Metamanias Θέατρο

Ένα έργο που εισβάλλει ορμητικά στο μυαλό των θεατών

Η πρώτη αίσθηση απ’ όσα είχε στήσει η Μαγδαληνή Αυγερινού στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ήταν… απροσδιόριστη. Μερικές παλέτες διαφόρων μεγεθών, με κρυφό φωτισμό έστηναν ένα ανισόπεδο χώρο. Μόλις έσβησαν τα φώτα, το έργο του Σάιμον Στήβενς Heisenberg, που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος άρχισε τόσο ορμητικά όσο η ηρωίδα το έργου, η Τζόρτζι (Κόρα Καρβούνη), προσέγγισε τον μοναχικό άνδρα που συνάντησε στον σιδηροδρομικό σταθμό, τον Αλεξ (Περικλής Μουστάκης) και η ορμή αυτή δεν σταμάτησε διόλου στα 85 λεπτά που διήρκεσε η παράσταση. Η Τζόρτζι είναι μια γυναίκα λίγο πάνω από τα σαράντα, έχει απεγνωσμένη ανάγκη για επαφή, προσέγγιση και συνομιλία, ακριβώς όσο απεγνωσμένα τα φοβάται όλα αυτά ο Αλεξ. Είναι δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι. Η Τζόρτζι έχει στοιχεία του λαϊκού ανθρώπου, του αυθόρμητου οπωσδήποτε και του απλού μετά βεβαιότητας. Και κυρίως εκείνου που δεν διστάζει μπροστά σε τίποτα, γιατί δεν έχει τίποτα να χάσει. Ο Αλεξ είναι εντελώς το αντίθετο, παρότι κι εκείνος δεν έχει να χάσει τίποτα, παρά μόνο το κενό των ημερών του. Είναι ο πιο διανοούμενος… χασάπης που έχουμε δει ποτέ, στη ζωή και στη σκηνή. Θυμόσοφος, συγκρατημένος, με συνήθειες  και μνήμες που κρατά για χρόνια με θρησκευτική ευλάβεια και συνέπεια, και μία από αυτές είναι η μοναχικότητά του. «Δεν νιώθω, σκέφτομαι», λέει σε κάποια στιγμή και είναι αυτό που τον χαρακτηρίζει. Η Τζόρτζι εισβάλλει στη ζωή του και τότε όλα είναι απροσδιόριστα και πιθανά.

Ο Σάιμον Στήβενς δανείζεται την αρχή της απροσδιοριστίας, που διατύπωσε ο Heisenberg το 1927 (ότι είναι αδύνατον να προσδιοριστεί ταυτόχρονα και με ακρίβεια η θέση και η ορμή ενός σωματίου) και την εντάσσει στις εναλλαγές μιας αλλόκοτης και, εκ πρώτης όψεως, αταίριαστης σχέσης. Που ρίχνει τα στεγανά και τα τείχη του Αλεξ, που μαλακώνει την Τζόρτζι, που μας αποκαλύπτει ότι εκείνη η δυναμική, θρασύς και ορμητική γυναίκα είναι τελικά ευάλωτη και έχει τεράστια ανάγκη από συντροφικότητα. Και μας χαρίζει ένα από τα πιο έξυπνα, γοητευτικά και συγκινητικά σύγχρονα θεατρικά έργα, με θέμα τις ερωτικές σχέσεις. Αλλά δεν περιορίζεται μόνο στο θέμα του έρωτα ο Σάιμον Στήβενς. Το έργο του έχει χιούμορ, έχει τρυφερότητα, έχει αλήθεια και καθημερινότητα και, κυρίως, έχει ελπίδα. Και αυτό που κυρίως αγγίζει είναι το «πότε ακριβώς γινόμαστε απόμαχοι της ζωής και των συναισθημάτων»; Ολα αυτά αναδείχθηκαν εξαιρετικά με τη μετάφραση του Μενέλαου Καραντζά.

Οσο για την παράσταση, οι παλέτες της Μαγδαληνής Αυγερινού έγιναν τα πάντα: τραπέζι, κρεβάτι, γέφυρα, πάρκο, όλα. Με μαγικό όσο και απλό τρόπο. Το ίδιο εύστοχα συνόδεψε το κείμενο και τις διαθέσεις των ηρώων η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου. Η Κόρα Καρβούνη και ο Περικλής Μουστάκης ήταν επιτυχημένες ερμηνευτικές επιλογές και ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ενορχήστρωσε επιτυχώς τα πολλά καλά υλικά που είχε στη διάθεσή του. Το μόνο απροσδιόριστο της παράστασης, που δεν μπόρεσα να του βρω τη θέση και την ορμή του, ήταν ένα στυλιζάρισμα των ηθοποιών στην κίνησή τους, ακόμα και στην εκφορά του λόγου μερικές φορές. Προφανώς ήταν ηθελημένο, φρόντισε γι’ αυτό άλλωστε και η κίνηση που επιμελήθηκε η Σεσίλ Μικρούτσικου. Απλώς ήταν απροσδιόριστο.

Όλγα Σελλά