Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

‘Ενας μεταιχμιακός Ορέστης, ευθύ σχόλιο στο χάος και την παρακμή

Ήταν η σειρά του Κρατικού Θεάτρου  Βορείου Ελλάδος, στη θεσμοθετημένη του ετήσια κάθοδο στην Επίδαυρο, την περασμένη Παρασκευή. Και επέλεξαν, το ΚΘΒΕ και ο Γιάννης Αναστασάκης, ο καλλιτεχνικός του διευθυντής και σκηνοθέτης της παράστασης, μια πολύ ιδιαίτερη τραγωδία του Ευριπίδη, ένα ευθύ σχόλιο στο χάος των κοινωνικών και των προσωπικών σχέσεων και συμπεριφορών, στην παρακμή, στις βίαιες αντιδράσεις και στη διαφθορά που και σήμερα διακρίνονται ευκρινώς: τον «Ορέστη» του Ευριπίδη, την τελευταία τραγωδία (ή μήπως δεν είναι ακριβώς τραγωδία;) που έγραψε στην Αθήνα ο Ευριπίδης το 408 π.Χ.

Ένα σπίτι υπό αναστήλωση/ανακαίνιση, ένα σπίτι διαλυμένο, είχε στήσει στην ορχήστρα της Επιδαύρου ο ταλαντούχος και με μεγάλη διαδρομή σε θέατρα του εξωτερικού Γιάννης Θαβώρης. Το παλάτι των Ατρειδών στο  Άργος που  ήταν σκεπασμένο με λινάτσες, κρυμμένο από τις λαμαρίνες των εργοταξίων, με όλα τα σύνεργα των μαστόρων γύρω και με τις κορδέλες που απαγορεύουν την πρόσβαση στο χώρο, είχε «περιφράξει» την ορχήστρα. Στο μέσον της οποίας υπήρχε ένα ράντζο μ’ ένα κορμί ριγμένο και σκεπασμένο πάνω του, και μια νέα γυναίκα που περπατούσε νευρικά γύρω γύρω. Ήταν η Ηλέκτρα (Ιωάννα Κολλιοπούλου), που κάτι περιμένει, για κάτι αγωνιά. Και στο ράντζο κείτεται ο Ορέστης (Χρήστος Στυλιανού) λίγες μέρες μετά τη μητροκτονία που πραγματοποίησε, τσακισμένος από τις ενοχές, με διαρκείς κρίσεις παραφροσύνης και πανικού. Οι γυναίκες της πόλης, οι φίλες της Ηλέκτρας, ο χορός, προσπαθεί να της συμπαρασταθεί, αφού αυτό που περιμένει η Ηλέκτρα είναι η απόφαση των Αργείων για την τιμωρία των δύο μητροκτόνων, που θα είναι θάνατος, για να διώξουν από την πόλη τους το μίασμα. Και η Ηλέκτρα είναι εκείνη που πάλι σκέφτεται πώς θα σταματήσει αυτή η απόφαση, πώς θα παρέμβει. Και δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα. Πέφτει στα πόδια του Μενέλαου (Χριστόδουλος Στυλιανού), που μόλις επέστρεψε από την Τροία στο Άργος, ενώ ήδη στο παλάτι φιλοξενείται η Ελένη (Δάφνη Λαμπρόγιαννη, σε ένα σύντομο, αλλά πλήρες σκηνικό πέρασμα), την οποία επίσης καθοδηγεί με σκοπιμότητα.

Η Ηλέκτρα, παρά τον πόνο της, είναι εκείνη που σκέφτεται τα επόμενα βήματα, εκείνη που πείθει τον Ορέστη, τον διαρκώς αναποφάσιστο και άβουλο, πώς να δράσει, πώς να υπερασπιστεί τη θέση του, πώς να αντιδράσει στην προδιαγεγραμμένη μοίρα τους. Και σ’ αυτή τη διάρκεια, που δεν έχει πολύ δράση, αλλά πολλή κουβέντα, ακούγονται επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα, διαγράφονται χαρακτήρες και συμπεριφορές, ψυχισμοί και αντιδράσεις, σκοπιμότητες, διπλωματίες, επιθετικότητες. Και αποτυπώνονται -αποτυπώνει το μεγαλείο του Ευριπίδη- τις παθογένειες των ανθρώπων στη διάρκεια των αιώνων. Ο Μενέλαος, που πάντα προσπαθεί να είναι με όλους, η Ελένη, που αναστάτωσε δύο χώρες, αλλά προβάλλει πάντα την ευθραυστότητά της και εν τέλει την κενότητά της, ο Τυνδάρεως -ο πατέρας της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας- (Κώστας Σαντάς), η φωνή της κυνικής λογικής, της προσήλωσης στο γράμμα του νόμου και της απουσίας συναισθήματος

ένας χαρακτήρας που θα μπορούσε να θυμίζει και τον Κρέοντα (η σκηνή της συνομιλίας του με τον Ορέστη από τις καλές της παράστασης), ο λαϊκός αγγελιοφόρος (Νικόλας Μαραγκόπουλος), που αφηγείται τι αποφάσισαν οι Αργείοι με την απορία και την έκπληξη των απλών ανθρώπων, ο Πυλάδης (Δημήτρης Μορφακίδης, στέρεα παρουσία), που εμφανίζεται για να βοηθήσει το φίλο του και να πεθάνει αν χρειαστεί μαζί του, ένας ιδεολόγος μέχρι το τέλος, αλλά κι ένας άνθρωπος που ασπάζεται την αυτοδικία και τη βία και μετέχει σε αυτές τις δράσεις, ο δούλος Τρώας (Χρήστος Στέργιογλου), που έφερε μαζί της  η Ελένη από την Τροία, είναι παρών στην απόπειρα δολοφονίας της από τον Ορέστη και τον Πυλάδη και είναι ο αδύναμος κρίκος σε μια αλλόκοτη συγκυρία πραγμάτων, ένας ακόμη αδύναμος κρίκος και η Ερμιόνη, η κόρη της Ελένης, μια άλλη Ιφιγένεια για μερικές στιγμές, (Μαριάννα Πουρέγκα, ένας βουβός ρόλος, που όμως κατάφερε να βγάλει συναισθήματα) και ο πάντοτε παρών από μηχανής θεός, ο Απόλλων (Δημοσθένης Παπαδόπουλος) που δίνει ένα απολύτως happy end σ’ αυτό το χάος ανθρώπων, θεσμών και συμπεριφορών.

Και σ’ αυτό το έργο του Ευριπίδη ο ψυχισμός των ανθρώπων και η έμφαση στις πράξεις τους έχει τον πρώτο ρόλο. Παρότι ο «Ορέστης», λένε οι μελετητές, δεν είναι ακριβώς τραγωδία. Είναι ένα περίεργο μεταίχμιο, μια προσπάθεια του αρχαίου τραγικού να ανιχνεύσει νέους δρόμους και στη φόρμα της τραγωδίας. Όπως μεταίχμιο είναι και οι αντιδράσεις των ηρώων αυτού του έργου. Και σε κάθε μεταίχμιο οι άνθρωποι γίνονται πολλά και διαφορετικά. Γίνονται ψυχροί, κυνικοί, βίαιοι, παρορμητικοί εγωιστές, χειριστικοί, υπολογιστικοί, έρμαια των ψυχικών παθών.

Ο Γιάννης Αναστασάκης επέλεξε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, ήταν ασφαλώς ένας «πολιτικός» σχολιασμός η εκλογή του συγκεκριμένου κειμένου, όσο και μια ευαίσθητη δική του τοποθέτηση στο σύγχρονο περιβάλλον, και το προσέγγισε με αρκετή δόση νατουραλισμού και μεγαλύτερη σατυρικού δράματος. Επέλεξε καλές μονάδες σε όλα τα επίπεδα. Η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου ήταν εύστοχα συνδεδεμένη με την οπτική της παράστασης. Το ίδιο και τα σκηνικά (περισσότερο) αλλά και τα κοστούμια του Γιάννη Θαβώρη, παρότι το παλάτι, αυτό το γιαπί, θα μπορούσε να είναι λειτουργικό σε μεγαλύτερο μέρος της παράστασης και όχι μόνο προς το τέλος. Η κίνηση του χορού (Αλέξης Τσιάμογλου) έπασχε αρκετά, υπήρχαν αμήχανες κινήσεις, ενίοτε έμοιαζαν αδέξιες. Στη μουσική διδασκαλία, ο Νίκος Βουδούρης έβγαλε σε όλους έναν πολύ καλό εαυτό. Όσο για τη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, υπηρέτησε το ευριπίδειο ύφος αλλά και την οπτική της παράστασης με τον καλύτερο τρόπο.

Όμως, είχε προβλήματα ο ρυθμός της παράστασης, η ροή της, κι αυτό αποτυπώθηκε και στους φωτισμούς του εμπειρότατου Λευτέρη Παυλόπουλου.  Υπήρχαν καλές σκηνές στη διάρκεια της παράστασης (η σκηνή με την Ελένη, η σκηνή με τον Τυνδάρεω, ένας ρόλος που ταίριαζε γάντι στον Κώστα Σαντά), αλλά η μεγάλη ανατροπή στο συναίσθημα των θεατών γίνεται την ώρα που εμφανίζεται ο Τρώας του Χρήστου Στέργιογλου, μια σκηνή που θέλει κανείς να βλέπει και να ξαναβλέπει. Ο Χρήστος Στέργιογλου, με μια τόσο σύντομη παρουσία, έδειξε τη γκάμα του, το ταλέντο του, την ευαισθησία του. Αφουγκράστηκε εύστοχα τις αναζητήσεις του σκηνοθέτη και τις απέδωσε εξαίσια.

Το ίδιο ισχύει και για την τελευταία σκηνή, όταν όλοι στρέψαμε τα κεφάλια μας προς τα πίσω, προς το Ανω Διάζωμα, απ’ όπου εμφανίστηκε ο Απόλλωνας (Δημοσθένης Παπαδόπουλος). Τη φωνή του ακούγαμε, ελάχιστα τον βλέπαμε, αλλά αρκούσε. Γιατί απλώθηκε παντού στο αργολικό θέατρο, ισχυρή, σταθερή, αποφασιστική, υπέροχη, θεϊκή -πράγματι. Και ήταν σαν σ’ αυτό το τελευταίο τέταρτο της παράστασης, όλα να λειτούργησαν αλλιώς, όλα να απελευθερώθηκαν αλλιώς. Και το σκηνικό του Γιάννη Θαβώρη αναδείχθηκε αλλιώς, όταν οι τρεις αλλοπαρμένοι έφηβοι (;) βγαίνουν στα μπαλκόνια του με σκοπό να το κάψουν και να καούν μαζί του (η μολότωφ της Ηλέκτρας και το μπιτόνι με το πετρέλαιο του Πυλάδη ήταν πολύ εύστοχο).

Όμως, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο και για τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους της παράστασης. Κι όχι τόσο για τον Ορέστη του Χρήστου Στυλιανού, που επωμίστηκε μεγάλο βάρος και απέδωσε κατά τη γνώμη μου τις ρωγμές και τις μεταπτώσεις ενός άρρωστου ψυχισμού όσο καλύτερα μπορούσε αλλά όχι απογειωτικά, όσο για την Ηλέκτρα της Ιωάννας Κολλιοπούλου, που έμεινε μόνο, μονόχορδα, στο ανυπότακτο εφηβικό στοιχείο της Ηλέκτρας, χωρίς να το μετουσιώνει σε κάτι άλλο.  Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η ευθύνη βαραίνει πάντα τον σκηνοθέτη που δεν καθοδηγεί τους ηθοποιούς. Αλλά γιατί κάποιοι λειτούργησαν και κάποιοι άλλοι όχι;

Παρ’ όλα αυτά, ο «Ορέστης» του ΚΘΒΕ είναι μια παράσταση καθαρή, μια επιλογή εύστοχη, με πολύ καλές προθέσεις, με πολύ καλές επιλογές συντελεστών αλλά και με αρκετά σημεία που έμοιαζε να έμειναν ξεκούρδιστα.

Η παράσταση, την οποία παρακολούθησε η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, αφιερώθηκε από τον Γιάννη Αναστασάκη στη μνήμη της αδικοχαμένης στην πρόσφατη φωτιά στο Μάτι, Χρύσας Σπηλιώτη.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ

Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου