Metamanias Μουσική

«Εκείνος ο κοντός διάολος που μας μπέρδευε πολύ»

Για τον «άνθρωπο που ζούσε απομονωμένος στο Paisley Park, που ήταν προικισμένος με όσα έλειπαν από τον Elvis Presley –δηλαδή με μουσική ευφυΐα και στιχουργική δεινότητα –και γι΄αυτό δεν έγινε ποτέ Βασιλιάς αλλά και ποτέ δεν εκθρονίστηκε

για τον άνθρωπο που σολάρει στο χείλος του γκρεμού στο «Purple Rain», για τον Prince που δεν είναι πια εδώ, καθώς έφυγε αυτή τη γαμημένη χρονιά που λες κι έχει βαλθεί να μας στερήσει όλα μας τα ινδάλματα», γράφει στο artplay.gr ο Θανάσης Γιαννόπουλος, χαρίζοντάς μας ένα απολαυστικό κείμενο για μια ολόκληρη εποχή, τότε που «οι ντισκόμπαλες τρελαίνονταν» και ο ίδιος ανακάλυπτε το «Little Red Corvette» που βρώμαγε μπριγιαντίνη και rock ‘n’ roll αλλά ήταν funk, που έπεσε στα γόνατα με το «Sign o’ the Times , αλλά και για εκείνο το «Let’s pretend we are married» που τον «είχε τσακίσει»!

 

Του Θανάση Γιαννόπουλου

 

«Ότι κι αν έχεις ακούσει για μένα είναι αλήθεια/ αλλάζω τους κανόνες και κάνω ό, τι θέλω».

Εκεί κάπου στα μέσα του ’80, καθότι  τυπικοί κάτοικοι καθυστερημένης  χώρας, πήραμε είδηση την τάση της soul/funk να το γυρίσει σε πιο μεταλιζέ στυλ –ηλεκτρικές κιθάρες, σόλα, σπινταρισμένα rock ‘n’ roll ακόρντα, δεμένα μασίφ με χοροπηδηχτά μπάσα και ιλιγγιώδη συνθεσάιζερ απ΄ αυτά που κάνουν τις ντισκόμπαλες να τρελαίνονται. Michael Jackson, Rick James κι ένας περίεργος τυπάκος ονόματι Prince.

Αυτό που συνέβαινε τότε ήταν ότι εμείς με τους καρεκλάδες παίζαμε μονίμως ξύλο. Δεν τους γουστάραμε ρε παιδί μου, σιχαινόμασταν τα ψιλοκάβαλα και τις καμπάνες τους, μας απωθούσαν οι αεροπλανικοί γιακάδες των πουκαμίσων τους, οι ντισκοτέκ που πήγαιναν για να χαλβαδιάσουν και, πάνω απ΄όλα, η μουσική τους. Bee Gees, Donna Summer, Chic, για να αναφέρω κάποιους από τους καλύτερους –υπήρχαν και πραγματικά αθλιότεροι, αλλά τέλος πάντων…

Κάπως έτσι πήγαμε να ξεμπερδέψουμε με το καινούργιο στυλ και το ψιλοκαταφέραμε… Βλέπεις, ο Michael Jackson είχε βεβαρυμμένο παρελθόν με τους Jackson 5 και μετά με το Off the Wall, ο Rick James εύκολα χώραγε στην κατηγορία James Brown (γκιράπας δηλαδή). Όμως, εκείνος ο κοντός ο διάολος μας μπέρδευε πολύ. Είχε βγάλει το «Little Red Corvette» που βρώμαγε μπριγιαντίνη και rock ‘n’ roll αλλά ήταν funk, αν έχεις το θεό σου δηλαδή!

 

Νύχτα, κρυφά, με προφυλάξεις, είχα πάει στο σπίτι ενός πρώην συμμαθητή μου που έπαιζε, εκείνη την εποχή, αναπληρωματικός  dj στη Φλόριαν Γκρέι –και καλά για να μάθω τι κάνει, που χαθήκαμε, σιγά μη μ΄ ένοιαζε δηλαδή, αλλά κουβέντα να γίνεται…

Εγώ τότε κάπνιζα Κάμελ αλλά ειδικά για την περίπτωση είχα πάρει ένα πακέτο Πρινς. Το είχα μοστράρει στο τραπεζάκι κι όσο λέγαμε για το ποιες πρώην συμμαθήτριές μας έχουν παντρευτεί/κάνει παιδιά/χωρίσει, πέταξα δήθεν αδιάφορα κουνώντας το πακέτο: «Ρε Λευτέρη, έναν Πρινς –ναι Πρινς, σαν τα τσιγάρα- τον έχεις ακούσει;» Σιγά μη δεν τον είχε!

Έριξε στο πικάπ το «1999» κι εγώ έμεινα να χαζεύω εκείνο το ψυχεδελικό/ psychobilly εξώφυλλο –είχα κολλήσει στη λέξη «Revolution» που υπήρχε γραμμένη ανάποδα μέσα σ΄ένα γράμμα του ονόματός του. Ωραία τραγούδια όμως! Πέρα από την Κορβέτ… Εκείνο το «Let’s pretend we are married» με είχε τσακίσει! Κυρίως από στίχους. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Prince Rogers Nelson.

 

Βέβαια, το  αγόρασα το «1999». Αγόρασα και το «Purple Rain» όταν βγήκε, είδα την ταινία (δε μου πολυάρεσε αλλά έβλεπα τον Prince στην οθόνη –λίγο το έχεις;) ξενέρωσα με τους επόμενους δυο δίσκους του, έπεσα στα γόνατα και τον προσκύνησα όταν έβγαλε το «Sign o’ the Times» -κοίτα: «Ο τυφώνας Άννυ διέλυσε το ταβάνι μιας εκκλησίας/ και σκότωσε όσους ήταν μέσα/ ανοίγεις την τηλεόραση και κάθε λίγο/ λένε για κάποιον που πέθανε/ η Αδερφή μου σκότωσε το μωρό της γιατί δεν είχε να το ταΐσει/ κι εμείς στέλνουμε ανθρώπους στο φεγγάρι/ Το Σεπτέμβρη ο ξάδερφός μου κάπνισε φούντα για πρώτη φορά/ τώρα βαράει πρέζα και είναι Ιούνιος».

 

Κάπου εκεί τον έχασα τον Prince –έμαθα ότι άλλαξε το όνομά του κι έβαλε ένα σύμβολο αντί για γράμματα, κάποτε κυκλοφορούσε και ως The artist formerly known as Prince –κι έγινε τροφή για ανέκδοτα… Δεν έχουν καμιά σημασία όλα αυτά, ξέρεις…

 

Ο άνθρωπος του οποίου το σακάκι από το «Purple Rain» το είδα σ΄ένα Rock ‘n’ Roll Café και είχα αναρωτηθεί, «μα πόσο μικροσκοπικός μπορεί να είναι», ο άνθρωπος που ζούσε απομονωμένος στο Paisley Park, ο άνθρωπος που ήταν προικισμένος με όσα έλειπαν από τον Elvis Presley –δηλαδή με μουσική ευφυΐα και στιχουργική δεινότητα –και γι΄αυτό δεν έγινε ποτέ Βασιλιάς αλλά και ποτέ δεν εκθρονίστηκε, ο άνθρωπος που σολάρει στο χείλος του γκρεμού στο «Purple Rain», δεν είναι πια εδώ. Έφυγε αυτή τη γαμημένη χρονιά που λες κι έχει βαλθεί να μας στερήσει όλα μας τα ινδάλματα…

 

Θα θυμάμαι για πάντα την ανατριχίλα που ένιωσα όταν άκουσα αυτούς τους στίχους: «Πώς μπορείς να με αφήνεις να περιμένω;/ Μόνος σ΄ ένα κόσμο τόσο κρύο/ Ίσως να ζητάω πολλά/ Ίσως να είμαι σαν τον πατέρα μου, πολύ τολμηρός/ Ίσως να είσαι σαν τη μητέρα μου/ που ποτέ δεν ικανοποιείται/ Γιατί ουρλιάζουμε ο ένας στον άλλο;/ Όλο αυτό ακούγεται/ σα να κλαίνε περιστέρια/ Άγγιξε αν θέλεις το στομάχι μου/ Νιώσε πώς τρέμει από μέσα/ Κρατάς φυλακισμένες τις πεταλούδες/ Μη με κάνεις να σε κυνηγάω/ Ακόμα και τα περιστέρια έχουν αξιοπρέπεια».

jay and silent bob

Νομίζω ότι ένας αγαπημένος μου σκηνοθέτης, ο Kevin Smith έγραψε το καλύτερο αποχαιρετιστήριο στον Prince –αφήνω λοιπόν σε αυτόν τις τελευταίες λέξεις:

«Η μουσική του Prince υπήρξε το soundtrack της ζωής μου. Η πρώτη μου κοπέλα με έφερε σε επαφή με τη μουσική του, κι έτσι η περίοδος της βαριάς εφηβείας μου σημαδεύτηκε από τους λάγνους μωβ ήχους της Βασιλικής του Κακότητας. Το «1999» και το «Purple Rain» ήταν από τους πρώτους δίσκους που αγόρασα. Το soundtrack του Batman, από το 1989 που βγήκε, δεν έφυγε ποτέ από τη θέση του δίπλα στο πικ απ μου. Όταν γυρίζαμε το Clerks, το 1993 το άλμπουμ του με το Σύμβολο της Αγάπης έπαιζε συνεχόμενα στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου μου. Μάλιστα μια φορά, κοντέψαμε να σκοτωθούμε καθώς ψιλόβρεχε και το αυτοκίνητό μας παρά λίγο να καρφωθεί κάτω από μια τριαξονική νταλίκα ενώ εμείς φανκάραμε με το «My Name Is Prince» (από τότε, τραγουδούσαμε μονάχα το «The Morning Papers» κάθε φορά που επιστρέφαμε σπίτι). Η γυναίκα μου κι εγώ πήγαμε στη Minnesota για να δούμε τη συναυλία του στο Paisley Park, όταν άλλαζε ο αιώνας, σαν απλοί φανς. Περίπου ένα χρόνο μετά, επέστρεψα στο Paisley Park για να κάνω ένα ντοκιμαντέρ γι΄ αυτόν. Είχα την τύχη να περάσω χρόνο μαζί του, αλλά ήταν ακόμα μεγαλύτερη τύχη το ότι έζησα στην εποχή του Prince. Η μουσική του με συγκλόνισε, οι στίχοι του αιχμαλώτισαν τη φαντασία μου, το ταξίδι του από τη Minnesota μέχρι την κορυφή του κόσμου με ενέπνευσε. Ειλικρινά πίστευα ότι θα πεθάνω πριν από τον Prince –οπότε είναι θλιβερό να σκέφτομαι ότι δεν θα υπάρχει πια καινούργια μουσική στην οποία θα μας τραγουδάει την δική του οπτική του κόσμου. Αλλά έχοντας περάσει χρόνο μαζί του ξέρω ότι υπάρχουν πολλά ακυκλοφόρητα κομμάτια που μένουν για να ακούσουμε ακόμα….

Έκλαψα σήμερα γιατί κατάλαβα πόσο μεγάλο πρότυπο ήταν ο Prince για μένα: Καλλιτέχνης με το Κ κεφαλαίο που δεν φοβόταν να δαγκώσει το χέρι που τον τάιζε, ποτέ δεν δίστασε να ξαναεφεύρει τον εαυτό του και ήταν πάντα εκπληκτικός στη σκηνή. Σήμερα χάσαμε έναν από τους μεγαλύτερους Καλλιτέχνες που έζησαν ποτέ. RIP, purple genius. Nothing compared 2 U…»