Κινηματογράφος Ντοκιμαντέρ

Το «Φωτιά στη Θάλασσα» κάνει πρεμιέρα στην Στέγη

Ο Ιταλός σκηνοθέτης Τζιανφράνκο Ρόζι που κατέκτησε τη Χρυσή Άρκτο του 66ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βερολίνου έρχεται στις 5 Απριλίου στην Αθήνα για να παρουσιάσει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ «Φωτιά στη Θάλασσα» (Fuocoammare)(20.30 μ.μ με ελεύθερη είσοδο).

Το ντοκιμαντέρ, που απέσπασε επίσης το Οικουμενικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και το Κινηματογραφικό Βραβείο της Διεθνούς Αμνηστίας, έκανε ακόμα και τον Ιταλό πρωθυπουργό να δηλώσει ότι το Fuocoammare μπορεί να μεταστρέψει τη συζήτηση για το προσφυγικό.

Το ντοκιμαντέρ βασίζεται στην ιστορία του 12χρονου Σαμουέλε, που ζει σε ένα νησί στη μέση της θάλασσας. Πηγαίνει στο σχολείο, του αρέσει να ρίχνει με τη σφεντόνα του και να κυνηγά. Προτιμά να παίζει στη γη, παρότι τα πάντα γύρω του αναφέρονται στη θάλασσα και στους άνδρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που επιχειρούν να τη διασχίσουν, για να φτάσουν στο νησί του. Αλλά το τελευταίο δεν είναι ένα οποιοδήποτε νησί· το όνομά του είναι Λαμπεντούζα και αποτελεί το πιο συμβολικό σύνορο της Ευρώπης, το οποίο διασχίζουν χιλιάδες άνθρωποι τα τελευταία είκοσι χρόνια, σε αναζήτηση ελευθερίας.

 

 

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης Τζιανφράνκο Ρόζι λέει : «προσωπικά και για καιρό, η Λαμπεντούζα δεν ήταν παρά ένας θόρυβος φωνών και εικόνων, παραγόμενος από τηλεοπτικά σποτ, και τίτλοι που σοκάρουν σχετικά με θανάτους, καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, εισβολών και λαϊκιστικών εξεγέρσεων.

Ωστόσο, όταν πήγα στο νησί, ανακάλυψα ότι η αλήθεια βρίσκεται αρκετά μακριά από αυτό που αναπαράγουν τα μίντια και οι πολιτικοί και συνειδητοποίησα ότι θα ήταν αδύνατο να συμπτύξω ένα σύμπαν τόσο σύνθετο, όσο αυτό της Λαμπεντούζα, σε λίγα μόνο λεπτά. Το να το κατανοήσουμε, απαιτούσε πλήρη και παρατεταμένη απορρόφηση . Δεν θα ήταν εύκολο. Ήξερα ότι θα έπρεπε να βρω ένα τρόπο να εισχωρήσω.

Τότε, όπως γίνεται συχνά στη δημιουργία ντοκιμαντέρ, συνέβη κάτι απρόβλεπτο. Επισκέφθηκα το τοπικό ιατρείο επειγόντων περιστατικών, με μία δύσκολη περίπτωση βρογχίτιδας και γνώρισα τον Δρ. Πιέτρο Μπαρτόλο, ο οποίος όπως έμαθα ήταν ο μοναδικός γιατρός του νησιού και ήταν παρόν σε κάθε έλευση διασωθέντων προσφύγων, τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αυτό ήταν που καθόριζε ποιος θα σταλεί στο νοσοκομείο, ποιος για κράτηση και ποιος ήταν νεκρός. Χωρίς να γνωρίζει ότι είμαι ένας σκηνοθέτης σε αναζήτηση πιθανής ιστορίας, ο Δρ. Μπαρτόλο μου μίλησε για τις εμπειρίες του σε καταστάσεις ιατρικής και ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης. Όσα είπε και οι λέξεις που χρησιμοποίησε με επηρέασαν βαθειά. Μια αμοιβαία κατανόηση αναπτύχθηκε μεταξύ μας και συνειδητοποίησα ότι αυτός θα μπορούσε να αποτελεί έναν χαρακτήρα στην ταινία. Μετά από μιάμιση ώρα έντονης συζήτησης, ο γιατρός χρησιμοποίησε τον υπολογιστή του για να μου δείξει εικόνες που σου σπαράζουν την καρδιά και που δεν έχουν προβληθεί ποτέ, για να καταφέρω να «αγγίξω με τα ίδια μου τα χέρια» την πραγματικότητα της προσφυγικής τραγωδίας. Εκείνη τη στιγμή ήξερα ότι θα έπρεπε να μετατρέψω αυτό το δεκάλεπτο που μου είχε ανατεθεί στη νέα μου ταινία.

Μετά την τακτοποίηση της παραγωγής για το πρότζεκτ, μετακόμισα στη Λαμπεντούζα και νοίκιασα ένα μικρό σπίτι στο παλιό λιμάνι, όπου και έμεινα μέχρι την τελευταία στιγμή που το χρειαζόμουν. Ήθελα να πω την ιστορία αυτής της τραγωδίας, μέσα από τα μάτια των νησιωτών, των οποίων ο τρόπος που βλέπουν, ακούν τα πράγματα, και ζουν, έχει υποστεί μια εξαιρετική αλλαγή, τα τελευταία 20 χρόνια. Χάρη στη βοήθεια του Πεπίνο, ενός φύλακα αγγέλλου του νησιού, ο οποίος αργότερα έγινε βοηθός σκηνοθέτη μου, ήρθα σταδιακά σε επαφή με τους ντόπιους και γνώρισα τους ρυθμούς τους, την καθημερινή ζωή, και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα. Και όπως είχε συμβεί με τον Δρ. Μπαρτόλο, είχα άλλη μία θεμελιώδη συνάντηση, με τον Σαμουέλε, ένα εννιάχρονο αγόρι, γιος ψαρά, ο οποίος με «κέρδισε» αμέσως. Συνειδητοποίησα ότι μέσω της καθαρής και παιδικής ματιάς του θα μπορούσα να πω την ιστορία του νησιού και  των κατοίκων του, με μεγαλύτερη ελευθερία. Τον ακολούθησα ενώ έπαιζε με τους φίλους του, στο σχολείο, στο σπίτι με τη γιαγιά του και στη βάρκα με το θείο του . Ο Σαμουέλε μου επέτρεψε να δω το νησί διαφορετικά και με μία καθαρότητα που δεν γνώριζα πριν, και μέσω αυτού, άλλοι χαρακτήρες συστήνονταν σταδιακά στην ταινία, ο ένας μετά τον άλλο.

 

berl 1

 

Η απόφαση μου να μετακομίσω στην Λαμπεντούζα άλλαξε τα πάντα. Κατά την διάρκεια του έτους που έμεινα στο νησί πέρασα τον μακρύ χειμώνα κι έπειτα τους θαλασσινούς μήνες, καταφέρνοντας να γνωρίσω τον πραγματικό ρυθμό του ρεύματος των προσφύγων. Ήταν απαραίτητο να πάω ένα βήμα παραπέρα από τη συνήθεια των μίντια να τρέχουν στη Λαμπεντούζα μόνο όταν υπάρχει κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ζώντας εκεί, συνειδητοποίησα ότι ο όρος έκτακτη ανάγκη είναι ανούσιος. Κάθε μέρα είναι μια έκτακτη ανάγκη. Κάθε μέρα κάτι συμβαίνει. Για να καταλάβεις την αληθινή αίσθηση της τραγωδίας, χρειάζεται όχι μόνο να είσαι κοντά, αλλά και να έχεις διαρκή επαφή. Μόνο με αυτό τον τρόπο υπήρξα ικανός να κατανοήσω τα συναισθήματα των κατοίκων του νησιού, οι οποίοι παρακολουθούν αυτή την τραγωδία να επαναλαμβάνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Μετά την εισαγωγή επιχειρήσεων διάσωσης, όπως το Mare Nostrum, το οποίο επιδιώκει να αναχαιτίσει βάρκες στη θάλασσα, σταματούν οι πρόσφυγες να φαίνονται στη Λαμπεντούζα. Περνούν σαν φαντάσματα. Εκφορτώνονται σε μια αποβάθρα στο παλιό λιμάνι, μεταφέρονται με λεωφορεία στο κέντρο κράτησης για βοήθεια και αναγνώριση και λίγες ημέρες αργότερα αποστέλλονται στην ηπειρωτική χώρα. Όπως και με τις αποβιβάσεις, από τις οποίες κινηματογράφησα δεκάδες, ο μόνος τρόπος να κατανοήσεις το κέντρο κράτησης είναι να πας να το δεις από κοντά. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κινηματογραφήσεις στο εσωτερικό του, αλλά χάρη στην άδεια που απέκτησα από τις αρχές της Σικελίας, μου δόθηκε η δυνατότητα να δείξω το κέντρο, τους ρυθμούς και τους κανόνες του, τα έθιμα, τις θρησκείες και τις τραγωδίες του.  Ένας κόσμος μέσα σε έναν άλλο κόσμο, αποκλεισμένος από την καθημερινή ζωή του νησιού. Η μεγαλύτερη πρόκληση για εμένα ήταν να βρω έναν τρόπο να κινηματογραφήσω αυτό το σύμπαν που θα μπορούσε να μεταδώσει μια αίσθηση, όχι μόνο πραγματικότητας, αλλά και ανθρωπισμού μέσα σε αυτή.
Ωστόσο, σύντομα κατάλαβα ότι το σύνορο – το οποίο κάποτε ήταν η ίδια η Λαμπεντούζα, όταν οι βάρκες έφταναν στο ίδιο το νησί, μετατοπίστηκε στη θάλασσα. Ζήτησα την άδεια να επιβιβαστώ σε ένα ιταλικό ναυτικό σκάφος που δραστηριοποιείται στις  Αφρικανικές ακτές και πέρασα περίπου ένα μήνα στο Cigala Fulgosi, καθώς έλαβε μέρος σε δύο αποστολές. Εκεί, επίσης έμαθα τους ρυθμούς, τους κανόνες και τα έθιμα, της ζωή εν πλω, ενώ τρέχαμε από την μία τραγωδία στην άλλη. Η εμπειρία να κινηματογραφώ κάτι τέτοιο δεν μπορεί να περιγραφεί εδώ.
Στις ταινίες μου συχνά, βρίσκω τον εαυτό μου να απεικονίζει οριοθετημένους κόσμους, είτε κυριολεκτικά είτε ιδεολογικά. Αυτά τα σύμπαντα, συχνά τόσο μικρά όσο ένα δωμάτιο, έχουν την δική τους λογική και εσωτερικές μετακινήσεις. Το να τα αιχμαλωτίσεις και να τα μεταδώσεις είναι το πιο περίπλοκο μέρος της δουλειάς μου.  (…) Έτσι στην Λαμπεντούζα βρήκα τον εαυτό μου να κατανοεί πως λειτουργεί, αν μπορώ να το πω έτσι, ένα ακόμα σύνολο ομόκεντρων κόσμων, με τους δικούς του κανόνες και τη δική του αίσθηση του χρόνου: το νησί, το κέντρο κράτησης, η Cigala Fulgosi.
Είναι αδύνατο να αφήσω την Λαμπεντούζα, όπως είναι αδύνατο να εντοπίσω τη στιγμή που το γύρισμα ολοκληρώθηκε. Αν αυτό είναι αλήθεια για όλες μου τις ταινίες, είναι έτσι, ιδιαίτερα για τη συγκεκριμένη. Ένα περιστατικό με έκανε να καταλάβω ότι αυτός ο κύκλος με κάποιο τρόπο κλείνει. Καθώς ήταν μετά τη συνάντησή μου με τον Δρ. Μπαρτόλο η στιγμή που αποφάσισα να κάνω τη ταινία πάνω στη Λαμπεντούζα, ένιωσα ότι ήταν απαραίτητο να επιστρέψω σε αυτή τη σχέση. Επισκέφθηκα τον Μπαρτόλο, με κάμερα αυτή τη φορά, την οποία και άνοιξα για να κινηματογραφήσω τη δική του μαρτυρία και ιστορία. Και όπως νωρίτερα, κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή του, όπου κρατούσε το αρχείο μιας εικοσαετίας διασώσεων, ο Μπαρτόλο με την απέραντη ανθρωπιά και γαλήνη του, ήταν σε θέση να μεταδώσει το μέγεθος της τραγωδίας, και το καθήκον να προσφέρει βοήθεια και καταφύγιο. Ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να κλείσει η ταινία».

Fuoco_poster

 

Η ταινία θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο στους Κινηματογράφους.

Σκηνοθεσία: Gianfranco Rosi

Παίζουν: Pietro Bartolo, Samuele Caruana, Maria Costa, Mattias Cucina

Διάρκεια: 108 λεπτά

Γλώσσα: Ιταλικά

Χώρα: Ιταλία / Γαλλία

Έτος: 2016

Trailer: https://www.youtube.com/watch?v=FfrPiCgvXvk

Διανομή: StraDa Films

 

Fuocoammare1_p

 

Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Συγγρού 107

Πληροφορίες: 210 900 5 800

Κεντρική Σκηνή

5 Απριλίου 2016 | 20:30

Ώρα προσέλευσης 19:45

 

Η είσοδος είναι ελεύθερη. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας λόγω περιορισμένου αριθμού θέσεων (διατίθεται για το κοινό το 1ο θεωρείο της Κεντρικής Σκηνής).

Απαραίτητη η κράτηση θέσης με email στο [email protected], δίνοντας τα στοιχεία: ονοματεπώνυμο, κινητό τηλέφωνο, αριθμός θέσεων (έως 2).