Θέατρο

Δημήτρης Τάρλοου : «Οι Τρεις Αδελφές transit στο Πορεία»

«Ο Τσέχωφ μιλάει για μια φαντασίωση και η Μόσχα εκτός του ότι είναι μια μητρόπολη, ένα Μανχάταν της Ανατολής, είναι μια φαντασίωση», αφηγείται στο artplay.gr ο Δημήτρης Τάρλοου με αφορμή τις «Τρεις Αδελφές» που σκηνοθετεί

στο Θέατρο Πορεία με πρεμιέρα την Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου.

«Θέλησα να μιλήσω για την ανάγκη να φύγουμε από αυτόν τον τόπο και να γίνουμε ξένοι και η συνθήκη που επικράτησε είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί η σκηνή δεν είναι σπίτι, αλλά ένα μέρος που θα μπορούσε να είναι ένας σταθμός λεωφορείων, αεροπλάνων, τραίνων, το οποίο έδωσε στους ηθοποιούς την αίσθηση της ατέρμονης αναμονής, του transit.

Αυτό που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τον Τσέχωφ ήταν ο Γλάρος του Κορσουνόβας , μια πολύ ισχυρή παράσταση με έμπνευση και θάρρος, αποκαλύπτει ο σκηνοθέτης, που την ίδια ώρα δεν κρύβει την αγάπη του στον Γούντι Άλλεν σημειώνοντας: «έχω την αίσθηση ότι έχει επηρεαστεί πολύ από τον Τσέχωφ σε σχέση με την ατμόσφαιρα, οπότε ασχολούμενος με τις Τρεις Αδελφές θέλησα να προσπαθήσω να δημιουργήσω μια τέτοιου είδους πυκνή «γουντιαλλενική» ατμόσφαιρα με ζωντανή μουσική. Ωστόσο η ιδέα μου προέκυψε από ένα διήγημα του Καραγάτση πάρα πολύ ενδιαφέρον που λέγεται Μπουνχούστα, από την Μεγάλη Λιτανεία.

Από το ένα έργο πηγαίνω στο άλλο μέσα από ένα νήμα. Δεν διαλέγω έργα εγκεφαλικά. Όπως λέει ο Καρούζος «οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις».
Το θέμα της αποξένωσης που αγγίξαμε με την Χίμαιρα με αφορά σε πολύ προσωπικό επίπεδο, λόγω της δικής μου αίσθησης απομόνωσης, καθότι παιδί μεικτής οικογένειας. Ήθελα να μιλήσω για αυτήν την αίσθηση.
Το ότι θέλουμε να φύγουμε από αυτήν την χώρα και πολλοί φεύγουν , άλλοι δεν μπορούν , είτε γιατί παραμεγαλώσανε, είτε γιατί έχουν υποχρεώσεις και παιδιά εδώ, είτε είναι πολύ αργά , άλλοι για οικονομικούς λόγους, γιατί δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση ή απλώς δεν ήταν τυχεροί.
Θέλησα να μιλήσω για αυτήν την ανάγκη να φύγουμε από αυτόν τον τόπο και να γίνουμε ξένοι…

img_5141

Ήταν ένα έργο με το οποίο αποφοίτησα από την Σχολή του Εθνικού. Μας το είχε δώσει η Βαλάκου να το κάνουμε ολόκληρο και θυμάμαι το πόσο λίγο το κατάλαβα. Παίξαμε όλο το έργο και δεν είχα καταλάβει τίποτα και μου έκανε εντύπωση πώς αποφοίτησα…

Αυτό που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τον Τσέχωφ ήταν ο Γλάρος του Κορσουνόβας, μια πολύ ισχυρή παράσταση, παρότι ήταν τελείως μινιμαλιστική, με την έννοια του σκηνικού χώρου, στο studio του στο Βίλνιους, σε ένα δωμάτιο χωρίς σκηνικό χωρίς τίποτα, ένα τραπέζι, μερικές καρέκλες και μερικά σκηνικά αντικείμενα..

Ήταν πάρα πολύ αποκαλυπτικός στο θέμα των σχέσεων, στο θέμα της ατμόσφαιρας που επικρατεί στο έργο του Τσέχωφ , του χιούμορ αλλά και της βιαιότητας που υπάρχει, της σωματικότητας..

Εμένα μου αρέσει επίσης ο Γούντι Άλλεν και έχω την αίσθηση ότι έχει επηρεαστεί πολύ από τον Τσέχωφ σε σχέση με την ατμόσφαιρα, οπότε ασχολούμενος με τις Τρεις Αδελφές θέλησα να προσπαθήσω να δημιουργήσω μια τέτοιου είδους πυκνή «γουντιαλλενική» ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα με ζωντανή μουσική.

IMG_5031

Παρότι η παράσταση αφιερώνεται στον Όσκαρας γιατί μου έδωσε την έμπνευση και το θάρρος να ασχοληθώ με το έργο, η ιδέα προέκυψε μέσα από ένα διήγημα του Καραγάτση πάρα πολύ ενδιαφέρον που λέγεται Μπουνχούστα, από την Μεγάλη Λιτανεία. Μια ομάδα ανθρώπων που ενώ όλοι είναι Ρώσοι , αρχίζεις και έχεις την απόλυτη αίσθηση ότι είναι καραγκούνηδες.. κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου..
Ένα πρόβλημα που ανακαλύπτω στις ελληνικές παραστάσεις και γενικά σε δυτικές παραστάσεις του Τσέχωφ είναι ότι όλοι προσπαθούν να ανακαλύψουν ή να μιμηθούν αυτήν την ρωσικότητα… μας έχουν αλλάξει τον αδόξαστο με την ρώσικη ψυχούλα …και που να ξέρουμε εμείς ποια είναι η ρώσικη ψυχούλα και πως ένας Έλληνας ηθοποιός οφείλει να προσεγγίσει την ρώσικη ψυχούλα, καθώς δεν είναι Ρώσος.
Για όσους έχουν επισκεφθεί την αχανή και σπουδαία αυτή χώρα είναι κάτι πάρα πολύ μυστήριο και πάρα πολύ ειδικό. Ούτε να το μιμηθείς μπορείς, ούτε να το αγγίξεις. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να μιλήσεις σαν Έλληνας για το πως φαντάζεσαι τη ρωσικότητα…
Τι προσδοκίες θα είχες εάν πήγαινες στη Μόσχα, ή τι αποκόμισες πηγαίνοντας στη Ρωσία. Εγώ αυτό διηγήθηκα στους ηθοποιούς , τις αισθήσεις πηγαίνοντας στην Μόσχα ή την Αγία Πετρούπολη ή πώς ένιωσα βλέποντας Τσέχωφ στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας με την αυλαία που έχει κεντημένο το γλάρο από το 1901 και παραμένει το σύμβολο του Θεάτρου Τέχνης.
Έβαλα την Ιρίνα μεταφράστρια του Κορσουνόβας να μας γράψει ένα κείμενο για το πώς ένιωσε εκείνη ερχόμενη να ζήσει στην Ελλάδα καθώς παντρεύτηκε Έλληνα. Προέκυψαν μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το τι προσδοκίες ή φαντασιώσεις έχει ο καθένας για τον άλλο λαό, πράγμα που ουσιαστικά είναι και το θέμα του έργου. Γιατί ο Τσέχωφ μιλάει για μια φαντασίωση. Η Μόσχα πέρα του ότι είναι μια μητρόπολη, ένα Μανχάταν της Ανατολής, είναι μια φαντασίωση. Ήθελα να λειτουργήσουμε με αυτό το φαντασιακό και από ‘κει θα προκύψει και το θέμα της ματαίωσης των ελπίδων και των ονείρων. Και ήθελα πολύ λιγότερο να ψάξουμε να βρούμε το πώς πίνουνε τσάι οι Ρώσοι …

 

τττττττττ 1

Υπάρχει επίσης το θέμα των πολλών λογοτεχνικών αναφορών που υπάρχουν στον Τσέχωφ. Από τον Γκριμπογιέντοφ μέχρι τον Πούσκιν και από λαϊκά ρώσικα παραμύθια μέχρι ντοκιμαντερίστικο υλικό από εφημερίδες της εποχής.
Πώς μπορούν αυτά να γίνουν κατανοητά από το ελληνικό κοινό;
Προσπάθησα να βρω τις κατάλληλες αντιστοιχίες έτσι ώστε οι ηθοποιοί να μην μιλούν για πράγματα που δεν ξέρουν ή που δεν ξέρει ο κόσμος, αλλά να μιλούν για πράγματα που ξέρουν . Γιατί είναι τελείως διαφορετικό να μιλούν με λόγια του Νίκου Καρούζου και τελείως διαφορετικό με λόγια ενός Ρώσου ποιητή που κανένας δεν ξέρει εδώ. Και άρα δεν έχει καμία ψυχική σύνδεση μαζί του.

IMG_5087
Έγιναν λοιπόν τέτοιου είδους αναλογίες ώστε η παράσταση να αποκτήσει μια περίεργη αίσθηση όχι μόνο διαχρονικότητας αλλά α- τοπικότητας και α-χρονικότητας.

Να μην ξέρεις αν είσαι στο 1990 στη Ρωσία ή σε έναν σταθμό τραίνων στην Ελλάδα.
Η πρόταση που επελέγη τελικά για την συνθήκη είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί στην σκηνή δεν υπάρχει σπίτι, αλλά είναι ένα μέρος που κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ένας σταθμός λεωφορείων, αεροπλάνων, τραίνων, αυτό για μένα ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί έδωσε στους ηθοποιούς την αίσθηση της ατέρμονης αναμονής, του transit.

Σαν να είναι όλοι περαστικοί και περιμένουν μια αναγγελία πτήσης που δεν έρχεται ποτέ. Αυτή πρέπει να είναι η αίσθηση..
Και μέσα σε αυτήν την διάρκεια της αναμονής , της αναγγελίας της πτήση, γίνονται όλα αυτά που γίνονται . Άρα για τον Τσέχωφ η ζωή είναι πάρα πολύ σύντομη όσο η αναμονή μιας αναγγελίας …
Τόσο σύντομη και τόσο βασανιστική για κάτι που θα έρθει και που θα σώσει, θα μετατρέψει την δύσκολη και αβάσταχτη καθημερινότητα σε κάτι ενδιαφέρον, αλλά δεν έρχεται, ωστόσο οι προσπάθειες γίνονται …
Ο άνθρωπος προσπαθεί να μετατρέψει τη ζωή του από ένα σιχαμερό καθημερινό τίποτα σε κάτι εξαιρετικό και ενδιαφέρον …
Όλοι αυτοί προσπαθούν να μετατρέψουν την βαρεμάρα σε κάτι εξαιρετικό .. και συνεχώς πέφτουν πάνω σε τοίχους αλλά δεν το βάζουν κάτω..

IMG_5062

Έκανα μια νέα απόδοση

Μπήκε μέσα στην παράσταση το θέμα της ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης … υπάρχει Ελύτης, Σαχτούρης και κυρίως Καρούζος…
Μάλιστα έχω μετατρέψει σε ρώσικα και τα ονόματά τους … πολύ «εμπειρικικό» σαν ιδέα, έχει σουρεαλισμό… αλλά όλο αυτό περνάει σαν κανονικότητα.
Υπάρχουν αναφορές στην σύγχρονη Αθήνα ή στα περασμένα χρόνια, ρώσικες οδοί μετατράπηκαν σε αθηναϊκές, ρωσικά τοπόσημα σε αθηναϊκά, έτσι ώστε να μην μπορεί να καταλάβει κανείς αν μιλάμε για την Μόσχα , για την Αθήνα , για το Νοβοντέλιτσι ή για το Α Νεκροταφείο , για την Κόκκινη Στρατιά ή το Γενικό Επιτελείο Στρατού …

Ο Άγγελος Τριανταφύλλου είχε την εξαιρετική ιδέα να γράψει μουσική για πνευστά που παίζονται επί σκηνής και αυτό δημιουργεί μια ακόμα πιο συγκινητική ατμόσφαιρα.. γιατί για μένα τα πνευστά είναι η παιδική μου ηλικία, οι μπάντες που περνούσαν στην 28η Οκτωβρίου όταν ήμουν παιδί στην Άνδρο, οι Κυριακές, οι αργίες , οι ήχοι από την επαρχία που είναι ένα πράγμα πάρα πολύ συνυφασμένο με το έργο, καθώς μιλάει για την επαρχία, την «επαρχιωτίλα», τι σημαίνει να βρεθείς αποκλεισμένος.
Και έχεις αυτόν τον πάρα πολύ συγκινητικό ήχο του τρομπονιού , της τούμπας, του νταουλιού, αλλά και του σαξόφωνου , του πιάνου, ήχοι που τσιγκλάνε το ψυχικό αίσθημα του θεατή που θα θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια…

IMG_5043
Καλό ή κακό πάνω στη σκηνή πρέπει να είναι το βίωμά σου… πρέπει να χρησιμοποιήσουμε αυτό που είμαστε … και αυτό ζητώ από τους ηθοποιούς, εμπειρίες, τραύματα ανοιχτά ή επουλωμένα … ο θεατής θέλει να του αποκαλύψεις κάτι από τη ζωή σου..»

Μάνια Ζούση

Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου