Θέατρο

Ένας Βυσσινόκηπος στο βροχερό Παρίσι. Γράφει ο Νίκος Καμτσής

Ένα γρήγορο ταξίδι στο Παρίσι στο μεσοχείμωνο, επιβάλει μια επίσκεψη στο άντρο της αιώνιας αγαπημένης Αριάν Μνουσκίν, στην Cartoucherie στο δάσος της Vincennes. Το θέατρο του Ήλιου δεν παίζει αυτή την περίοδο, αλλά στη

χαώδη σκηνή του φιλοξενεί την Compagnie Christian Benedetti με ένα Τσεχωφικό Βυσσινόκηπο.
Το θέατρο Studio-Compagnie Christian Benedetti είναι γνωστό και με ιστορία θεατρικό σχήμα, όταν το 1997 μετέτρεψαν μια αποθήκη κρασιού στην Alfortville (7,5 χιλιόμετρα Νότια του Παρισιού). Σε συνεργασία με το θέατρο του Ήλιου μετέφεραν την παράσταση του «Βυσσινόκηπου» στην Cartoucherie και θα παίζουν εκεί μέχρι τις 14 Φεβρουαρίου.

Η θέλησή μας να εκδράμουμε μετά από αρκετά χρόνια στο Δάσος της Vincennes ήταν μεγάλη. Θέλαμε να ξαναβρεθούμε στον εξαιρετικό χώρο του θεάτρου του Ήλιου και το κάναμε. Παρά τον βροχερό καιρό η βόλτα στο παλιό πυριτιδοποιείο που η Grand Arian το μετέτρεψε σε θέατρο εδώ και περίπου 50 χρόνια, αξίζει πάντα τον κόπο.
Τα ήθη και έθιμα που καθιέρωσε η Αριάν Μνουσκίν και η θεατρική τελετουργία, από την έκδοση των εισιτηρίων μέχρι την ταξιθεσία, διατηρείται σε κάθε περίπτωση. Το ίδιο και το τεράστιο φουαγιέ με τα βιβλία και τους ωραίους καφέδες που μπορεί ο θεατής να απολαύσει θαυμάζοντας τις καταπληκτικές τοιχογραφίες, που αλλάζουν ανάλογα με το θέαμα που παρουσιάζει το θέατρο του Ήλιου. Τώρα η τεράστια αίθουσα φιλοξενούσε εικόνες και ζωγραφιές από το Σαιξπηρικό Λονδίνο, μια που η τελευταία παράσταση ήταν ο Μάκμπεθ του Σαίξπηρ.
Και μόνο που βρεθήκαμε σ΄ αυτό το χώρο αρκούσε.
Το αριστούργημα του Τσέχωφ ήταν ένα ακόμη κίνητρο μια που η επιστροφή της Λιούμποβ Αντρέγιεβνα στον Βυσσινόκηπο των παιδικών της χρόνων, διεγείρει την έμπνευση των ανθρώπων του θεάτρου.
Δυστυχώς η παράσταση δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών μας.

Άλλοι εγκυρότεροι εμού θεωρητικοί αναλυτές και κριτικοί έχουν αναλύσει το πιο πολυπαιγμένο έργο του Τσέχωφ και με απαλλάσσουν από την ανάγκη να το κάνω και εγώ τώρα.

Η παράσταση λοιπόν ήταν συμβατική παρ΄ όλες τις «καινοτομίες», που περισσότερο υπογράμμιζαν την έλλειψη άποψης παρά την ύπαρξη της. Σκηνοθεσία θαμπή, χωρίς έμπνευση, με ερμηνείες συμβατικές χωρίς καμία έκπληξη. Ήταν φανερή η αμηχανία του σκηνοθέτη μπροστά στην αβυσσαλέα σκηνή της Cartoucherie που η Μνουσκίν ξέρει πολύ καλά να αξιοποιεί και να κάνει αριστουργήματα.
Όπως ήταν αναμενόμενο η γιγάντια σκηνή κατάπιε την παράσταση από το πρώτο πεντάλεπτο. Οι φιλότιμοι ηθοποιοί αναγκάστηκαν να τρέχουν για να διανύσουν τις τεράστιες αποστάσεις του χώρου, να φωνάζουν παρ΄ όλη την καλή ακουστική, με πρώτη και καλύτερη την Λιούμποβα (Brigitte Barilley) που παρασάγγας απείχε από τη λαμπερή, μοιραία, γοητευτική, ποιητικά μελαγχολική Λιούμποβα του Τσέχωφ. Το ίδιο και ο σκηνοθέτης (Christian Benedetti) που κράτησε για τον εαυτό του τον ρόλο του Λοπάχιν. Τα κίτρινα παπούτσια του, τα κόκκινα αθλητικά του Γκάγιεφ και η υπόλοιπη λυμφατική πολυχρωμία των κοστουμιών υπογράμμιζαν την αμηχανία. Η παράσταση και ο σκηνοθέτης δεν έκρυψαν τον θαυμασμό τους για τον μνημειώδη «Βυσσινόκηπο» του Τζώρτζιο Στρέλερ στο Πίκολο Τεάτρο του Μιλάνου όπου όλο το ποιητικό σύμπαν στηρίχθηκε στις παιδικές μνήμες. Έτσι και εδώ υπήρχαν μικρά παιδικά καρεκλάκια, ένα πατίνι που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε, μικρά κρεβατάκια που έμειναν ντεκόρ σε όλη σχεδόν την παράσταση κάνοντας το σκηνικό να μοιάζει με βιτρίνα ειδών προικός και βάφτισης σε επαρχιακό πολυκατάστημα. Από κει και πέρα η μελαγχολία και η παρακμή της Ρώσικης αστικής τάξης βόλεψε πολύ εύκολα την κοσμικότητα της γαλλικής αστικής τάξης που γέμισε την αίθουσα κατά το ήμισυ.
Για την ποιητική αγωνία του θανάτου που υποδόρια διατρέχει όλο το έργο ούτε λόγος να γίνεται. Τα αλυσοπρίονα που έκοψαν τις βυσσινιές στο τέλος της παράστασης διέκοψαν και το δικό μας βλέμμα που περιεργαζόταν το ταβάνι του θεάτρου όπου θαυμάζαμε την αρχιτεκτονική κατασκευή του παλιού πυριτιδοποιείου.
Βγαίνοντας από το θέατρο δεν μπορούσε παρά να ξαναπεράσει από το μυαλό μου η σκέψη και η πεποίθηση, ότι στην Αθήνα βλέπουμε πολύ καλύτερες παραστάσεις και ότι η Ελληνική θεατρική σκηνή , με τις θυσίες και την αυταπάρνηση των ανθρώπων του θεάτρου είναι πολύ «ανώτερη» από αυτό που είδαμε πριν από λίγο.
Η παράσταση ήταν στις τέσσερις και έτσι στο δρόμο του γυρισμού και μέσα από τα σύννεφα ένας χλωμός ήλιος ξεπρόβαλε για πολύ λίγο και μας θύμισε τα λόγια της Μπέρτα από τους «Συντρόφους» του Στρίντμπεργκ : «Το λατρεύω το Παρίσι όταν βγαίνει ο ήλιος μετά την βροχή και κάνει το μπουλβάρ να στραφτοκοπάει»

Νίκος Καμτσής

 

IMG_0397

Ταυτότητα

Σκηνοθεσία Christian Benedetti
Φωτισμοί Dominique Fortin
Σκηνικά Cyril Chardonnet
Μακιγιαζ Olivia LeDoux
Παραγωγή Théâtre Studio
Συμπαραγωγή Les Nuits de Fourvière ,  Pôle Culturel d’Alfortville

IMG_0401
Παίζουν
Antoine Amblard (Τροφίμοβ), Βrigitte Barilley (Λιουμποβ Αντρεγιεβνα), Christian Benedetti (Λοπάχιν), Nicolas Buchoux (Επιχόντοβ), Christophe Carotenuto (Γιασα), Philippe Crubézy (Λεονιντ Αντρεγιεβιτς Γκαγιεβ) , Philippe Lebas (Πιστσικ), Jean Pierre Moulin (Φιρς), Lise Quet (Σαρλοτ Ιβανοβνα), Alix Riemer (Ανία), Hélène Stadnicki (Ντουνιάσα), Hélène Vivies (Βαρια)