Metamanias

Το βίωμα κάνει τη διαφορά …

Γράφει, παίζει και σκηνοθετεί όπως φαίνεται να ζει, ακραία και με πάθος, γλείφοντας το αίμα από τα δάχτυλά της, όπως μονολογεί ότι κάνει η τραγική Μάνα στον Ματωμένο Γάμο. Η Λένα Κιτσοπούλου, δεν περνά απαρατήρητη, φτάνει στα άκρα όλες τις εκδοχές, για αυτό και δημιουργεί φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς. Ή θα την λατρέψεις ή θα την μισήσεις.

 

Με επιρροές, αλλά και έντονα βιώματα που τα ακολουθεί, τα εμπιστεύεται και με αυτά ξαναγράφει και αφηγείται αλλιώς τις ιστορίες της. Είτε δικές της είτε μεγάλων δημιουργών όπως ο Λόρκα.  Στον Ματωμένο Γάμο που σκηνοθέτησε για το Φεστιβάλ Αθηνών, έργο με κοινή καταγωγή που βρεχει η ίδια θαλασσα, διηγείται την κοινή μοίρα όπου συνυπάρχουν ευτυχία και δυστυχία, οδύνη και χαρά. Χαρτογράφιση της κοινωνίας, ο γάμος, αποτυπώνει τους χαρακτήρες, τις τάξεις, τις συγκινήσεις, τις παρεξηγησεις και τους τσακωμούς, τα μεθύσια και τους άγριους χορούς, τα πάθη και το αίμα. Έργο κοινής εμπειρίας, ο Ματωμένος Γάμος της Κιτσοπούλου υπήρξε καθηλωτικός.

Η έναρξη της παράστασης και ένα εκτενές τμήμα της, που θα μπορούσε να ήταν μικρότερης διάρκειας, εμπεριέχουν τους πρώτους διαλόγους μεταξύ γιού και μάνας που ακούγονται πίσω από κλειστές πόρτες, χωρίς να παίζονται μπροστά στα μάτια των θεατών, αλλά πίσω από μικρά ανοίγματα, χαραμάδες εσωτερικού σπιτιού. Έτσι ο θεατής φαντάζεται και μεγεθύνει τα πρόσωπα. Το στίγμα καθαρό από την αρχή, η απόλυτη, κυρίαρχη σχέση της μάνας πάνω στο γιο, η υπερπροστασία  που θα εξελιχθεί σε παθολογικό σύνδρομο ( ο γιος βυζαίνει την μάνα του στο τραπέζι του γάμου και εκείνη τον νουθετεί και του δίνει ορμήνιες πώς να τιμά και να αγαπά τη γυναίκα του, την ίδια ώρα που τον βιάζει).

Έχοντας χάσει άντρα και γιο από μαχαίρι εκδίκησης, καταντά εμμονική και υπερπροστατευτική για τον γιο που της απεμεινε. «Και χίλια χρόνια να ζήσω πάλι για τα ίδια θα μιλάω, το καταραμένο μαχαίρι, το φονικό. Μπορεί κανείς να μου τους φέρει πίσω; Δυο άντρες που ήταν σαν το γεράνι την άνοιξη. Δεν θέλω να σε χάσω. Θάθελα να ΄σουν κορίτσι, να καθόμασταν να κεντάγαμε…Να βλέπω φουστανάκια…Για αυτό και αρνείται να τον αποχωριστεί όταν εκείνος αποφασίζει να παντρευτεί. Θα μου φύγεις και θα μείνω μόνη και έρημη… Στον άντρα τα φτερά τα δίνει μια γυναίκα… Για αυτό και συνεχώς ρωτά και αγωνιά: Τι σοι πράμα ήταν η μάνα της νύφης; Γιατί καθένας ρωτάει για αυτό που τον πονά. Καλό κορίτσι γιέ μου, αλλά παρακάτω; »

Κρατώντας τα ποιητικά στοιχεία της μετάφρασης του Γκάτσου «η απελπισιά μου περονιάζει τα μάτια» ή «Ήπια το αίμα του παιδιού μου… βούτηξα τα δάχτυλα στο αίμα του και τα έγλειψα…», η Κιτσοπούλου δεν διστάζει να αναποδογυρίσει  το τραπέζι, κάνοντάς τα όλα γυαλιά καρφιά. Από τις ωραιότερες σκηνές η σκηνή του γαμήλιου τραπεζιού με το τρικούβερτο αλλά και τραγικής κατάληξης γλέντι, όπου ο  Χάρος έχει κλείσει reserve.

Βαριά λαικά και ρεμπέτικα, πιάτα που σπάνε και σαμπάνιες που ανοίγουν… ( η σαμπανια είναι από τον Γιώργο Λούκο ακούγεται να λεει, σε ένα κρεσέντο σκυλάδικης παραγγελιάς η Κιτσοπούλου) ακραία ρεαλιστική αποτύπωση του ελληνικού γάμου στα κέντρα διασκέδασης της επαρχίας και όχι μόνο …Το προσκλητήριο μου έπεσε από τα χέρια… τραγουδά βαριά σεκλετισμένος ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος …

H τρυφερή μανούλα που σωματοποιεί με μοναδικο πειστικό τρόπο ο Νίκος Καραθάνος, γίνεται τραγική μάνα που χτενισμένη στην τρίχα, άξια συμπεθέρα κυρά, με το τσαντικό και την βεντάλια… (απαραίτητο αξεσουάρ για τις επερχόμενες λιποθυμίες και τα φουντώματα – υπερτάσεις των ακραίων παθών και των υψηλών συγκινήσεων), αρπάζει το μικρόφωνο και τραγουδά σπαρακτικά την Ιτιά…Εκεί η παράσταση συναντά την αρχαία τραγωδία γιατί με  ένα τραγούδι οι μάνες ξεπροβόδιζαν τα βλαστάρια τους από το σπίτι όταν έφτανε η ωρα του γάμου και του αποχωρισμου.

Η Κιτσοπούλου τιμά τον Γκάτσο «Τώρα νυφούλα μου καλή» και με τρυφερότητα και συγκίνηση κατευθυνει στην σκοτεινη  σκηνη το φως του προβολέα πανω στο φεγγάρι και  τους εραστές, λίγο πριν η μάνα βάψει τα χέρια της στο αίμα της νεκρής νύφης που η ίδια σκοτωσε αποδίδοντας δικαιοσύνη όπως αυτή την εννοούσε.

 

Μάνια Ζούση