Οι δημιουργοί γράφουν Όπερα

Θέμελης Γλυνάτσης: «Η ιστορία της Αλτσίνα είναι η αγωνία του μπαρόκ»

«Στην Αλτσίνα του Χαίντελ, το όμορφο γίνεται άσχημο, το γόνιμο άγονο, το αρσενικό θηλυκό και το αιώνιο παροδικό. Η διάσημη άρια του Ρουτζέρο από τη δεύτερη πράξη Verdi prati (πράσινα λιβάδια) είναι το απόλυτο σημείο τομής του έργου και αποδομητικός μηχανισμός ολόκληρης της μπαρόκ παράδοσης», γράφει στο artplay.gr με αφορμή την πρεμιέρα της όπερας «Αλτσίνα» που σκηνοθετεί στις 6 Ιουνίου στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ο Θέμελης Γλυνάτσης.

«Το μπαρόκ φανερώνει μια συγκεκριμένη, όσο και υπόγεια, ανησυχία – η έννοια του διάκοσμου λειτουργεί ταυτόχρονα σαν δέσμευση για το ωραίο, αλλά και σαν αντανακλαστικό που προσπαθεί να διαπραγματευτεί μια βαθύτατη μελαγχολία – ο διάκοσμος του μπαρόκ παραδέχεται με μια λεπτή αυτοσυνειδητότητα την “φτιασιδωμένη” του ουσία, και αυτή η παραδοχή του χρυσού, του κόκκινου, του μπαρόκ γυμνού σώματος είναι η αποκάλυψη μιας απελπισίας για ένα κόσμο άσχημο, άδικο και φθαρτό. Η ιστορία της Αλτσίνα, μιας μάγισσας που παγιδεύει τους εραστές της σε ένα νησί μέσω της ψευδαίσθησης, είναι καθαυτή η αγωνία του μπαρόκ – ένα ερημονήσι με τέρατα, που όμως φαντάζει στον επισκέπτη (στον θεατή, με άλλα λόγια), σαν παραδεισένια πραγματικότητα, με μοναδικό γνώμονα την ομορφιά. Στην Αλτσίνα του Χαίντελ, το όμορφο γίνεται άσχημο, το γόνιμο άγονο, το αρσενικό θηλυκό και το αιώνιο παροδικό. Η διάσημη άρια του Ρουτζέρο από τη δεύτερη πράξη Verdi prati (πράσινα λιβάδια) είναι το απόλυτο σημείο τομής του έργου και αποδομητικός μηχανισμός ολόκληρης της μπαρόκ παράδοσης– ο μαγεμένος εραστής αντικρίζει για πρώτη φορά την πραγματικότητα, λέγοντας «και όλα εσείς τα όμορφα, θα γυρίσετε ξανά στην φρίκη της πρώτης σας μορφής». Η φρίκη, η ασχήμια είναι το σημείο επιστροφής, και ταυτόχρονα, η αυθεντική πραγματικότητα της όπερας – οι ήρωες του μπαρόκ έχουν να αντιμετωπίσουν αυτή την απάνθρωπη οντολογία: πως έχουμε ξεβραστεί σε έναν αφιλόξενο κόσμο που μας ξεγελά για να κρύψει τη δαιμονικότητά του. Και μπορεί το φινάλε της όπερας να είναι ευχάριστο για τους περισσότερους χαρακτήρες, αλλά οι δυο μάγισσες, η Αλτσίνα και η αδελφή της η Μοργκάνα, μένουν μόνες, άστεγες, μετέωρες και παρατημένες σε μια έρημη πραγματικότητα που είχαν προσπαθήσει να καλύψουν με τόση τέχνη – επί της ουσίας, μετά την βύθιση του μαγικού τους νησιού, καταδικάζονται να ζήσουν σε ένα απάνθρωπο πουθενά. Ίσως τελικά η Αλτσίνα, μέσα στη μπαρόκ «αφέλειά» της, καταθέτει μια ερμηνεία περί ψευδαίσθησης: πως ναι, η τέχνη, ο έρωτας και η πλάνη είναι διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, αλλά η εγγενής φρίκη αυτής της πραγματικότητας καθιστά την ψευδαίσθηση αναγκαία, έστω και παροδικά. Και όπως είναι φυσικό, η καταδίκη είναι αμείλικτη».

Θέμελης Γλυνάτσης

φωτογραφία εξωφύλλου: Γιάννης Φίλιας