Metamanias Μουσική

Ένας επόμενος «Ερωτόκριτος» από τις νότες του Δημήτρη Μαραμή

Η προσέγγιση του κορυφαίου έργου της Κρητικής Αναγέννησης, του «Ερωτόκριτου», που έγραψε ο Βιτσέντζος Κορνάρος κι έμελλε ν’ αποτελέσει κορωνίδα του ελληνικού λόγου στον ύστερο Μεσαίωνα, είναι πάντοτε μια διαδικασία επώδυνη όσο και γόνιμη. Το έργο, μια ερωτική μυθιστορία ενταγμένη στη μεγάλη παράδοση του γαλλικού και του ιταλικού ιπποτικού μυθιστορήματος κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, διαθέτει χαρίσματα που ξεπερνούν τα πρότυπά του. Ο Κορνάρος έγραψε το έργο δεχόμενος επιπλέον την ωφέλιμη επίδραση του δημοτικού τραγουδιού, με δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, αλλά και της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας, χρονικά τοποθετημένης στη βυζαντινή και ύστερη βυζαντινή περίοδο.

Η πρόσφατη αναγγελία για τη νέα προσέγγιση του κορναρικού κειμένου, τοποθετημένου στο δύσκαμπτο βάθρο των «κλασικών», μέσα από μια διαφορετική μουσική πρόταση, αποτελεί ήδη μια πολιτισμικού ενδιαφέροντος συνθήκη: ο νέος, με ποιοτική ταυτότητα και καλλιτεχνική ανησυχία συνθέτης Δημήτρης Μαραμής ανέλαβε, με (όντως τολμηρή) παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τη «διαχείριση» του έργου με μοναδικό στόχο να του προσδώσει μια διαφορετική –πέραν της λαϊκής, παραδοσιακής– μουσική προσέγγιση. Τώρα, όπου το διακύβευμα του μεταμοντερνισμού προσφέρει περιθώρια σε πειραματισμούς και επαναθεωρήσεις, ανατροπές και πολυποίκιλες συρραφές (άλλοτε δημιουργικές και άλλοτε ανέμπνευστες έως και αρνητικές), εμβληματικά έργα σαν αυτό του Βενετοκρητικού ποιητή επιδέχονται καινούργια «ανάγνωση» και επεξεργασία στο πνεύμα μιας συγχρονίας στα καθ’ ημάς ελληνικά δεδομένα.

Ο συνθέτης λοιπόν, επενεργώντας πρωτότυπα και παρορμητικά, αφήνοντας στην άκρη τη «νενομισμένη» μελωδική αντίληψη της Κρήτης και των μουσικών φορέων της για την ιστορία του Ρωτόκριτου και της Αρετούσας, δοκίμασε να εμβολιάσει τη ρυθμοτονία του Κορνάρου σε ένα εμπνευσμένο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, επεξεργάστηκε ένα λιμπρέτο (από το αυθεντικό κείμενο των 10 χιλιάδων στίχων) συνθέτοντας νέα μουσικά θέματα, αναπτύσσοντας ηχητικές φόρμες και διευρύνοντας τις αισθητικές αναζητήσεις του στον χώρο της τζαζ, της έντεχνης ελληνικής μουσικής, των μπλουζ, εν συνόλω προσδιορίζοντας το έργο στο πλαίσιο του μιούζικαλ – ενός είδους, δηλαδή, που έχει μηδενική ανάπτυξη στην εγχώρια μουσική δημιουργία. Αυτό που ξενίζει τον θεατή-ακροατή είναι κυρίως ο τρόπος που συνυφαίνεται ο λόγος (η κρητική διάλεκτος) με τη σύγχρονη ακουστική πρόσληψη που προτείνει ο Δημήτρης Μαραμής. Ετούτο ωστόσο συμβαίνει μόλις στην αρχή, καθώς η εξοικείωση οδηγεί απρόσκοπτα στην εξέλιξη της αφήγησης. Ως προς αυτό το τελευταίο, η σκηνοθετική λογική από τον Κωνσταντίνο Ρήγο μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετική, δεδομένου ότι προσέδωσε στο λιμπρέτο και τη μουσική μια προοπτική, τυπική του μουσικού θεάτρου: οι ήρωες βιώνουν τα πάθη τους, αγγίζουν το ύψος και το βάθος της αλήθειας τους, συγκρούονται και συναντιούνται, όπως κάθε τι άλλο στη ζωή, διαχρονικά. Κι όλ’ αυτά με ερμηνευτές-ηθοποιούς από το σύγχρονο τραγούδι (Θοδωρής Βουτσικάκης, Μαρίνα Σάττι, Γκωτιέ Βελισσάρης) αλλά και από δύο έμπειρους λυρικούς τραγουδιστές (Ιωάννα Φόρτη, Κωστής Μαυρογένης), οι οποίοι συνδέουν, από κοινού, την πρώτη ύλη με τη φιλοδοξία ενός τελικού αποτελέσματος επί σκηνής που θα αγγίξει τον σημερινό θεατή.

Αυτό που έχει σημασία να ειπωθεί είναι τα επόμενα βήματα που πρέπει να αναμένονται για τούτη την καλλιτεχνική πρόταση: η υψηλής αισθητικής παραγωγή της Λυρικής, το ίδιο το έργο του Κορνάρου και η συγκεκριμένη σύμπραξη συνθέτη και σκηνοθέτη, μπορούν να λειτουργήσουν ως εμπροσθοφυλακή για την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή, να αναδείξουν περαιτέρω δυναμικές στο πεδίο της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της μουσικής και, γιατί όχι, ν’ αποτελέσει μέρος μιας εξωστρέφειας, πολλαπλά αξιοποιήσιμης εκτός ελληνικών ορίων.

Βασίλης Ρούβαλης