featured Εικαστικά Κινηματογράφος

Κυριάκος Κατζουράκης: «Η τέχνη είναι ένα όπλο, δεν είναι μόνο λουλούδια»

Γεννήθηκε στα ερείπια του πολέμου με έντονο και βαθύ το πείσμα για ζωή. Η διαδρομή του βίου του καθόρισε και την σχέση του με την τέχνη,  ήδη από πολύ νωρίς. Ο Κυριάκος Κατζουράκης, ζωγράφος, σκηνοθέτης κινηματογράφου, σεναριογράφος και σκηνογράφος, είναι ένας  αναγεννησιακός άνθρωπος που περικλείει και εμπεριέχει όλα τα στοιχεία ενός που βασανίζεται και κοπιάζει για τον άλλον. Ένας μάστορας με αναρχική σκέψη και ένας αγωνιστής με αντιστασιακή συνείδηση.

Γεννημένος το 1944 στην Αθήνα, αναγκάζεται μαζί με την δίδυμη αδελφή του να ζήσει σε ηλικία μόλις πέντε ετών και για ένα μεγάλο διάστημα, μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του, στα ορφανοτροφεία και τα ιδρύματα της πόλης.

Θυμάται ελάχιστα από εκείνα τα χρόνια, «σχεδόν τίποτα», όπως λέει. «Το μόνο που θυμάμαι, είναι πως αυτό που είχα αναπτύξει χωρίς να το κάνω συνειδητά, ήταν μια απίστευτη τόλμη. Ρίσκαρα να περπατάω στο χείλος ενός ρείθρου και μιας ταράτσας, να πηδάω από μπαλκόνια, μάντρες με παγίδες, να χτυπάω και να συνεχίζω.  Έπρεπε κατά βάθος να αποφασίσω αν θα ζήσω ή όχι. Ένιωσα χαμένος και τρομαγμένος, σε ένα εχθρικό περιβάλλον στέρησης. Και είπα ότι ή θα πεθάνω ή θα αντισταθώ ζώντας, κάνοντας μάλιστα κάτι σπουδαίο.  Έμαθα πάμπολλες τέχνες για να επιβιώσω στα 15 μου χρόνια. Έκτοτε ζω με τις δυνάμεις μου και από τα χέρια μου», λέει.

Τα ζωγραφικά του έργα, άλλα ολοκληρωμένα, άλλα εν εξελίξει, που βρίσκονται ολόγυρα στα δωμάτια και τους τοίχους του εργαστηρίου στο παλιό νεοκλασικό της οδού Βατατζή στην Νεάπολη Εξαρχείων, είναι σκοτεινά, σκληρά, καταδεικνύουν την παράνοια της εξουσίας , τον πόνο του κόσμου, το βάσανο και την πίκρα του ανθρώπου. Υπάρχουν ωστόσο και τρυφερές ζωγραφιές με φωτεινά πρόσωπα παιδιών και νέων που ακόμα χαμογελούν .

Το πορτραίτο της μάνας και ο Μόραλης  

Ίσως έχοντας κληρονομήσει κάτι από το ζωγραφικό ταλέντο της μητέρας του, που η απώλειά της τον τραυμάτισε βαθιά, ο Κατζουράκης οδεύει αποφασιστικά προς την Σχολή Καλών Τεχνών. «Μεγάλωσα με ένα θηριώδες πορτραίτο της μάνας μου από κάποιον ζωγράφο της εποχής. Μια πανέμορφη γυναίκα ντυμένη με μια ωραία άσπρη δαντέλα. Χάζευα αυτήν την δαντέλα και τον τρόπο που ήταν ζωγραφισμένη. Είχα ταυτίσει την ζωγραφική με αυτό το πορτραίτο. Έβλεπα παράλληλα και τα έργα της μάνας μου, ζωγράφιζε κάτι νεκρές φύσεις, πολύ όμορφες. Πιστεύω πως έπαιξε έναν μεγάλο ρόλο στην ζωγραφική μου πορεία. Μέχρι που γνώρισα στα 16 μου την ετεροθαλή αδελφή μου η οποία έπαιξε και τον πιο καθοριστικό ρόλο. Ήταν 26 χρόνων και με βοήθησε να πάρω την απόφαση για την ΑΣΚΤ. Μπήκαμε σχεδόν την ίδια χρονιά, εκείνη στο φυσικομαθηματικό και εγώ στην Καλών Τεχνών. Με έμαθε το τσιγάρο και να έχω εμπιστοσύνη στην ζωγραφική. Και τώρα δεν  μπορώ να τα χωρίσω αυτά τα δυο. Στη συνέχεια μπήκε στην ζωή μου ο Μόραλης, που ως γνωστό του πατέρα μου, τον επισκεπτόμασταν στο σπίτι του στην Κηφισιά. Όταν του έδειξα κάτι ακουαρέλες, μου απάντησε : αυτό μην το χάσεις, θα καταλάβεις μετά από χρόνια τι είναι. Και εγώ άρχισα από τότε να ρουφάω από τον Μόραλη όλη την πείρα της ζωής και της τέχνης του. Ήμουν από τους πιο αγαπημένους του μαθητές, αλλά ποτέ δεν έγινα μέρος της αυλής του, ποτέ δεν τον τράβηξα από το μανίκι, αλλά ό, τι μου έλεγε το επεξεργαζόμουν και προχωρούσα. Τα λόγια του ήταν μετρημένα, δεν υπήρξε ποτέ φλύαρος, κι όταν έβλεπε ότι υπάρχει ψήγμα ταλέντου, έδειχνε το μέτρο. Στην Σχολή με τιμώρησε με αποβολή όταν παραμονές της Χούντας, μετά την δολοφονία του Πέτρουλα, με συνέλαβε η αστυνομία στην Μυτιλήνη να φωνάζω σε διαδήλωση το σύνθημα «Μητσοτάκη κάθαρμα, Τούμπα δολοφόνε». Ο Τούμπας ήταν ο υπουργός δημόσιας τάξης. Κι ο Πέτρουλας ήταν φίλος μου. Πήρα και δεύτερη αποβολή όταν πάλι επί Χούντας αρνήθηκα να παρελάσω».

Η έκθεση των νέων ρεαλιστών στο Γκαίτε 

«Από το 1963 έως το 1968 που τελείωσα την ΑΣΚΤ η χώρα έβραζε. Και εγώ έβραζα αντίστοιχα. Δεν μπήκα στην ΕΔΑ, πάντα κοιτούσα το εναλλακτικό, το πιο τολμηρό. Ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της «Αναγέννησης», με τον Χοντζέα, τον Προβελέγγιο, τον Ιορδανίδη.  Με κυνηγούσε σε όλη μου την ζωή μια υπογραφή μου σε ένα κείμενο που κυκλοφόρησε με 36 άλλες υπογραφές. Ο φάκελός μου έλεγε πως είμαι κινεζόφιλος. Παρέμεινα στην «Αναγέννηση» έξι μήνες και αποχώρησα, καθώς η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σταλινική», εξηγεί ο Κατζουράκης ο οποίος δεν εντάχθηκε ποτέ σε κανένα κόμμα, αλλά κατέβαινε πάντα στους δρόμους. «Μόνο επί Χούντας ήμουν Ρηγάς. Όπως όλοι μας. Υπήρξα και γραμματέας του Ρήγα Λονδίνου, καθώς έζησα εκεί 15 χρόνια. Στην οργάνωση παρέμεινα έως το Πολυτεχνείο, όταν έγινε η ανακοίνωση του Μπάμπη Δρακόπουλου και του Λεωνίδα Κύρκου ότι σκοτεινές δυνάμεις μπήκαν στο Πολυτεχνείο, τότε αποχωρήσαμε όλοι οι Ρηγάδες της Δυτικής Ευρώπης. Δεν αυτονομηθήκαμε. Πήγαμε σπίτι μας». Φεύγει το 1972 για το Λονδίνο . Έχει προηγηθεί τον ίδιο χρόνο η έκθεση των νέων ρεαλιστών στο Γκαίτε που έχει ταράξει τα νερά και έχει δημιουργήσει αίσθηση με το σκεπτικό της για αντίσταση δια της τέχνης.  Συμμετέχουν Ψυχοπαίδης,  Μπότσογλου, Δίγκα, Βαλαβανίδης, Κατζουράκης. «Η τέχνη είναι ένα όπλο, δεν είναι μόνο λουλούδια. Είχε έρθει η ώρα για να μπει στο τραπέζι η σχέση της πολιτικής με την τέχνη και να οργανωθούν αντιστασιακές εικαστικές εκθέσεις. Χρησιμοποιούσαμε πολύ την πολιτική επικαιρότη».

Το Λονδίνο

«Έλλειψη ενημέρωσης και αίσθημα ασφυξίας, με κάνουν να φύγω για το Λονδίνο το 1972 όπου μένω 14 χρόνια.  Εκεί ήταν η άνθηση της ζωγραφικής μου, μια πολύ δημιουργική περίοδος. Το 1977 γεννιέται ο γιος μου, το σπίτι μου υπήρξε ένα κέντρο διερχομένων πολλών ανθρώπων, συζητήσεων και ζυμώσεων. Τότε στήθηκε το περιοδικό Πολίτης, όπου έγραφα κι έκανα και κάποια εξώφυλλα. Γύρισα στην Ελλάδα το 1985 γιατί ένιωθα πως όλα όσα έκανα εκεί, αν τα έκανα εδώ θα ήταν πιο χρήσιμα στους ανθρώπους. Μάλλον μια ψευδαίσθηση ήταν, αλλά αυτό ένιωθα». 

Ο κινηματογράφος

«Υπάρχει ένα έργο μου που λέγεται «Το Γεύμα», φτιαγμένο το 1968, το οποίο μοιάζει σαν να είναι πλάνα του Κόπολα, σαν μια μαφία που συντρώγει. Μοιάζει να είναι η εικόνα της ίδιας της Χούντας. Το καδράρισμα του έργου θυμίζει κινηματογραφικό πλάνο. Ένα έργο που έπαιξε τον δικό του ρόλο στην σύνθεση σε σχέση με το σινεμά», ομολογεί ο Κατζουράκης. «Η πρώτη μου ταινία «Ο Δρόμος προς την Δύση», ήταν ένα παζλ πραγμάτων και υπήρχε μια εσωτερική σύνθεση που μόνο εγώ μπορούσα να μοντάρω, κανείς άλλος. Στην «Γλυκιά Μνήμη» κατάλαβα ότι έχω ταλέντο μοντέρ, μπορούσα να φτιάξω μεγάλες ενότητες πραγμάτων , αυτόνομες, σαν μικρές Γκουέρνικες. Εδώ μπαίνει το θέμα πως η ιδεολογία μετατρέπεται ή είναι κατά βάθος αισθητική που μέσα περιέχει απόψεις, φόρμα, διαδικασία κατασκευής, τεχνική και ταυτόχρονα είναι και επικοινωνία και για αυτόν τον λόγο κάνει κάτι. Για τον άλλο που είναι αποδέκτης».

Η ταινία USSAK στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Η τελευταία του ταινία USSAK μόλις έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μόντρεαλ και θα προβληθεί στο επερχόμενο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης  που θα πραγματοποιηθεί από τις 2 έως τις 12 Νοεμβρίου. «Η Κάτια είναι η αιτία για να κάνω ταινίες», λέει ο Κατζουράκης, αποκαλύπτοντας πως η ιδέα να κάνει μια ταινία του γεννήθηκε όταν πρωτογνώρισε την σύντροφο της ζωής του, Κάτια Γέρου, το 1987. Την ρωτάει τι θέλει να κάνει στην ζωή της και εκείνη απαντά ταξίδια. Και εγώ σινεμά απαντάει ο ίδιος. «Στην «Γλυκιά Μνήμη», γράψαμε  μαζί το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου, μετά ήρθαν οι «Μικρές εξεγέρσεις» και τώρα το USSAK, το σενάριο του οποίου γράφαμε τρία χρόνια». Η ταινία παρακολουθεί μια σειρά από ετερόκλητους ανθρώπους, μια περιπλανώμενη καλλιτέχνη, ένα μυστηριώδες μικρό κορίτσι, έναν πρώην drag showman, έναν συνειδητό περιθωριακό, έναν φασίστα, εκπροσώπους μιας ακαθόριστης εξουσίας, ομάδες αγροτών.
Οι ιστορίες τους διασταυρώνονται με τις ιστορίες άλλων ανθρώπων και οι ζωές τους αλλάζουν. «USSAK είναι ένας μουσικός δρόμος της Ανατολής, είναι αυτό που λέμε χαρμολύπη, αλλά η ταινία έχει κι ένα στοιχείο αισιοδοξίας. Είναι ένας ύμνος στην έννοια της ουτοπίας», σημειώνει ο σκηνοθέτης.  «Η πραγματικότητα μας ξεπέρναγε σε αυτήν την ταινία. Όταν ήρθε το περίφημο 2015 μας είπαν όλοι πως τώρα με την Αριστερά είναι άκαιρο αυτό που φοβάστε. Και εμείς επιμέναμε. Η προφητεία της ταινίας συμπεριλαμβάνει χωρίς να το ξέρουμε,  τα δίσεκτα χρόνια της αριστερής διακυβέρνησης. Αυτό που λέω δεν είναι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ούτε αντικυβερνητικό. Είναι ο φόβος ότι αυτό που συμβαίνει σήμερα συμπεριλαμβάνεται σε ένα σενάριο που είναι γραμμένο πριν το σήμερα.  Και αναφέρεται σε τριάντα χρόνια μετά από σήμερα. Μπορεί κανείς μέσα σε ακραίες συνθήκες να διεκδικήσει μια ολοκληρωμένη ζωή και όχι μόνο την επιβίωσή του;
Μήπως αυτό είναι ουτοπία; Και τι σημαίνει ουτοπία;
Σ’ αυτό το τελευταίο η ταινία απαντάει. Λέγεται κάπου στο τέλος της αφήγησης: «Ο ουτοπιστής, φίλε, είναι ο απόλυτος υλιστής» 
Θέατρο με τον Λαζάνη

«Ο Λαζάνης και η Κάτια μου έμαθαν θέατρο», αποκαλύπτει ο Κατζουράκης. «Δεν έχω ξανασυναντήσει άνθρωπο σαν εκείνον,  με αυτήν την ταπεινότητα που δεν έχει αυτολύπηση, τα χαμηλά τακούνια όπως λέγαμε, ένας αιώνιος μαθητής ως το τέλος της ζωής του, με υψηλή σκηνική ευφυΐα . Η πρώτη μας σκηνογραφία στο «Οι Άντρες είναι Άντρες» του Μπρεχτ, στήθηκε σε μια ταβέρνα, πάνω στην λαδόκολλα κι ο Λαζάνης είχε μαγευτεί  από αυτό το παιχνίδι, με τα καρούλια της ΔΕΗ που τα μετέτρεπα σε κανόνια, τρένα, σπίτια, γέφυρες. Ήταν μια απίστευτα πρωτοποριακή παράσταση. Ακολούθησαν « Ιφιγένεια εν Αυλίδι», «Τρωάδες», «Τρεις Αδελφές», Οι Παραθεριστές», 18 έργα έως και τον «Ληρ» που ήταν η τελευταία παράστασή του και ίσως και το καλύτερο σκηνικό που είχα κάνει. Το υπόγειο ήταν όλο ζωγραφισμένο σαν ένα υπόγειο με υγρασία και ένα ευρηματικό τραπέζι μεταμορφωνόταν στα πάντα. Και η σκηνή που πάντα με συγκινούσε ήταν όταν ο Λαζάνης, γνώστης και φορέας ενός ψέματος, σαν να έκλεινε το μάτι στο κοινό και του ψιθύριζε πως τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια».

Μάνια Ζούση

 Νέα Σελίδα 10/9