Metamanias Θέατρο

Αφοσίωση, σεμνότητα, πάθος και σεβασμός για τους “Πέρσες”

Ήταν η παράσταση που έκλεισε τα φετινά Επιδαύρια και ήταν η πρώτη σκηνοθεσία στο αργολικό θέατρο ενός νεαρού σκηνοθέτη, που έχει δώσει μέχρι σήμερα, ξεχωριστά δείγματα δουλειάς, εντάσσοντας με ξεχωριστό τρόπο τη μουσική στις παραστάσεις του: του Άρη Μπινιάρη. Ο οποίος επέλεξε και πρότεινε στο Φεστιβάλ Αθηνών να παρουσιάσει τους «Πέρσες» του Αισχύλου και μαζί επέλεξε τη μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά -διόλου τυχαία όπως αποδείχθηκε στην πορεία. Πηγαίναμε στην τελευταία παράσταση των φετινών Επιδαυρίων με περιέργεια -για το πώς θα αντιμετώπιζε το αρχαίο δράμα ένας νέος σκηνοθέτης- και με προσδοκίες.

Στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου μας περίμεναν δύο τεράστια τύμπανα και μια ακατάτακτη αισθητικά μεγάλη πόρτα (σκηνικό Κωνσταντίνος Λουκά). Τα φώτα έσβησαν, ο γκιώνης μίλησε, ο θίασος φάνηκε… Ο χορός εμφανίστηκε και μίλησε πρώτος -οι γέροντες που είχαν μείνει στην Περσία και μάταια περίμεναν ειδήσεις από τη δράση του Ξέρξη, του ορμητικού βασιλιά τους, που είχε κινηθεί με μεγάλη στρατιά για να κατακτήσει την Ελλάδα και να εκδικηθεί έτσι την ήττα του πατέρα του, του Δαρείου, στον Μαραθώνα.

Και με την πρώτη αυτή εμφάνιση του χορού, οι τέσσερις χιλιάδες περίπου θεατές στην πρεμιέρα των Περσών, την Παρασκευή 11 Αυγούστου, εισέπραξαν κάτι διαφορετικό, ξεχωριστό και γοητευτικό Ο Αρης Μπινιάρης -σημειώνεται στο πρόγραμμα- υπογράφει και τη μουσική δραματουργία. Και πράγματι αυτός ο όρος είναι ο πιο ταιριαστός σ’ αυτό που γνωρίζει καλά ο Αρης Μπινιάρης. Γιατί η μουσική γίνεται μέρος της παράστασης, του λόγου, της δράσης. Με τη συμβολή ενός τύμπανου και ενός τζουρά ως μουσικά όργανα. Μόνο.

Και με τη διαφορετική τονικότητα του λόγου. Και με τη συμβολή της μετάφρασης του Παναγιώτη Μουλλά που παιδεύτηκε πολύ (από το 1965 που πρωτοέκανε τη μετάφραση για τους «Πέρσες» του Θεάτρου Τέχνης και του Κάρολου Κουν) να ισορροπήσει τον ρυθμό ανάμεσα στα πεζά και στα χορικά της τραγωδίας του Αισχύλου. Και που ξαναδούλεψε στην πορεία της ζωής του τη μετάφραση των «Περσών». Κι αυτή που ακούσαμε ήταν η τελική της μορφή.

Όλα όσα έγιναν στην Ελλάδα, στην ναυμαχία της Σαλαμίνας και στον αποδεκατισμό του τεράστιου στρατού του Ξέρξη μεταφέρονται μέσω του Αγγελιαφόρου (Χάρης Χαραλάμπους) στην παράσταση, του ανθρώπου που φτάνει ξέπνοος για να πει τα κακά μαντάτα. Και τα λέει στους γέροντες και την Άτοσσα (Καρυοφυλλιά Καραμπέτη), που καρδιοχτυπάει για την τύχη του παιδιού της και για την τύχη της χώρας της. Και έχει δει ήδη ένα κακό όνειρο. Και που όλοι μαζί σκέφτονται να απευθυνθούν στους θεούς για να τους κατευνάσουν. Και ετοιμάζουν σπονδές και θυσίες. Και παρακολουθούμε σ’ αυτό το σημείο μια μοναδική στιγμή -ίσως από τις πιο αξιομνημόνευτες των φετινών Επιδαυρίων: όταν η Ατοσσα (η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στην προκειμένη περίπτωση) μας κάνει κοινωνούς αυτής της μυστικιστικής διαδικασίας, μέσα από μια καθηλωτική ερμηνευτική πράξη. Και την παρακολουθούμε σχεδόν να σεληνιάζεται, να κουνάει επί ώρα το κεφάλι της και τα ελεύθερα, πλέον, μαλλιά της και να προσπαθεί, μέσω αυτής της υπερβατικής διαδικασίας, να συνομιλήσει με τα πνεύματα, με τη μοίρα, με το μέλλον, με όσα θέλει ν’ ακούσει, με όσα ελπίζει ν’ ακούσει.

Και κάπου εκεί εμφανίζεται το φάντασμα του Δαρείου (Νίκος Ψαρράς), μία από τις πιο σημαντικές σκηνές της αρχαίας τραγωδίας. Και η Ατοσσα αρχίζει να στροβιλίζεται, όχι για λίγο, για περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας, σαν χορός δερβίσικος. Γιατί πώς αλλιώς ν’ αντικρίσεις κατάφατσα ένα φάντασμα; Και να συνομιλεί παραλλήλως με τα όσα συνετά λέει ο Δαρείος, αφού βλέπεις αλλιώς των πάνω κόσμο όταν είσαι ήδη στον κάτω…

Και όλη αυτή την ώρα δίπλα σ’ αυτή την ονειρική, μεταφυσική σκηνή, ο χορός είναι παρών:  μαγεμένος, απελπισμένος, παθιασμένος, σεληνιασμένος κι αυτός.

Κι εκείνος που παίζει τον τζουρά, κάθεται σταυροπόδι κάποια στιγμή στο έδαφος και θυμίζει απευθείας την γκραβούρα του O. M. Stackelberg (1825).

Και τέλος φτάνει ο Ξέρξης (Αντώνης Μυριαγκός), εξακολουθώντας να βρίσκεται σε μια τρέλα μεγαλείου, αλλά συνειδητοποιώντας, κάπως, ότι τα φτερά του έχουν κοπεί. Και με όλη την ανικανότητα να αντιληφθεί τι ακριβώς του συνέβη και γιατί…

Και όλην αυτήν την ώρα ο χορός είναι πάντα εκεί, μετέχει, ολοφύρεται, παρηγορεί. Με τον ξεχωριστό του τρόπο. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι καταχειροκροτήθηκε (ο χορός στο σύνολό του, με κορυφαίο τον Αρη Μπινιάρη) στο τέλος της παράστασης, σαν ένας ξεχωριστός πρωταγωνιστής.

Υπήρχαν στιγμές ξεχωριστές και δουλεμένες στην παράσταση του Αρη Μπινιάρη, υπήρχαν και άλλες που φάνηκαν αδέξιες και άστοχες. Όπως τα κοστούμια (Ελένη Τζιρκαλλή), τα σκηνικά, αρκετές φορές και η κίνηση (Λία Χαράκη), ακόμα και οι σκηνοθετικές οδηγίες σε καθοριστικές σκηνές, όπως εκείνη του Αγγελιαφόρου ή της εμφάνισης του Ξέρξη, που ήθελαν, ασφαλώς, περισσότερη εμπειρία και καθοδήγηση.

Μακράν ξεχώρισαν, δίπλα στο χορό, και πέρα από αυτόν, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και ο Νίκος Ψαρράς, με την εμπειρία τους, τη στερεότητά τους, την ευαισθησία τους.

Ναι, υπήρχαν αδυναμίες στην παράσταση του Αρη Μπινιάρη. Που όμως δεν μείωσαν την τελική της γεύση, την οποία κουβαλάμε μέχρι τώρα. Που ήταν μια γεύση ευχάριστης έκπληξης, για την αφοσίωση, τη σεμνότητα, το πάθος και τον σεβασμό σε ό,τι έγινε στην ορχήστρα. Κι αυτό είναι σημαντικό από μόνο του. Και ήταν μια ωραία γεύση κλεισίματος των φετινών Επιδαυρίων. Και το θερμότατο μπιζάρισμα στο τέλος της παράστασης το απέδειξε.

Όλγα Σελλά

  • Η παράσταση θα παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στις 30 Αυγούστου.

Ταυτότητα

Οι «Πέρσες» του Αισχύλου, του Αρη Μπινιάρη και του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, παρουσιάζονται με Άτοσσα την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αγγελιαφόρο τον Χάρη Χαραλάμπους, Δαρείο τον Νίκο Ψαρρά, Ξέρξη τον Αντώνη Μυριαγκό.

Χορός: Ηλίας Ανδρέου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Μάριος Κωνσταντίνου, Παναγιώτης Λάρκου, Δαυίδ Μαλτέζε, Γιάννης Μίνως, Άρης Μπινιάρης, Ονησίφορος Ονησιφόρου, Μάνος Πετράκης, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Σεβδαλής

Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Μουλλά και η μουσική δραματουργία του Άρη Μπινιάρη.