένας ρεαλισμός που αισθάνομαι ότι είναι παράδοξα κοντά στο gestus του Μπρεχτ. Έχω δει τέτοιες γυναίκες. Έχω δει τέτοιους άνδρες. Τις έχω δει αυτές τις συμπεριφορές. Με έχουν καταπιέσει και μάχομαι με αυτές. Αυτό που έχουμε μέσα μας ως φύση, αυτό το όμορφο που έλκει τον άνθρωπο να συναντήσει τον εαυτό του, τον όμορφο εαυτό, που κάποτε ήξερε μα μεγαλώνοντας όλο και πιο πολύ χάνει, βρωμίζει, απαξιώνει. Την φύση του ψαριού. Ένα όν φυσικό, εσωτερικό, άλογο που ξέρει πού θέλει να πάει. Σε ένα σημείωμα για το έργο ο Ίψεν αναφέρει ότι κάποτε ήμασταν όλοι ψάρια. Και αναρωτάται: να έχει άραγε επιβιώσει κάτι από την αλλοτινή μας φύση; Η Ελίντα κρύβει στα βάθη της ψυχής της την ουρά της γοργόνας. Νοσταλγεί τη φύση της. Μπορεί το ψάρι να ζήσει έξω από το νερό; Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς μεγάλο έρωτα; Μπορεί η γοργόνα να περπατήσει χωρίς να χάσει την ουρά της; Πρέπει δηλαδή να συνηθίσουμε ότι πάντα κάτι θα λείπει.

ARVE Error: Mode: lazyload not available (ARVE Pro not active?), switching to normal mode




Στέλλα Βογιατζάκη

Κόρη φαροφύλακα, μεγαλωμένη δίπλα στη θάλασσα, μοιάζει σχεδόν ξένη πατώντας στη στεριά. Η Ελίντα είναι ένα πλάσμα γλυκό και απόκοσμο μαζί. Με ένα στόμα χαρούμενο και πρόθυμο να αστειευτεί αλλά και με δύο μάτια μελαγχολικά που πασχίζουν διαρκώς να βρουν διέξοδο. Σαν εγκλωβισμένη σε κλουβί – κιόσκι πασχίζει να βρει ισορροπία ανάμεσα στην έλξη του έρωτα και την ευθύνη μιας συμβατικής ζωής. Η ψυχολογική της κατάσταση αλλάζει διαρκώς σαν τα νερά της παλίρροιας που αλλάζουν φορά. Την ψυχική της αστάθεια θα εντείνει ο ερχομός του ΞΕΝΟΥ… που σηματοδοτεί τον έρωτα και το παρελθόν της κοντά στη θάλασσα. Ανοίκεια συναισθήματα μπερδεύουν το μυαλό και έτσι βρίσκεται να ακροβατεί ανάμεσα στο πάθος και τη συντροφικότητα, τον έρωτα και την σύμβαση, γειωμένη σε ένα χωριό στα νορβηγικά Φιόρδ με μόνη διέξοδο την θάλασσα καλείται να επιλέξει. Άραγε, διαλέγοντας κανείς την ασφάλεια ενός γάμου σημαίνει πως επιλέγει και την ευτυχία; Ένα πέπλο ανικανοποίητου καλύπτει τα πάντα. Παρόλα αυτά η επιλογή είναι δική της. Ή μήπως όχι.

Μπάμπης Γαλιατσάτος

Ο Βάνγκελ είναι γιατρός, παντρεμένος, με δύο κόρες. Όταν χάνει τη μητέρα των παιδιών του αποφασίζει να παντρευτεί μία γυναίκα που θα πάρει τη θέση της. Ψάχνει συγκεκριμένα μία σύζυγο, μία ερωμένη, μία μητέρα για τις κόρες του. Στην πορεία του έργου καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος που έχει απέναντί του -όπως και κάθε άνθρωπος- δεν μπορεί να αποτελέσει δοχείο για τις ιδιότητες αυτές. Η γυναίκα αυτή, όπως και κάθε γυναίκα, έχει επιθυμίες, φόβους, πάθη, παρελθόν. Είναι πραγματικά σοφά πλασμένος από τον Ίψεν, διότι του έχει αποδοθεί από τον συγγραφέα μία έντονη αίσθηση καθήκοντος κι αμέσως βγαίνει από την κατηγορία του πατριάρχη-δυνάστη που θα τον απέτρεπε να βρεθεί στην παραπάνω συνειδητοποίηση. Ο Βάνγκελ μετά το χαμό της πρώτης του γυναίκας, προσπαθεί να βρει την ισορροπία του ανάμεσα σε όλες αυτές τις γυναίκες που είναι γεμάτες ζωντάνια. Όμως για να βρεις ισορροπία μέσα σε ένα ήδη αεικίνητο σύστημα πρέπει συνεχώς να κινείσαι.

Θανάσης Ζερίτης

Όπως οι περισσότεροι ήρωες του έργου του Ίψεν, έτσι και ο Αρνχολμ βρίσκεται ανάμεσα στις επιθυμίες του και στην πραγματικότητα. Επιστρέφει στα μέρη όπου υπήρξε δάσκαλος παλαιότερα, για να ξανασυναντήσει την Ελίντα που τον γοήτευσε στο παρελθόν,  αλλά και για να αποκατασταθεί, όπως πιστεύει, με την παλιά του μαθήτρια, την Μπολέτ. Ο Άρνχολμ με μια πρώτη ματιά φαίνεται ένας απόλυτα συμβιβασμένος ήρωας, ωστόσο είναι ίσως ο μόνος  που έχει επιλέξει να συμβιβαστεί. Ίσως κουράστηκε να περιμένει τον απόλυτο ρομαντικό έρωτα, ίσως πλέον πιστεύει ότι κάτι τέτοιο δεν υπάρχει καν. Ωστόσο, θέλει να ζήσει και γι΄αυτό έρχεται πίσω. Για να  κάνει μια τελευταία προσπάθεια. Επί της ουσίας, λοιπόν, συνάπτει μια συμφωνία, μια συμφωνία για μια ήρεμη και όμορφη ζωή κι αν αυτό μας ακούγεται μίζερο,  ταυτόχρονα μοιάζει και απολύτως αληθινό.

Μυρτώ Πανάγου

Η Μπολέττα σε ένα πρώτο επίπεδο είναι ένα πλάσμα συνυφασμένο με τα πρέπει και τις συμβάσεις. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, παίζεται ένα πολύ έντονο παιχνίδι ανατροπής με μια καταχωνιασμένη της πλευρά να ουρλιάζει για ζωή, ανατροπή, φευγιό. Και ενώ υπάρχει όλο αυτό, παράλληλα νιώθει ανήμπορη να το διαχειριστεί, προτιμώντας να επιστρέψει στην ασφαλή της ζώνη: κουβέντα για μαγειρικές, πλέξιμο, νοικοκυριό. Κάπως να τσουλάει η ζωή δηλαδή, να πιαστεί από τα μικρά για να αντέξει. Και τελικά  αυτό το κορίτσι καταλήγει να είναι μια γλυκιά θλίψη απέναντι σε όλα, ίσως γιατί έχει συνειδητοποιήσει εξαρχής το ηττημένο κομμάτι, ίσως γιατί όπως αφοπλιστικά παραδέχεται “Τι να κάνουμε; Κάποιοι γεννηθήκαμε ψάρια του γλυκού νερού”. Κρατάω το ποσό αφοπλιστικά ειλικρινής και δυνατή γίνεται εκείνη τη στιγμή. Ξάφνου, η μικρή νοικοκυρά είναι ένα δυνατό, συνειδητοποιημένο πλάσμα, συμβιβασμένο μεν αλλά με την αλήθεια των πραγμάτων κατακτημένη.

Πένυ Παπαγεωργίου

Η Χίλντε ζει με την αδερφή της, τον πατέρα της και τη γυναίκα του Ελίντε. Είναι μια αυθόρμητη έφηβη που πολλές φορές αντιδρά επιθετικά και εγωιστικά. Η συμπεριφορά της, όμως, αυτή πηγάζει κατά κύριο λόγο από την ανάγκη της για μητρική αγάπη, την οποία έχει στερηθεί λόγω του πρόωρου χαμού της μητέρας της και της αδυναμίας της μητριάς της να της την προσφέρει. Κατά τη διάρκεια του έργου παρακολουθούμε τη διαδρομή της και τη μεταβολή της από ένα ονειροπόλο κορίτσι, που περιπαίζει με δηκτικό χιούμορ τους μεγαλύτερούς της, φλερτάρει με τον καινούριο επισκέπτη και δε διστάζει να πει αυτό που σκέφτεται, σε ένα πλάσμα που περνάει το κατώφλι προς την ενήλικη πια ζωή με ό,τι αυτή συνεπάγεται: τον πόνο στο άκουσμα του ότι θα τους εγκαταλείψει η μητριά της, την απόρριψη αλλά και την προσπάθεια να προσαρμοστεί στον κόσμο “των μεγάλων”.

Κωνσταντίνος Πλεμμένος

Ο Χανς ή όπως τον φωνάζουν οι άλλοι “ο γλύπτης”, είναι ένας ετοιμοθάνατος(;) νεαρός. Αποφάσισε να παραθερίσει κοντά σε ένα φιόρδ πριν πάει στο Νότο για να ξεκινήσει το όραμά του: ένα σύμπλεγμα γλυπτών. Ήταν ναύτης κάποτε αλλά μετά από ένα ναυάγιο, στο οποίο βρισκόταν, έπαθε μεγάλη βλάβη στους πνεύμονες. Βλάβη η οποία είναι ο λόγος που παράτησε τη θάλασσα. Στο ναυάγιο ήταν μαζί και με έναν Αμερικανό (ο ξένος ), ο οποίος ήταν ο μεγάλος (και παλιός) έρωτας μιας γυναίκας που μένει κοντά στο φιόρδ. Όταν η γυναίκα άκουσε την ιστορία για το ναυάγιο θυμήθηκε πολύ έντονα αυτόν τον έρωτα. Ναι, καλά καταλάβατε, αυτή ήταν η κυρά της θάλασσας. Ο ξένος είναι η θάλασσα, ο έρωτάς της, η νοσταλγία, τα όνειρά της, οι κρυφοί ανομολόγητοι απόκρυφοι πόθοι. Και εγώ έχω την τιμή να είμαι όλα αυτά για μια γυναίκα επειδή είμαι και (;) ο ξένος.

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Μετάφραση- Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη

Σκηνικά – Κοστούμια: Αριστοτέλης Καρανάνος, Αλεξάνδρα Σιάφκου

Φωτογραφίες: Ευτυχία Φρατζεσκάκη

Διανομή

Ελίντα: Στέλλα Βογιατζάκη

Βάγκελ: Μπάμπης Γαλιατσάτος

Μπολέτ: Μυρτώ Πανάγου

Χίλντε: Πένυ Παπαγεωργίου

Άρνχολμ: Θανάσης Ζερίτης

Λύγκστραντ/ Ξένος: Κωνσταντίνος Πλεμμένος

 

Μέρες και ώρα παραστάσεων: Κάθε Δευτέρα και Τρίτη από 10 Σεπτεμβρίου έως 9 Οκτωβρίου στις 21.00

 

Tιμές εισιτηρίων: 12€, 8€ μειωμένο

 

Διάρκεια: 90’

 

Tempus Verum І Εν Αθήναις

Ιάκχου 19, Γκάζι

Τ: 210 3425170, 6948298063