featured Θέατρο

Έφη Σταμούλη: “Ο κόσμος πάει στο θέατρο για να νιώσει”

Πόλη καταγωγής της, και πόλη της θεατρικής της στέγασης για την καλλιτεχνική της διαδρομή ως τώρα ήταν η Θεσσαλονίκη. Φέτος όμως, η ηθοποιός Εφη Σταμούλη κατέβηκε στην Αθήνα, όχι για ένα διάλειμμα θεατρικό, αλλά για μια ολόκληρη σεζόν, αφού παίζει στην παράσταση του Γιάννη Καλαβριανού «Γρανάδα», στο Από Μηχανής Θέατρο, στο Μεταξουργείο. Δεν την είχα δει ποτέ επί σκηνής, ούτε στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, που επί χρόνια λειτούργησαν με τον σύντροφο της ζωής της, θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου, ούτε στο Κρατικό Θέατρο  Βορείου Ελλάδος. Την είδα φέτος, στη «Γρανάδα». Και ήθελα πάρα πολύ να την γνωρίσω, να την γνωρίσουμε καλύτερα.

Ανθρωπος του κέντρου στη Θεσσαλονίκη, άνθρωπος του κέντρου και στην Αθήνα. Στο αθηναϊκό της σπίτι συναντηθήκαμε ένα απόγευμα και πιάσαμε το νήμα της από την αρχή. Και είχα την τύχη να έχω απέναντί μου έναν άνθρωπο με χειμαρρώδη λόγο, με συγκροτημένη σκέψη, με γοητευτική αφήγηση.

«Θα σου πω κάτι που είναι πολύ αστείο, αλλά εντελώς αληθινό. Από πάρα πολύ μικρή έλεγα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός. Γιατί όμως; Γιατί κατ’ αρχήν ήθελα να γίνω… βασίλισσα. Εκείνη την εποχή είχαν γίνει οι γάμοι της Γκρέις Κέλλυ με τον Ρενιέ. Ταυτόχρονα υπήρχε και η φήμη για τη σχέση της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Κωνσταντίνο. Οπότε προφανώς σκέφτηκα ότι ο δρόμος προς τη βασιλεία, επειδή δεν είχα γεννηθεί γαλαζοαίματη, περνάει από το θέατρο. Αρα γι’ αυτό το λόγο, έλεγα από μικρή ότι θα γίνω ηθοποιός. Προέρχομαι από ένα τελείως άλλο περιβάλλον. Γέννημα-θρέμμα Θεσσαλονικιά, με τους δυο γονείς μου -αλλά και πολλους στο σόι- γιατρούς.  Καθώς ήμουν μοναχοπαίδι, ο πατέρας μου ήταν σίγουρος ότι θ’ ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Η μαμά μου ήθελε, αλλά όχι φανατικά. Είχα όμως μια πολύ θεατρόφιλη γιαγιά, η οποία με έτρεχε στα θέατρα και στα σινεμά από πάρα πολύ μικρή. Θυμάμαι σε ηλικία 7-8 χρονών, ότι είχα δει την Κυβέλη, σε παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ημουνα και σ’ ένα σχολείο που, από τότε, είχε εξωσχολικές δραστηριότητες, που περιλάμβανε και το θέατρο. Οπότε ήρθε πολύ φυσικά η επιλογή μου. Βέβαια ο πατέρας μου κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό όταν του το ανακοίνωσα.

Αποφάσισα να έρθω στην Αθήνα να σπουδάσω θέατρο, γιατί δεν μπορούσε να το χωνέψει ο πατέρας μου (αργότερα βέβαια συμφιλιώθηκε μια χαρά). Ηρθα στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο, δεν πέρασα, πήγα μία χρονιά στη σχολή του Δημήτρη Κωνσταντινίδη, και μετά έγινε η σχολή του ΚΘΒΕ και επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, με τον πατέρα μου συμφιλιωμένο πλέον με την απόφασή μου. Είχα, παραλλήλως, περάσει και στο Πανεπιστήμιο, στη Γαλλική Φιλολογία, και αυτό ηρέμησε κάπως τον πατέρα μου που έλεγε “θα γίνεις θεατρίνα, δεν θα σπουδάσεις, δεν θα κάνεις οικογένεια, κ.λπ.”.

Στη σχολή του ΚΘΒΕ γνώρισε τον θεατρολόγο Νικηφόρο Παπανδρέου, που μετά τη μεταπολίτευση επέστρεψε στην Αθήνα, από το Παρίσι, για διακοπές. Τότε τον είχε βρει τυχαία στον «Κέδρο» ο Γ. Π. Σαββίδης και του είπε: «Κάνουμε μια σχολή στο Κρατικό Θέατρο. Θέλεις να έρθεις να αναλάβεις τη διεύθυνση;». Ο Νικηφόρος δίδασκε ήδη στο Πανεπιστήμιο στη Γαλλία και του ήρθε απροσδόκητα αυτή η πρόταση. Το συζήτησε με κάποιους φίλους του και ένας από αυτούς, ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος του είπε: «Σπούδασες κάτι που δεν υπάρχει, υπάρχουν κάποιοι τρελοί που σου λένε ότι υπάρχει κι εσύ το σκέφτεσαι;». Κι έτσι αποφάσισε να την αναλάβει. «Εγώ τότε τελείωνα το τρίτο έτος της Σχολής. Η επόμενη φουρνιά από μας ήταν ο Χρήστος Αρνομάλλης, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ο Νίκος Σεργιανόπουλος. Ο Νικηφόρος, επειδή ήμασταν πολύ αγαπημένα του έτη, και δεν ήθελε αυτό να τελειώσει, αποφάσισε να κάνει μια ομάδα. Εγώ ήμουν ήδη στο ΚΘΒΕ. Τότε έπεσε η ιδέα της ίδρυσης της ομάδας. Το 1979 ιδρύθηκε η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης και ούτε που φανταζόμασταν τότε, στα πιο τρελά μας όνειρα, ότι εκείνη η ιδέα θα διαρκούσε 38 ολόκληρα χρόνια. Και ξέρεις πότε έπαθα κρίση ηλικίας; Οταν γιορτάσαμε τα 30 χρόνια της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης».

«Το ΚΘΒΕ βρίσκεται  τώρα σε εξαιρετική φάση»

Ολη αυτή τη σεζόν, από το βράδυ της Κυριακής μέχρι το μεσημέρι της Τετάρτης η Εφη Σταμούλη βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, για τις υποχρεώσεις της στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΑΠΘ, ιδρυτής του οποίου ήταν ο Νικηφόρος Παπανδρέου, ο οποίος είναι πλέον ομότιμος καθηγητής. «Μπορεί να πει κανείς ότι η Πειραματική Σκηνή και το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, τα συνδέω σαν πραγματικότητες στο θεατρικό γίγνεσθαι της Θεσσαλονίκης, άλλαξαν λίγο το θεατρικό τοπίο της πόλης. Γιατί δυστυχώς, για πάρα πολλά χρόνια, υπήρχε μόνο το ΚΘΒΕ και η Πειραματική Σκηνή. Δεν ήταν καλό αυτό. Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αλλάξει».  Και δεν τσιγκουνεύεται καθόλου τα λόγια της η Εφη Σταμούλη όταν μιλάει για τη σημερινή φάση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

«Το ΚΘΒΕ βρίσκεται σε μια εξαιρετική φάση. Ο Γιάννης Αναστασάκης και η Μαρία Τσιμά έχουν κάνει θαυμάσια δουλειά, άλλαξαν το Κρατικό, του έκαναν στροφή 180 μοιρών, έκαναν σημαντικές παραστάσεις, ξαναέφεραν τον κόσμο στο Κρατικό, που τα τελευταία χρόνια ήταν τελείως ανυπόληπτο και αυτό τους το οφείλει η πόλη. Κι επειδή τα τελευταία χρόνια έπαιξα στο Κρατικό είδα κι από μέσα πώς άλλαξε. Ξανάφεραν το θέατρο στην πόλη, έκαναν το Κρατικό ολοζώντανο. Ηρθαν άνθρωποι που δεν είχαν περάσει ποτέ την πόρτα του Κρατικού, κάνουν δράσεις, άλλαξαν εντελώς το τοπίο. Μακάρι να μπορέσουν να συνεχίσουν».

Μία από τις εύλογες ερωτήσεις είναι αν θεωρεί η Εφη Σταμούλη ότι «εγκλωβίστηκε» στο θεατρικό τοπίο της Θεσσαλονίκης. «Δεν θα χρησιμοποιούσα ποτέ αυτή τη λέξη. Γιατί ήταν πάντα μια πολύ συνειδητή επιλογή. Η Πειραματική ξεκίνησε σαν παιχνίδι. Μετά από 6-7 χρόνια είδαμε ότι δεν είναι τόσο παιχνίδι. Ηρθαν και οι πρώτες επιχορηγήσεις. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’80 υπήρξε μια στιγμή που σκέφτηκα μήπως έπρεπε να κατέβω στην Αθήνα. Δεν το έκανα και δεν το μετάνιωσα. Προφανώς τα πράγματα στην Αθήνα συμβαίνουν. Πιθανότατα θα ήμουν πιο γνωστή. Αλλά κάποια πράγματα που έζησα και ζω στη Θεσσαλονίκη είναι μοναδικά. Ο μικρός τόπος έχει και καλά και κακά. Και τώρα που έχει κλείσει σχεδόν ένας κύκλος της Πειραματικής, μπορώ να πω ότι είναι πολύ σημαντικό να με σταματάνε άνθρωποι στο δρόμο και να με ευχαριστούν για ό,τι κάναμε εκεί. Αισθάνομαι ότι παίξαμε έναν ρόλο και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό. Αρα δεν το μετάνιωσα. Βέβαια και τώρα είμαι πολύ ευχαριστημένη που ήρθα στην Αθήνα. Οταν μου το πρότεινε ο Γιάννης (Καλαβριανός) αιφνιδιάστηκα. Αλλά ήταν μια εξαιρετική ανανέωση και ένα ξεκίνημα που δεν το φανταζόμουν ότι θα ήταν τόσο ζωογόνο. Εχω βεβαίως εδώ τον γιο μου και την εγγονή μου, αλλά ξέρεις εδώ ζω λίγο φοιτητική ζωή. Εχω το βράδυ την παράσταση και το πρωί έχω τρελαθεί στις βόλτες. Στη Θεσσαλονίκη, αν δεν έχω δουλειά, δεν θα πάρω το λεωφορείο να πάω στη Μηχανιώνα. Προχθές πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στη Βουλιαγμένη. Εχω ξανανέβει στην Ακρόπολη που είχα ν’ ανέβω 30 χρόνια. Εχω πάει στον Κεραμεικό, στην Αρχαία Αγορά… Οπως οι Αθηναίοι που έρχεστε στη Θεσσαλονίκη και τρελαίνεστε, έτσι κι εγώ στην Αθήνα».

  • Επειδή ερχόσουν συχνά στην Αθήνα, τώρα που την ζεις περισσότερο την είδες διαφορετική;

«Απολύτως. Είδα και την τρέλα της δουλειάς, βέβαια. Χάνεσαι περισσότερο, σε παίρνει η μεγάλη πόλη, βλέπεις αραιότερα τους ανθρώπους. Εμένα μου άρεσε πάντα η Αθήνα, θεωρώ ότι είναι ωραία πόλη».

  • Πώς βλέπεις τη θεατρική Αθήνα, σε σχέση με τη θεατρική Θεσσαλονίκη;

«Δεν συνδέονται. Είναι μια άλλη πραγματικότητα. Εμείς ζούμε σ’ έναν άλλο θεατρικό κόσμο. Οχι τόσο στο επίπεδο των παραστάσεων, αλλά στον τρόπο της δουλειάς, στην αγριάδα της δουλειάς. Βλέπεις νέα παιδιά που τρέχουν σε τρεις παραστάσεις και σε πρόβες για να βγάλουν 400 ευρώ. Βέβαια εδώ υπάρχουν και περισσότερες ευκαιρίες. Υπάρχει ασφαλώς και μια υπερβολή από την τεράστια πληθώρα των παραστάσεων. Αυτό είναι και καλό και κακό. Αν πρέπει να απαντήσω στο δίλημμα “λίγα ή πολλά”, θα απαντούσα πολλά. Θα μπορούσαμε να έχουμε ένα μέτρο. Αλλά πού έχουμε μέτρο; Βέβαια αυτό ξεκινάει από την εκπαίδευση. Δεν μπορεί να βγαίνουν τόσοι ηθοποιοί κάθε χρόνο!»

  • Ο Γιάννης Καλαβριανός ήταν ένας από τους μαθητές σου στο Τμήμα Θεατρικών. Πώς αισθάνεσαι που παίζεις σε παράσταση που σκηνοθετεί ένας μαθητής σου;

«Τα τελευταία χρόνια το έχω κάνει πολλές φορές. Είναι πολύ ωραίο να συνειδητοποιείς ότι οι μαθητές σου πια είναι πολύ σημαντικοί άνθρωποι του θεάτρου, αρχίζουν και έχουν μια δική τους πορεία και είναι τόσο σημαντική η δουλειά που κάνουν, που  θέλεις να δουλέψεις μαζί τους. Αυτό το έχω κάνει τα τελευταία 7-8 χρόνια, συστηματικά. Τώρα, όταν ξεκινάς να δουλεύεις μ’ έναν μαθητή σου, πρέπει να ξεχάσεις αυτή τη σχέση. Γιατί αν δεν την ξεχάσεις, χάθηκες. Κι εσύ, κι αυτός. Αισθάνομαι ότι είμαι ένας άνθρωπος πολύ ανοιχτός στη ζωή μου. Με γοητεύει πάρα πολύ όταν σκέφτομαι “πω πω αυτό δεν θα το είχα σκεφτεί ποτέ”. Και είναι και πολύ ωραίο να συναναστρέφεσαι με νεότερους ανθρώπους. Νομίζω ότι την πρώτη φορά ήταν πιο δύσκολο γι’ αυτούς. Κυρίως αυτοί έρχονται μ’ ένα κράτημα, που προσπαθώ να το σπάσω. Με τον Γιάννη έχουμε δουλέψει στα “Ανεμοδαρμένα Υψη” στο ΚΘΒΕ, δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργαζόμαστε. Εχουμε παίξει μαζί στην Πειραματική ως ηθοποιοί».

  • Είναι λίγο κλισέ ερώτηση αυτή, αλλά θέλω να σου την κάνω. Εχεις παίξει πολλούς ρόλους, αλλά υπάρχουν κάποιοι που δεν έκανες και θα ήθελες να κάνεις;

«Επειδή είχα την τύχη να παίξω από πάρα πολύ νωρίς πολύ μεγάλους ρόλους και γιατί είχαμε και την αθωότητα της νιότης μας. Και ήταν κι ένα φοβερό σχολείο, το ότι παίζαμε από την αρχή τέρατα. Δεν θα τα παίζαμε πολύ καλά μάλλον, αλλά το κάναμε. Επειδή είχα αυτή την τύχη, δεν μου λείπουν καθόλου ρόλοι. Δεν έχω κανέναν απωθημένο ρόλο. Αυτό που με νοιάζει, είναι οι συνθήκες της δουλειάς. Ποιος είναι ο σκηνοθέτης, ποιοι είναι οι υπόλοιποι, αυτό που συμβαίνει τώρα στη «Γρανάδα». Εκείνο που με νοιάζει είναι η διαδικασία της πρόβας. Αυτή με τροφοδοτεί. Οταν ξεκινήσαμε, ο Γιάννης μας είπε ότι δεν είχε να μας δώσει ούτε μία γραμμή του κειμένου. Αλλά δεν μας ένοιαξε. Με τη Φιλαρέτη είμαστε κολλητές, εμείς, τα παιδιά μας. Με τη Λυδία είμαστε μαζί από 5 χρονών. Κοιμόμαστε μαζί στα μαθητικά χρόνια. Εχουμε παίξει ανά δύο, αλλά και οι τρεις μαζί, ποτέ. Και μας ένωσε ο Γιάννης έστω κι αν η Λυδία είναι στο βίντεο. Αυτό λοιπόν με νοιάζει, οι συνθήκες και το κλίμα».

  • Παίζεις σ’ ένα έργο σύγχρονο, νεοελληνικό. Πώς αποτιμάς τη σύγχρονη νεοελληνική δραματουργία;

«Θα σου απαντήσω με κάτι που είχε πει ο Καμπανέλλης κάποτε: “Αν γράφεται ένα καλό έργο κάθε τρία χρόνια, είναι λίγο;” Δεν ξέρω αν μπορεί να γράφονται σημαντικά έργα με μεγαλύτερο ρυθμό. Η κρίση νομίζω ότι είναι στο παραστασιακό γεγονός, όχι στη δραματουργία. Νομίζω ότι θα ξαναγυρίσουμε πολύ γρήγορα στα έργα με αρχή, μέση και τέλος. Γιατί πολύ τα αποδομήσαμε όλα. Γιατί πρέπει να τα αφηγηθούμε όλα και να μην τα παίξουμε; Υπάρχει μια τάση που είναι σαν να φοβόμαστε τον ηθοποιό, μην τυχόν ο ηθοποιός συγκινηθεί και μας συγκινήσει. Φοβόμαστε τα συναισθήματά μας, αλλά νομίζω ότι ουσιαστικά το θέατρο συγκινεί, ότι ο κόσμος πάει για να νιώσει. Αλλά το δύσκολο είναι να συγκινηθείς και να συγκινήσεις, να μεταμορφωθείς. Το να αφηγηθείς απλώς είναι από τα πολύ εύκολα της δουλειάς μας».

  • Αφού σου άρεσε τόσο αυτή η κάθοδος στην Αθήνα, σκέφτεσαι να την επαναναλάβεις;

«Κοίτα, δεν θέλω να προγραμματίζω. Αυτό που σίγουρα μπορώ να πω είναι ότι με πολλή χαρά θα το ξανάκανα. Αλλά ούτε θα πάθω κατάθλιψη αν δεν συμβεί, κι αν συμβεί θα το χαρώ. Ετσι κι αλλιώς δεν έφυγα από τη Θεσσαλονίκη, αλλωστε υπάρχει και το Πανεπιστήμιο. Απλώς αυτό που δεν έκανα τόσα χρόνια λόγω της Πειραματικής, τώρα μπορώ να το κάνω».

  • Οι παραστάσεις του έργου «Γρανάδα» στο Από Μηχανής Θέατρο ολοκληρώνονται την Κυριακή 1η Απριλίου. Ομως η διαδρομή της θα συνεχιστεί μετά το Πάσχα στη Βόρεια Ελλάδα: στο ΔΗΠΕΘΕ Κομοτηνής στις 14 και 15 Απριλίου, και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, από τις 17 ως τις 27 Μαΐου.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ