Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Αστερόπη Λαζαρίδου: «Κωμωδία είναι!»

Αν δεν ήταν μια καλή δημοσιογράφος και αγαπημένη συνάδελφος που μας συνδέουν οι ίδιες εμμονές, τα πάθη και ο έρωτας για το θέατρο, με την οποία συναντιόμαστε ενίοτε αλλά πάντα βιαστικά σε πλατείες και φουαγιέ, θα μπορούσε να ήταν

μια κωμική ηθοποιός που με αυτό το μουτράκι που πάει ασορτί με το χιούμορ που διαθέτει, θα έκανε τρελή καριέρα! Πολλές φορές την έχω σκεφθεί στη θέση της Τζούντι Γκάρλαντ ως Ντόροθι στον Μάγο του Οζ!

Προς το παρόν η Αστερόπη Λαζαρίδου χαίρεται την επιτυχία του πρώτου θεατρικού της έργου, «κωμωδία είναι», όπως διευκρινίζει, που έγραψε μαζί με τον Γιώργο Χατζηπαύλου και τίτλο «72 ώρες» και το οποίο ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Σαρακατσάνη κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Ίδρυμα Κακογιάννη με τους Βάσω Καβαλιεράτου και Κίμωνα Φιορέτο.
Με αφορμή την παράσταση η Αστερόπη έγραψε δυο λογάκια, όπως εκείνη ξέρει, στο artplay.gr

«Η ιδέα για τις «72 Ωρες» μου είχε έρθει το 2009, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, λίγο πριν από έναν μεσημεριανό ύπνο: ένας άνδρας και μια γυναίκα, ερωτεύονται κεραυνοβόλα, αλλά τις πρώτες μέρες του ξέφρενου έρωτά τους, πάνω σε μία στιγμή απόλυτου πάθους, το προφυλακτικό θα σπάσει, και μαζί με αυτό και η ψευδαίσθηση ότι όλα γύρω τους είναι κινηματογραφικά και ρόδινα. Οι 72 ώρες είναι η διορία που δίνει το χάπι της επόμενης μέρας, προκειμένου να το πάρει μια γυναίκα και να αποφύγει κάποια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Και μέσα σε αυτές τις τρεις μέρες, οι δύο εραστές θα περνούσαν από κάθε στάδιο, προκειμένου να αποφασίσουν αν θα ρισκάρουν να φέρουν στον κόσμο μια νέα ζωή, ή να τακτοποιήσουν όπως όπως τη δική τους, με τη φαινομενικά ανώδυνη κατάποση ενός τέτοιου χαπιού. Αρχικά το σκεφτόμουν για σενάριο ταινίας μικρού μήκους, με κωμικές αλλά και δραματικές παραμέτρους. Μερικά χρόνια αργότερα, γνώρισα τον Γιώργο Χατζηπαύλου και πάνω σε μία συζήτηση αναζήτησης θεατρικού έργου για δύο ηθοποιούς επί σκηνής, έριξα αυτή την ιδέα, εκείνος ενθουσιάστηκε και αποφασίσαμε να το γράψουμε μαζί.

Τώρα που το σκέφτομαι, και ακούγοντας τον κόσμο που έρχεται στην παράσταση να γελάει τόσο δυνατά, δεν μετανιώνω που δεν έγινε ταινία και που τελικά έγινε θεατρική κωμωδία. Είναι κάθαρση να γελάμε με τα αδιέξοδα των ερωτικών σχέσεων και δεν υπάρχει πιο διασκεδαστικό πράγμα από το να ακούς ανθρώπους να ταυτίζονται και να ξεκαρδίζονται με ατάκες και ιστορίες που εμένα στο παρελθόν με είχαν πονέσει και με είχαν κάνει να νιώθω ότι όλα είναι αθεράπευτα πεζά και μάταια.

Ο Μάνος και η Μάνια λοιπόν, είναι δύο ήρωες βγαλμένοι απ΄ τη ζωή, είμαστε όλοι εμείς που τσαλαβουτάμε σε λάθος έρωτες, σε απαγορευτικά τάιμινγκ, σε λέξεις και φράσεις που πονάνε, αλλά στο τέλος της μέρας, αν καταφέρεις να βγάλεις κάτι αστείο ή έστω γλυκόπικρο από αυτό, είσαι κερδισμένος.

Από μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά δεν έγινα γιατί άκουσα τη φωνή της λογικής που μου υπαγόρευσε να σπουδάσω κάτι άλλο ώστε να μπορέσω να βιοποριστώ χωρίς τη βοήθεια κανενός. Η δημοσιογραφία μοιραία με έφερε όμως πιο κοντά στο απωθημένο μου, όταν άρχισα να γράφω για θέατρο, να παίρνω συνεντεύξεις από ηθοποιούς και να παρακολουθώ πάρα πολλές παραστάσεις. Από ένα σημείο και μετά, η παραμονή μου στην πλατεία άρχισε να με ενοχλεί οργανικά: κάθε φορά που άκουγα τρίτο κουδούνι ένιωθα τρακ λες και επρόκειτο να παίξω εγώ, στην υπόκλιση το σώμα μου με ωθούσε να ανέβω στη σκηνή για το χειροκρότημα και άλλα τέτοια τρελά, που μου χτυπούσαν καμπανάκια ότι διάλεξα λάθος επάγγελμα και όσο ζω θα το πληρώνω.

Τώρα που αισίως ζω και αναπνέω πιο κοντά στο σανίδι και πιο μακριά από τα καθίσματα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά και σίγουρα η θέα είναι πολύ καλύτερη. Όχι. Δεν είναι αγγελικά πλασμένα τα πράγματα όπως τα ονειρευόμουν. Είναι όμως, για μένα τουλάχιστον, πιο συναρπαστικά.

Σε μια εποχή λοιπόν, που αν κάποιος σε δει να γελάς στον δρόμο θα σε περάσει για τρελό ή για χαπακωμένο, το ότι ο αφοπλιστικά ταλαντούχος Γιάννης Σαρακατσάνης σκηνοθέτησε την κωμωδία μας και τόσος κόσμος έρχεται να τη δει και ξεκαρδίζεται μαζί της, εμένα με γεμίζει με απίστευτη χαρά, όχι επειδή ακούω τους θεατές να γελάνε με τα αστεία μου, αλλά επειδή ακούω τους θεατές να γελάνε.

Σε μια παλιά, φθαρμένη κασέτα, λάφυρο και απομεινάρι των παιδικών μου χρόνων, ακούγομαι με κοριτσίστικη φωνή να αφηγούμαι στη μαμά μου Κρυσταλλία, η οποία δεν ζει πια, μια ιστορία. Έχω πάρει το περισπούδαστο ύφος του εφτάχρονου και στο τέλος της αφήγησης της λέω «κωμωδία είναι!». Ήταν μια φράση που για κάποιον λόγο έλεγα από μικρή, αντί να πω «αυτό είναι πολύ αστείο», έλεγα «κωμωδία είναι». Όταν λοιπόν με ρωτούν τί ακριβώς είναι οι «72 Ωρες», τους λέω αυτό: «κωμωδία είναι». Και νιώθω ότι φτάνει και περισσεύει.

Αστερόπη Λαζαρίδου

 

sssssss 444

φωτογραφία εξωφύλλου : Έφη Γούση