Metamanias Θέατρο

Φθινοπωρινή σονάτα: κλειστά συρτάρια και εκκωφαντικες σιωπές στο διαρκώς υπάρχον σύμπαν του Μπέργκμαν

Στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, τον χώρο που έστησαν πριν από 31 χρόνια η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Βασίλης Πουλαντζάς, ο θεατής ξέρει ότι θα δει, κάθε φορά, κάθε σεζόν, ένα από τα καλύτερα έργα του παγκόσμιου ή του εγχώριου ρεπερτορίου -κυρίως του παγκόσμιου-, θα δει μια παράσταση με εξαιρετικούς συντελεστές σε κάθε επίπεδο, θα δει μια απολύτως προσεγμένη παραγωγή. Δεν είναι λίγο αυτό όταν συνεχίζεται με συνέπεια και αφοσίωση εδώ και τόσα χρόνια. Κι αυτό πρωτίστως πιστώνεται στους δύο ιδρυτές του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας (ΘτΚ), οι οποίοι δεν κυνήγησαν ποτέ, όλα αυτά τα χρόνια την ποσότητα των παραγωγών• επέμειναν όμως, με απόλυτη προσήλωση, στην ποιότητα.

Η φετινή παραγωγή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας είναι ένα αγαπημένο έργο, που κέρδισε το διεθνές κοινό πρώτα ως κινηματογραφική παραγωγή: η «Φθινοπωρινή σονάτα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, σε σκηνοθεσία Αρη Τρουπάκη, στη δεύτερη συνεργασία του με το ΘτΚ. Η ιστορία γνωστή: μια διάσημη πιανίστρια, η Σαρλότ (Μπέττυ Αρβανίτη), μετά το θάνατο του τελευταίου συντρόφου της, επισκέπτεται την κόρη της   Εύα (Δέσποινα Κούρτη), που ζει με τον πάστορα σύζυγό της, τον Βίκτωρα (Δημήτρης Ημελλος), σε μια μακρινή και αθόρυβη επαρχία, όπου οι μέρες κυλούν ίδιες κι απαράλλακτες.  Μητέρα και κόρη έχουν να συναντηθούν επτά χρόνια, και η Σαρλότ αποδέχεται επιτέλους την πρόσκληση της κόρης της, πιθανότατα επειδή δεν μπορεί να μείνει μόνη της και να διαχειριστεί την απώλειά της.

Η παράσταση ξεκινάει από το φουαγιέ (πολύ ωραίο το εύρημα του Αρη Τρουπάκη), με τον Βίκτωρα-Δημ. Ημελλο από μια οθόνη να μας υποδέχεται και να μας παρουσιάζει τη γυναίκα του και τον κόσμο τους. Ο ίδιος μας  υποδέχεται και κατά την είσοδό μας στο θέατρο. Οικοδεσπότης κανονικός, έτσι κι αλλιώς είναι λόγο χαρακτήρα και ιδιότητας ο άνθρωπος που φροντίζει για όλα και δεν παραπονείται ποτέ. Η σκηνή του ΘτΚ είναι το σπίτι του πάστορα και της Εύας. Ένα σπίτι απολύτως τακτοποιημένο, ψυχαναγκαστικά τακτοποιημένο, τίποτα δεν υπάρχει έξω από τα δεκάδες συρτάρια, τίποτα δεν εκτίθεται -όπως τα συναισθήματα και οι σκέψεις των δύο ενοίκων (η Ελένη Μανωλοπούλου έκτισε ένα έξοχο σύμπαν γι’ αυτή τη «Φθινοπωρινή σονάτα»). Ώσπου φτάνει η Σαρλότ στο σπίτι. Μια ντίβα, μια γοητευτική γυναίκα, μια καλομαθημένη γυναίκα με υψηλό βαθμό ναρκισσισμού, που έχει μάθει να φροντίζει την καριέρα της και τις περιοδείες της και δεν έχει αφήσει περιθώρια για τις ζωές των άλλων -ακόμα και των παιδιών της. Ο Βίκτωρ συνεχίζει να είναι ένας καλός και υπομονετικός οικοδεσπότης, ενώ είναι φανερή η ένταση της Εύας. Ο Άρης Τρουπάκης έδωσε, σ’ αυτό και σε άλλα σημεία της παράστασης, ιδιαίτερο χώρο στην αμηχανία της σιωπής, στην τυπικότητα της αποξενωμένης επαφής κι εκείνης που αναζητεί πατήματα επαφής. Το άναμμα της πίπας του Βίκτωρα και η «συνομιλία» του με τον καπνό και τη μοναξιά του ήταν εκκωφαντικά. Γιατί και πριν φτάσει σ’ αυτή τη μακρινή επαρχία η Σαρλότ, η σχέση του ζευγαριού είναι αρμονική (προς τα έξω τουλάχιστον), αλλά δεν έχει κανένα πάθος και κανέναν έρωτα. Έχει νοιάξιμο και ευγένεια, έχει μια πατρική φροντίδα από την πλευρά του κατά 20 χρόνια μεγαλύτερου πάστορα-συζύγου.

Υπάρχει κι ένα τέταρτο πρόσωπο σ’ αυτό το σπίτι, η άλλη κόρη, η Έλενα, που πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια. Δεν την βλέπουμε ποτέ, ακούμε μόνο τις κραυγές της. Την φροντίζει αγόγγυστα η αδελφή της, ενώ η Σαρλότ και σ’ αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα δύσκολα. Τα κουκουλώνει και τα αποφεύγει, ως συνήθως.

Η Εύα δεν έχει πάρει ποτέ κανένα «μπράβο» από τη μητέρα της. Η σκηνή που κάθεται στο πιάνο και παίζει αδέξια και κομπλαρισμένα με κριτή τη μητέρα της και η official αποτίμηση αυτής της προσπάθειας από τη Σαρλότ είναι από τις πιο δυνατές της παράστασης. Στην πορεία της συμβίωσης και της παράστασης όμως αλλάζουν οι συσχετισμοί. Η Εύα αποφασίζει να μιλήσει, να διεκδικήσει τη σχέση με τη μητέρα της, να δώσει τις απαντήσεις που αναζητά εδώ και χρόνια, να θέσει τα παράπονά της. Και τότε η σκληρή είναι η Εύα και η αδύναμη είναι η Σαρλότ. Ποια είναι τελικά περισσότερο παιδί;

Στο διάστημα που είναι η Σαρλότ στο σπίτι, τίποτα δεν είναι στη θέση του. Ούτε τα συναισθήματα, ούτε το σπίτι. Έτσι, τα δεκάδες συρτάρια ανοίγουν και βγαίνουν από μέσα τα πάντα: τραπέζι, κρεβάτι, ντουλάπα, κρεμάστρες, πιάνο, κλινοσκεπάσματα, πετσέτες, τα πάντα. Όλα ανακατεμένα, όπως οι ψυχές των πρωταγωνιστών. Όταν κάποια στιγμή όλα αυτά τελειώνουν, όταν η Σαρλότ φεύγει, ο Βίκτωρ είναι εκείνος που πάλι ξαναβάζει τα πάντα στη θέση τους. Με στωικότητα, με θυμοσοφία, με αποδοχή του πεπρωμένου…

Ο Άρης Τρουπάκης έστησε μια παράσταση με έμφαση στο εξαιρετικό κείμενο του Μπέργκμαν (χάρη και στη μετάφραση του Ζαννή Ψάλτη) και τις ψυχολογικές μεταβολές των ηρώων του. Κείμενο και ερμηνείες, το δίπολό του και το μέλημά του. Με τη καθοριστική συμβολή της Ελένης Μανωλοπούλου έστησε άψογα το διαρκώς επίκαιρο και υπάρχον σύμπαν του Μπέργκμαν, της Σαρλότ, της Εύας και του Βίκτωρα. Είδα τη δεύτερη μόλις παράσταση και ασφαλώς ήταν φανερό ότι χρειάζεται ένα καλύτερο κούρδισμα ο ρυθμός και οι χρόνοι της, που ασφαλώς θα γίνει στην πορεία, ενώ τα μικρά λαθάκια καλύφθηκαν με ευφυΐα, εμπειρία και σπιρτάδα.

Και είχε στη διάθεσή του ο Άρης Τρουπάκης, τη Δέσποινα Κούρτη -μια ηθοποιό που περιμένω πάντα να δω, σε ό,τι κάνει-, η οποία απέδωσε με την ψυχή και το σώμα της την πάλη και τη συντριβή του παιδιού που νιώθει ότι δεν έχει την αποδοχή της μητέρας και αυτό το κλαράκι έβγαλε πάθος, αποφασιστικότητα και σκληρότητα• τον Δημήτρη Ημελλο, που κυριάρχησε καθηλωτικά με τις σιωπές του, με τη γαλήνη του, με την ήρεμη δύναμη που κλήθηκε να υποδυθεί (πάντα αναγκαία και ζητούμενη αυτή η ήρεμη δύναμη)• και, ασφαλώς, την εξαιρετικά έμπειρη Μπέττυ Αρβανίτη, η οποία εκτός των άλλων έχει και ένα ακόμη προσόν: ξέρει να διαλέγει έργα και ρόλους που να της ταιριάζουν, και ξέρει να διαλέγει και συνεργάτες. Την είχα θαυμάσει στο «Ξαφνικά πέρυσι του καλοκαίρι», στις «Τρεις ψηλές γυναίκες», στην «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας», στην «Τσερλίνε και το σπίτι των κυνηγών» -για να θυμηθώ μόνο κάποιες από τις τελευταίες παραγωγές. του ΘτΚ. Ο δυναμισμός της προσωπικότητάς της είχε «κουμπώσει» άψογα με τις ηρωίδες που υποδυόταν σε καθεμιά από εκείνες τις παραστάσεις. Η Σαρλότ της «Φθινοπωρινής σονάτας» δεν είναι η απρόσιτη ντίβα που θέλει να εμφανίζεται. Είναι μια γυναίκα πολύ εύθραυστη, που κρύβει πίσω από τον ναρκισσισμό της, τις πολλές της ανασφάλειες και τις συναισθηματικές αναπηρίες της. Ο δυναμισμός και η έντονη προσωπικότητα της Μπέττυς Αρβανίτη δεν ανέδειξαν ακόμα -σε όλη τους την έκταση- τις τρυφερές στιγμές της Σαρλότ, τις ρωγμές της, την απεγνωσμένη ανάγκη της -εκείνην που κρύβεται πίσω από έναν ενήλικο που παραμένει παιδί- για τρυφερότητα και αποδοχή. Γιατί τελικά η μητέρα, η Σαρλότ, εκλιπαρεί για την αποδοχή από την κόρη της, την Εύα. Και η Εύα είναι ένα από τα πολλά παιδιά, που αναγκάζεται να γίνει ο γονιός του γονιού του.

ΟΛΓΑ  ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες : Ελίνα Γιουνανλή