Την ταραχή που της προκάλεσε η ανάγνωση του «Ξένου» του Καμύ στα εφηβικά της χρόνια θυμάται με αφορμή την παράσταση της «Παρεξήγησης» όπου σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί από κοινού με έναν εκλεκτό θίασο, η Αναστασία Παπαστάθη η οποία
γράφει στο artplay.gr τόσο για το έργο του Καμύ, όσο και για το RADAR, τον νέο θεατρικό χώρο που απέκτησε στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη, «μακριά από το κορεσμένο κέντρο», όπως λέει .
«Σχετικά με την επιλογή του έργου πρώτα απ’ όλα ,θα πρέπει να αναφερθώ στον διάλογο που είχα ανοίξει με τα κείμενα του Albert Camus από τα φοιτητικά μου χρόνια. Ήμουν 19 χρονών όταν πρωτοδιάβασα τον «Ξένο». Θυμάμαι ταράχθηκα τόσο πολύ που έχασα τον ύπνο μου. Χρόνια μετά εξήγησα την αιτία της ταραχής μου. Ήταν το γεγονός ότι με έφερνε σε επαφή με την ασυνείδητη πλευρά του εαυτού μου, αλλά ταυτόχρονα μου άνοιγε και έναν δρόμο αναζήτησης που ένοιωθα ότι με εξελίσσει ως άνθρωπο. Το ίδιο συνέβη με την «Παρεξήγηση». Είναι ένα έργο που σε ξεβολεύει που σε κάνει να θέλεις να ψάξεις την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα. Τα ερωτήματα που θέτει, αφορούν θεμελιώδη υπαρξιακά αλλά και φιλοσοφικά ζητήματα. Όπως: Ποια είναι η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο;
Είναι το μοιραίο αναπόφευκτο;
Ποια θέση έχει το ανικανοποίητο στοιχείο στον άνθρωπο;
Ποιες συνέπειες έχει ο άνθρωπος που ψεύδεται στην ζωή του;
Κάποια στιγμή η Μάρθα του έργου με σπαρακτική αγωνία λέει:
«…Δεν υπάρχει γαλήνη για τον άνθρωπο. Ούτε στην ζωή ούτε στον θάνατο. Ούτε πατρίδα υπάρχει. Μπορεί κανείς να ονομάσει πατρίδα αυτή την χώρα; Κατασπαράζει ο ένας τον άλλον. Μπορεί να λέγεται πατρίδα αυτή η χώρα;….»
Όλα αυτά, είναι θέματα που θέτουν προβληματισμούς ,ανοίγουν διάλογο, μας οδηγούν σε ενδοσκόπηση που οφείλουμε να κάνουμε σε μια εποχή κρίσης των αξιών, γιατί ξέρετε η κρίση που διανύουμε σήμερα είναι κυρίως πνευματική και όχι οικονομική. Τουλάχιστον έτσι εγώ νομίζω.
Επίσης με συγκινεί το ενδιαφέρον του Camus , για την ανθρώπινη ψυχή. Αυτήν ακριβώς θέλω να ερευνήσω και η «Παρεξήγηση » μου προσφέρει γενναιόδωρα το υλικό που χρειάζομαι. Κάτι άλλο που καθιστά το έργο διαχρονικό και το κάνει να συνομιλεί με το σήμερα είναι ότι σε επίπεδο ατομικό αλλά και συλλογικό μας αναγκάζει να επανατοποθετηθούμε.
Στην «Παρεξήγηση» , τουλάχιστον όπως εγώ αντιλαμβάνομαι το έργο, συγκρούονται δύο κόσμοι, το Φως και το Σκοτάδι. Ο κόσμος του σκοταδιού, ψεύδεται, κλέβει, εξαπατά, δολοφονεί και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη κανενός είδους συναισθήματος.
Ο κόσμος του φωτός, έχει αγνότητα, αξίες, αισθάνεται, αγαπά και εκφράζει τα συναισθήματά του. Σε ποιόν κόσμο θέλουμε να ζήσουμε; Πρέπει να επιλέξουμε και να αναλάβουμε την ευθύνη της επιλογής μας, ανεξάρτητα από το κόστος.
Ο Γιαν επιλέγει να κρατήσει την ταυτότητά του κρυφή. Στην ουσία ψεύδεται και καταλήγει να δολοφονηθεί από την μητέρα του και την αδερφή του, από παρεξήγηση.
Αν αποκωδικοποιήσουμε τα σύμβολα του Camus θα διαπιστώσουμε ότι σε παρεξήγηση βρίσκεται η ζωή του ανθρώπου γενικότερα.
Σχετικά με την εποχή του έργου, όλα συμβαίνουν στον μεσοπόλεμο με την γερμανική κατοχή να σπέρνει τον τρόμο και να απειλεί την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ανθρώπου. Σήμερα βιώνουμε κάτι διαφορετικό;
Όσο για το RADAR στις παρυφές της πόλης, πάντα ονειρευόμουν έναν χώρο μακριά από το κορεσμένο κέντρο.
Φέτος καταθέτω την εργασία που δίνει κατά κάποιο τρόπο και το στίγμα του χώρου. Από την έναρξή του όμως, πρωταρχικό μέλημα ήταν η φροντίδα και ο σεβασμός προς τον θεατή. Αυτό είναι ανεξάρτητο από την εποχή ή την κρίση που διανύουμε ως κοινωνία. Η προσέγγιση αυτή, ανοίγει δρόμο επικοινωνίας και καλλιεργεί την εμπιστοσύνη ανάμεσα στο θέατρο και στο κοινό του. Όταν δίνεις το καλύτερο εισπράττεις το καλύτερο. Όσο για την τοποθεσία του RADAR, νομίζω ότι διευκολύνει την προσέλευση των θεατών γιατί βρίσκεται σε έναν κόμβο όπου ακριβώς απέναντι είναι η στάση του Μετρό και της αστικής συγκοινωνίας. Επιπλέον είναι εκτός δακτυλίου . Όλα αυτά καθιστούν τον χώρο εύκολα προσβάσιμο. Το γεγονός μάλιστα ότι βρίσκεται έξω από το κορεσμένο κέντρο λειτουργεί και πάλι θετικά για τον θεατή που ψάχνει κάτι διαφορετικό για να τον συγκινήσει».
Αναστασία Παπαστάθη