Κινηματογράφος Μουσική

Ο Θανάσης Γιαννόπουλος τα λέει «εκτός ασύλου»

Με αφορμή την προβολή της ταινίας «Εδώ δεν υπάρχει Άσυλο», στην οποία υπογράφει το σενάριο και την δημοσιογραφική επιμέλεια, ο Θανάσης Γιαννόπουλος μιλά για

την ταινία και την δεκαετία του 80, εκτός …ασύλου.

«Μου φαίνεται πως τώρα ήρθε η ώρα να περπατήσουμε σωστά τον λάθος δρόμο
κ΄υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μη χαθούμε …
-Να ξεχαστούμε, αλλά να μην ξεχάσουμε».
Ν.Ν.

Μια πρώτη ερώτηση για την ταινία θα μπορούσε να είναι ποια η ανάγκη που σας έκανε να στραφείτε και να ασχοληθείτε με την συγκεκριμένη δεκαετία και τα συγκροτήματά της. Τι σηματοδότησε για εσάς; το κυρίαρχο αίσθημα μιας εποχής και κάποιων ανθρώπων που «γεννήθηκαν για να χάνουν, όχι για να διαπραγματεύονται».

Γεννήθηκα το 1965 (μισό αιώνα πίσω –το λες και τρομάζεις!) κι έτσι μπήκα στη δεκαετία του ’80, σε ηλικία 15 χρονών και βγήκα 25 χρονών. Αυτά ήταν τα χρόνια που υπήρξα νέος, ανεύθυνος, περίεργος και με μια υφέρπουσα νεύρωση περί ελευθερίας. Ήταν η εποχή που πεινούσαμε πολύ για εμπειρίες και μουσική, πηδούσαμε λίγο και τα ναρκωτικά θέριζαν τα καλύτερα μυαλά. Ήταν η εποχή που όλα επιτρέπονταν, μέχρι να προσπαθήσεις να τα κάνεις. Μετά, αυτομάτως, όλα απαγορεύονταν. Κι αν διαμαρτυρόσουν σε πλακώνανε στο ξύλο για να σου δείξουν ότι όλα επιτρέπονται. Τέλος πάντων, επιβίωσα από εκείνη την εποχή (μαζί με πολλούς άλλους, φυσικά) και θέλησα να τα ξεχάσω όλα αυτά. Και σχεδόν τα ξέχασα. Μέχρι που κάποια μέρα άρχισα να βλέπω ότι αυτοί που μας τον φοράγανε κανονικά τότε, κρυμμένοι πίσω από κόμματα και πολυεθνικές, πλασάρονται πλέον ως οι ήρωες της δεκαετίας του ’80. Ακόμα χειρότερα –οι ταινίες του Δαλιανίδη (και οι ταινίες τύπου Δαλιανίδη) καταγράφονταν ως αυθεντική έκφραση μιας νεολαίας της εποχής. Ε, δεν ήταν έτσι –είπαμε να ξεχάσουμε αλλά δεν πάθαμε ακόμα μαλάκυνση εγκεφάλου! Από αυτή την ανάγκη λοιπόν ξεκίνησε η ταινία και για να αφήσω πίσω μια καταγραφή για τις κόρες μου –αν ποτέ θελήσουν να αναρωτηθούν σε τι καιρούς ζούσε ο γέρος τους.

Πόσο επώδυνο είναι να αναζητάς επιζώντες από μια γενιά που δείχνει πως έλαμψε στα σκοτεινά και χάθηκε στα βάθη;

Δεν έλαμψε ποτέ η γενιά μου –το κομμάτι της τουλάχιστον το οποίο αφορά η ταινία. Αν με ρωτήσεις πώς τους θυμάμαι, θα σου πω σαν πρίγκιπες στην εξορία (όσο η λέξη πρίγκιπες μπορεί να περιγράψει άτομα που μονίμως κανιβάλιζαν τα πάσης φύσεως αξιώματα) –ξέρεις, αυτούς τους ντοστογιεφκικούς τύπους που έχουν δέκα μέρες να φάνε, αλλά δεν καταδέχονται να καθίσουν στα τραπέζια της Πρόνοιας επειδή δεν τους αρέσουν τα μαχαιροπήρουνα –δεν κάνουν σετ με τα πιάτα ας πούμε. Υπήρχε βέβαια κάτι επώδυνο –το να σκαλίζουμε ιστορίες ανθρώπων που έφυγαν με άσχημο τρόπο, το να μιλάμε με την Άντα για τον Ποθουλάκη, το να μας διηγείται ο Φάρος την ιστορία του θανάτου του Fill, το σκοτείνιασμα στα μάτια των περισσότερων όταν μιλούσαν για μέλη συγκροτημάτων που έχουν πεθάνει… Ευτυχώς, τα ίδια τα συγκροτήματα φρόντισαν να μας ξεμπλοκάρουν σε αυτό –οι διηγήσεις τους ήταν αβίαστες και λιτές. Πολλές φορές, όταν μας έβλεπαν να κολυμπάμε στην αμηχανία, το γύριζαν στο χιούμορ –έκαναν δηλαδή αυτοί, τη δουλειά που θα έπρεπε να κάνουμε εμείς, από δημοσιογραφικής απόψεως.

Μπορείτε να μας διηγηθείτε αυτήν την περιπέτεια της αναζήτησης και συνάντησης, αλλά και κάποιες ιστορίες που δεν μπορείτε να ξεχάσετε, και που δεν ενσωματώθηκαν λόγω χώρου στην τελική ταινία;

Όλο αυτό, ξεκίνησε από μια ιδέα του Κώστα Μάστορη (Metro Decay) –ξέρεις, ιδέα από αυτές που πέφτουν στα τραπέζια με τις μπύρες και συνήθως μένουν εκεί. Λοιπόν, η συγκεκριμένη ιδέα δυνάμωσε μόνη της και τελικά ολοκληρώθηκε χρησιμοποιώντας μας σαν ενδιάμεσους. Είναι πράγματα που δεν έγιναν στα γυρίσματα και φυσικά δεν υπάρχουν στην ταινία, όπως η πρώτη συνάντησή μου με τον Γιώργο Κουλούρη (South of no North), όπου τον βλέπω και δεν το πιστεύω γιατί ο τύπος μοιάζει το πολύ τριαντάρης. Κι εκείνος με αντιμετωπίζει κουμπωμένος γιατί έχει ακούσει ότι έχουμε ήδη βγάλει την ταινία, έχουμε συνέντευξη από το συγκρότημά του ενώ εκείνος δεν ξέρει τίποτα! Ο Γιώργος Κουλούρης και ο Φοίβος Περγιαλιώτης ήταν το πρώτο μας γύρισμα στην πραγματικότητα –φαντάσου πόσο μπορούν να οργιάσουν οι φήμες!

Υπάρχει επίσης και φοβερό υλικό, μονταρισμένο κανονικά, που δεν μπήκε λόγω χρονικών περιορισμών (για να μην την κάνουμε τρίωρη την ταινία). Και μιλάμε τόσο για μεγάλα αποσπάσματα συνεντεύξεων όσο και για μυθοπλαστικές σκηνές, όπως εκείνη με τον Τάκη Γιαννούτσο (Yeah!) και τη Βάσω Καμαράτου που τσακώνονται για ένα χαμένο εισιτήριο, μια σκηνή με τον Μάστορη, τον Κουλούρη και την Παπαδημητρίου όπου ο Μάστορης κρύβει τα ποτά για να μην τα πιει ο Κουλούρης και πολλά άλλα… Όμως πιστεύω ότι η ταινία είναι αυτόνομος οργανισμός –αυτά χρειάστηκε, αυτά πήρε. Τα υπόλοιπα μας τα άφησε – υλικό για τις κρύες νύχτες του χειμώνα που θα το ξαναβλέπουμε, όλο το συνεργείο, παρέα με κονιάκ.

Η ταινία για την ανεξάρτητη μουσική σκηνή της Αθήνας της δεκαετίας του ’80 (punk, post punk, new wave) σε σκηνοθεσία Μιχάλη Καφαντάρη μετά την επιτυχημένη προβολή της στον «Μικρόκοσμο» της λεωφόρου Συγγρού από τη Δευτέρα 5 Οκτωβρίου θα παρουσιάζεται στην Ταινιοθήκη.