Metamanias

Μήδεια απευθείας από το Λονδίνο

«Το αρχαίο ελληνικό θέατρο…το θεωρώ έναν ζωντανό οργανισμό. Από τον πολιτικό του χαρακτήρα μέχρι τον προβληματισμό του πάνω στις μεγάλες αλήθειες της ζωής, τη σωματικότητά του και τον λόγο του, αυτό το θέατρο είναι για εμένα μοναδικά ικανό να συνδέεται με το κάθε σήμερα».

Τα παραπάνω λόγια, σε ελεύθερη μετάφραση από τα αγγλικά, κοσμούν την πρώτη σελίδα του διαδραστικού ψηφιακού χάρτη του εθνικού θεάτρου της Μεγάλη Βρετανίας, που φέτος γιορτάζει 50 χρόνια ενασχόλησης με το αρχαίο ελληνικό θέατρο.

Ανήκουν στον καθηγητή David Wiles, που έχω την τύχη να γνωρίζω μιας και οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν πριν περίπου δώδεκα χρόνια κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αγγλία.

Από τον ίδιο θυμάμαι την απίστευτη αγάπη του για το αρχαίο δράμα, τον τρόπο που με συμβούλευε να στέκομαι και να κινούμαι πάνω στη σκηνή, μα πάνω απ’όλα εκείνη τη χαρά στο πρόσωπό του, όταν διάβαζε φωναχτά με ερασμιακή προφορά αποσπάσματα από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή ή την Μήδεια του Ευριπίδη.

Η Μήδεια του Ευριπίδη, λοιπόν. Με αυτό το διάσημο έργο το εθνικό θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας αποφάσισε να γιορτάσει τα 50 χρόνια από το πρώτο ανέβασμα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας σε σκηνή του.

Αυτό το έργο σε ζωντανή αναμετάδοση, παρακολούθησα προχθές σε μια,δυστυχώς, όχι γεμάτη αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Λέω δυστυχώς, γιατί η σκηνική εκδοχή της συνομήλικής μου σκηνοθέτιδος Carrie Cracknell υπογράμμισε με τον καλύτερο τρόπο τα λόγια του καθηγητή μου και θα ήταν ευχάριστο, αν την είχαν δει περισσότερα ζευγάρια μάτια.

Γιατί;

Ας ξεκινήσουμε με τη , θα τολμήσω να πω, νέα εκδοχή της τραγωδίας του Ευρυπίδη από τον Ben Power, την οποία στήριξαν με τον τρόπο τους όλοι οι συντελεστές της συγκεκριμένης παράστασης.

Απλό, χωρίς υπερβολές ή ποιητικές εξάρσεις, το κείμενο του Power αντανακλά μια αμεσότητα και ένα φρενήρη ρυθμό ευθέως συμβατό με το κλίμα του έργου.

Την επιλογή του συγγραφέα να αφαιρέσει τον ρόλο του Παιδαγωγού, ενσωματώνοντας τα λόγια του σε αυτά του Αγγέλου, του Χορού ή της Τροφού που παίζει ουσιαστικά τον ρόλο του αφηγητή της ιστορίας, μιλώντας συχνά απευθείας στο κοινό, μπορεί να την συνυπέγραφε σήμερα και ο ίδιος ο Ευρυπίδης. Το μόνο σίγουρο είναι πως η επιλογή αυτή ενισχύει εμφανώς το στίγμα του σύγχρονου και το κλίμα οικονομίας της παράστασης.

Σκηνικά, κοστούμια και μουσική τροφοδότησαν και στήριξαν αρμονικά τις προαναφερθείσες προθέσεις.

Πάμε τώρα στο τρίπτυχο της «αμαρτίας»: Σκηνοθεσία, ερμηνείες, Χορός.

Τα βρετανικά μέσα είχαν ήδη αποθεώσει την πρωταγωνίστρια της παράστασης Helen McCrory και θα συμφωνήσω απόλυτα μαζί τους. Η ίδια προικισμένη με τα θεία δώρα μιας βαθιάς γυναικείας φωνής και ενός εύπλαστου, λόγω κατατομής, προσώπου έφτιαξε μια γυναίκα που ξεδιπλώνεται σε αληθινό χρόνο επί σκηνής και όχι όπως προστάζουν οι φιλολογικές αναλύσεις ή οι υποκειμενικές προσδοκίες. Ακόμα και τις στιγμές που αναρωτιέσαι αν κάποιες άχαρες μεταβάσεις της οφείλονταν μόνο στο γεγονός ότι παρακολουθούσες μια ζωντανή, αλλά καδραρισμένη αναμετάδοση, ήρθε να τις σβήσει ο τρόπος που η McCrory οδήγησε τη Μήδεια στο τέλος της, όχι πάνω σε ένα άρμα, αλλά κουβαλώντας το τεράστιο βάρος των πράξεών της κυριολεκτικά στους ώμους της.

Την σκηνοθετική αυτή αλλαγή του τέλους, ορισμένοι κριτικοί εμίσησαν. Θα ήταν όμως σχεδόν δειλή η σκηνοθέτις αν δεν προσέφερε στο κοινό αυτό που αρκετοί αναλυτές του έργου έχουν επισημάνει για την ηρωική έξοδο της Μήδειας. Πώς ένας χαρακτήρας που εγκληματεί, ξεφεύγει τόσο εύκολα; Και γιατί αυτή η ευκολία να μην είναι ένα ψυχωσικό επεισόδιο που ανοίγει η Μήδεια, έχοντας ξεπεράσει πια τα όρια του εφικτού; Στον Ευρυπίδη εξάλλου δεν ήταν άγνωστες τέτοιες ψυχοπαθολογικές συμπεριφορές (Βλέπε Αγαύη στις Βάκχες).

Και ας κλείσουμε με τον Χορό. Το καλύτερο το άκουσα μετά το τέλος της αναμετάδοσης από μια κυρία που δεν άντεξε – δεν κατανόησε τις επιλογές της χορογράφου.

Η αλήθεια είναι ότι η διαχείριση του Χορού δεν θα μείνει αξέχαστη γιατί είχε τις αδυναμίες της. Παρόλα αυτά, η δουλειά της Lucy Guerin, ειδικά στο γάμο του Ιάσονα με την Κρέουσα και στο τελευταίο χορικό σε παρέπεμπε μέσα από την επανάληψη, τη σπασμωδικότητα και το λεξιλόγιο της κίνησης, στο ζήτημα του χρόνου, έγινε σημείο αναφοράς των σμιλευμένων μορφών των αρχαίων μαρμάρων, και σχόλιο πάνω στην μελαγχολική και βίαιη θνητότητα του σώματος και την μετατόπιση ως πράξη.

Και εδώ είναι που αναρωτιόμαστε όλοι όταν διαβάζουμε κριτικές: Που τα είδε ο αρθρογράφος όλα αυτά, βρε παιδί μου; Τόσο απεγνωσμένα πια θέλει να ενισχύσει τη θέση του; Από ποιον πληρώνεται;

Απεγνωσμένα και με γεμάτες τσέπες όχι, με πάθος, ναι. Όχι απλά γιατί μας αρέσει κάτι, ή ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας. Αλλά γιατί κάνει το θέατρο σαν τη ζωή. Ένα τεράστιο ερωτηματικό που διαρκώς θα προσπαθούμε να απαντήσουμε.

Εν ολίγοις, η Μήδεια σε απευθείας σύνδεση από το Λονδίνο, κουβαλούσε μια σιωπηρή και σκοτεινή χαρά (βλέπε κάθαρση). Τί άλλο να ζητήσει κανείς;

 

Υ.Γ. Και κάτι άσχετο; Το δικό μας Εθνικό, θα αρχίσει αντίστοιχες αναμεταδόσεις δικών του παραστάσεων στην Ελλάδα;

Το εύχομαι, γιατί καιρός είναι να σταματήσουμε να μιλάμε για το χαμηλό επίπεδο των άλλων και να κάνουμε κάτι για την δική μας έλλειψη οράματος και ουσιαστικών πρωτοβουλιών.

Χρήστος Καρανάτσης

Φωτογραφία Εξωφύλλου: National Theatre London/facebook