Metamanias

Ένας Ματωμένος Γάμος που καρφώνει τα δόντια στο λαιμό

Ατίθασος και θυμωμένος έφηβος που άφησε για λίγο τα οδοφράγματα και τις συγκρούσεις των δρόμων και τρύπωσε στην Αποθήκη της οδού Σαρρή, ο θάνατος, σκαρφάλωσε στις σκαλωσιές και στροβίλισε το μαχαίρι του επιδέξια στον αέρα, προμηνύοντας

την πάλη και το ουρλιαχτό που θα ακολουθήσει. Η ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι, η σιωπή προμηνύει την καταιγίδα που έρχεται και η μάνα που έχασε άντρα και γιο από φονικό μαχαίρι, ξορκίζει το κακό που βλέπει να χτυπά ξανά το σπίτι και το στερνοπαίδι της: «Καταραμένα τα μαχαίρια και οι σουγιάδες»! Αλλά η μοίρα δεν αλλάζει και η τραγωδία είναι έτοιμη να εξελιχθεί.

Με καταιγιστικούς ρυθμούς όπου τα λόγια πολλές φορές περιττεύουν ή επιλέγονται αυστηρά, και ο λυρισμός δεν έχει θέση να σταθεί, ο Γιάννης Κακλέας θυμάται τον παλιό καλό εαυτό του, τότε που τάραζε το κοινό του Τεχνοχώρου τη δεκαετία του ’80, και στήνει μια αφήγηση βίαιη και σκληρή σαν μάχη, σαν ροκ συναυλία αλλά και σαν κραυγή και ουρλιαχτό από ζώο που αισθάνεται το τέλος του. Ο Ματωμένος Γάμος του ξεχειλίζει ερωτισμό και αχαλίνωτο πάθος, αντιληπτό εξ αρχής, με την μάνα της Εβελίνας Παπούλια να κάνει την έκπληξη, αποτάσσοντας την αυστηρή, μεσογειακή τραγικότητα του πένθους της, μεταμορφωμένη σε άγρια μαινάδα! Η νύφη της Λένας Παπαληγούρα λάμπει μέσα στην ερωτική πάλη με άντρα και εραστή και αναδεικνύει στιγμές σκηνικής ωραιότητας, ντυμένη με υψηλό γούστο και φινέτσα τα πολύτιμα υφάσματα που ταιριάζουν στους τραγικούς πρωταγωνιστές. Η μάνα τα μεταξωτά, η νύφη τα σατέν και οι δυο αντεραστές να περιφέρουν την ρώμη των ημίγυμνων κορμιών τους, έτοιμων για πάλη και θάνατο. Ο στιβαρός και άγριας ομορφιάς Λεονάρντο του Δημήτρη Μοθωναίου, κόβει την ανάσα σε μια ερμηνεία που δεν σηκώνει κουβέντα. Ένας αρχαίος χορός αναδύεται και απορροφάται μέσα σε καταπακτές, τάφους και φέρετρα μαζί, σε ένα υψηλής έμπνευσης και λειτουργικότητας σκηνικό του Μανώλης Παντελιδάκη που ευνοεί την συνεχή κίνηση και ζωντανεύει κάθε σπιθαμή, από το γυάλινο πατάρι έως τις μικρές αυτόνομες σκηνές μέσα στην ίδια την σκηνή. Ένα γλυπτό που μιλάει, το φεγγάρι, στιγμή που εντυπωσιάζει με την εικαστική αρτιότητα και την υποστήριξη από την Ιφιγένεια Αστεριάδη. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, τα κοστούμια της Εύας Νάθενα και κυρίως η κίνηση της Αγγελικής Τρομπούκη, αποτυπώνουν την ταυτότητα και αναδεικνύουν ακόμα περισσότερο την ποιητικότητα της γλώσσας του Γκάτσου σαν μια υπόκλιση σε ένα παρελθόν που κουβαλάμε στην κυτταρική μας μνήμη. Ίσως από τα ωραιότερα φινάλε η σπαρακτική και χωρίς λόγια συγνώμη της νύφης που πέφτει σαν κουβάρι στα γόνατα , αγκαλιάζοντας και φιλώντας τα πόδια της τραγικής μάνας αναδεικνύοντας την κοινή μοναξιά τους.

Μάνια Ζούση