Κινηματογράφος

“Η Αθήνα είναι μια πόλη μονάχη και ερημωμένη”

H σκηνοθέτης Μαργαρίτα Μαντά μόλις επέστρεψε από το Φεστιβάλ του Ρότερνταμ όπου η ταινία της “Για Πάντα”  έκανε πανευρωπαική πρεμιέρα. Ήδη από τις 29 Ιανουαρίου παίζεται στην Ταινιοθήκη και τα πρώτα ενθουσιώδη σχόλια αρχίζουν να κυκλοφορούν στην πόλη και τις παρέες.

Όταν το περασμένο καλοκαίρι η ταινία είχε αποσπάσει το βραβείο σκηνοθεσίας  στο Διεθνές Φεστιβάλ Καΐρου,  η Μαργαρίτα Μαντά είχε μιλήσει στην Αυγή και τη Μάνια Ζούση για τον κινηματογράφο που αγαπά, τις ιστορίες που θέλει να αφηγείται  και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

* Τι είναι αυτό που σας απασχολεί και αναζητάτε να αποτυπώσετε και να αφηγηθείτε στις ταινίες σας;

Με απασχολούν από νεαρή ηλικία έννοιες όπως ο Χρόνος και η Μνήμη έτσι όπως ορίζουν και τους ανθρώπους και τους χώρους. ΄Η έτσι όπως οι άνθρωποι σέβονται ή δεν σέβονται και τον Χρόνο και τη Μνήμη. Με απασχολεί η δυσκολία επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, που προκαλεί κάποτε άδικες απώλειες σε σχέσεις οι οποίες δεν αξίζουν αυτές τις απώλειες. Με απασχολεί η δυσκολία που έχουν οι άνθρωποι να κοιτάξουν τον εαυτό τους, να τον αναγνωρίσουν και να τον εκτιμήσουν γι’ αυτό που είναι. Η δυσκολία τους να υπάρχουν με τη δική τους ταυτότητα και να μην δανείζονται άλλων. Αν θα ‘πρεπε να απαντήσω με μια φράση στην ερώτησή σας, θα έλεγα πως το δικό μου κινηματογραφικό τοπίο είναι ο άνθρωπος. Ό,τι έχω κάνει έως τώρα, από τα ντοκιμαντέρ μου μέχρι τις δύο ταινίες μυθοπλασίας, είναι απολύτως ανθρωποκεντρικό.

* Ποια υπήρξε η έμπνευση για την ταινία, η επιδίωξη, οι προτεραιότητες και ο τρόπος που χρησιμοποιήσατε;

Ήθελα να κάνω μια ελεγεία πάνω στη Σιωπή, πάνω στον χρόνο που ορίζει η σιωπή. Μια ταινία που να μην εικονοποιεί μια ιστορία, αλλά να αναδεικνύει την ιστορία που απορρέει από τις εικόνες. Και ήθελα, για ακόμα μία φορά, να κάνω μια ταινία για την πόλη μου. Την Αθήνα. Αισθάνομαι, σχεδόν από πάντα και όχι τώρα λόγω της κρίσης, ότι η Αθήνα είναι μια πόλη απύθμενα μόνη. Μπορεί να σφύζει από ζωή, πληθυσμό και θόρυβο, αλλά είναι μια πόλη μονάχη, ερημωμένη. Δεν την αγαπάνε την Αθήνα οι κάτοικοί της. Και δεν τη σέβονται. Την θεωρούν μια πόλη -τράνζιτο, πάνω στην οποία μπορούν να ασελγούν όσο και όπως θέλουν γιατί δεν τη θεωρούν δικό τους τόπο.

μαργαριτα 2

 

Για μένα η Αθήνα είναι ο δικός μου τόπος και αυτό που συμβαίνει με πονάει πολύ βαθιά. Και με έχει απασχολήσει και στις δύο μου ταινίες. Ο τρόπος που χρησιμοποίησα στη χώρα που επαίρεται ως κοιτίδα πολιτισμού αλλά αγνοεί επιδεικτικά και τον πολιτισμό και, κυρίως, την παιδεία που γεννά πολιτισμό, είναι ο ίδιος που χρησιμοποιούμε χρόνια τώρα όσοι σκηνοθέτες προσπαθούμε να κάνουμε «σινεμά του δημιουργού» στην Ελλάδα.

Η πίστη και η, συνηθέστατα, αφιλοκερδής ή σχεδόν αφιλοκερδής συμμετοχή των φίλων μας -ηθοποιών και κινηματογραφιστών- και όσων γίνονται νέοι φίλοι μας επειδή μοιράζονται το όνειρό μας, η βοήθεια από την οικογένεια και τους εξω-κινηματογραφικούς φίλους μας, η εμπιστοσύνη των παραγωγών που πιστεύουν τις ταινίες μας και κάνουν ό, τι μπορούν ώστε να βρουν τα στοιχειώδη μέσα για να τις πραγματοποιήσουμε. Προσωπικά, ευτύχησα για ακόμα μία φορά να στηριχθώ από μία εκπληκτική ομάδα που έδωσε τα πάντα στο «Για Πάντα» και έκανε να υπάρχει σήμερα η ταινία που ονειρεύτηκα. Τους ευγνωμονώ όλους για την προσφορά, την εμπιστοσύνη, την αγάπη, την φροντίδα και την εξαιρετική δουλειά τους.

 * Τι είδους σινεμά επιλέγετε να κάνετε, ποιες οι επιδιώξεις και οι προτεραιότητες που βάζετε;

Επιλέγω να κάνω το σινεμά που φέρει τη δική μου ταυτότητα, ειλικρίνεια και ανάγκη να μιλήσω για τα πράγματα που με καίνε με τον τρόπο που εγώ θέλω, πέρα από «μόδες» και ρεύματα τύπου «αυτό θέλει το κοινό». Το «κοινό» δεν είναι μια ηλίθια ομογενοποιημένη μάζα. Αναγνωρίζει, σέβεται και μοιράζεται έναν κινηματογράφο ειλικρινή από τη μεριά του δημιουργού του, είτε ταυτίζεται με μια ταινία είτε όχι. Κάποιοι λένε πως κάνω ένα «ποιητικό», ενίοτε και «ρομαντικό» σινεμά. Μπορεί να είναι κι έτσι, εγώ δεν μπορώ να το κρίνω».

* Φαίνεται πως οι Έλληνες κινηματογραφιστές έχετε αρχίσει να αποκωδικοποιείτε αυτό που συμβαίνει αυτήν την περίοδο στη χώρα μας, πιο νωρίς και με μεγαλύτερη ευκρίνεια από καλλιτέχνες άλλων πεδίων της τέχνης. Πού το αποδίδετε;

Τα τελευταία 6-7 χρόνια το ελληνικό σινεμά βγήκε επιτέλους από μια αρρωστημένη ομφαλοσκόπηση που το ταλάνιζε πάρα πολλά χρόνια και ανοίχτηκε σε αυτό που συμβαίνει στον κόσμο. Το γεγονός επίσης ότι η παραγωγή των ταινιών απογαλακτίστηκε από το μονοπώλιο της κρατικής επιχορήγησης μέσα από μια καινούργια γενιά παραγωγών και σκηνοθετών που ξέρουν πώς να ανοίξουν το ελληνικό σινεμά στο διεθνές κινηματογραφικό γίγνεσθαι σε όλα τα στάδια της δημιουργίας μιας ταινίας είναι μια εξαιρετικά σημαντική παράμετρος για τη σημερινή, εκπληκτική διεθνώς, πορεία του ελληνικού κινηματογράφου».

μαργαριτα 3

 

* Πώς είναι η μετά τον Αγγελόπουλο περίοδος;

Αν εννοείτε στην προσωπική μου ζωή, μία περίοδος όπου η απώλεια είναι ακόμα νωπή και η έλλειψη οδυνηρή, αλλά ταυτόχρονα και μία περίοδος πάρα πολύ δημιουργική, όπου η παρακαταθήκη που έχω από αυτόν τον άνθρωπο, σε όλα τα επίπεδα, και για την τέχνη μου και για τη ζωή μου, με δυναμώνει απίστευτα και με στηρίζει απέναντι σε όλο αυτό το τίποτα που κάποιοι προσπαθούν να μετατρέψουν τον κόσμο.

* Ποια κατά τη γνώμη σας ήταν η σπουδαία συμβολή – παρακαταθήκη του Αγγελόπουλου στο κινηματογράφο;

Το μόνο που μπορώ να πω ως σκηνοθέτης, αλλά και ως θεατής, είναι ότι ο Αγγελόπουλος έκανε το σινεμά της δικής του, καταδικής του ταυτότητας. Και πιστέψτε με πως κάτι τέτοιο θέλει πάρα πολλή γενναιότητα, ιερατική αφοσίωση και πολλή, μα πάρα πολλή ψυχοφθόρα επιμονή”.

* Πώς ήταν ως φίλος, ως δάσκαλος, ως συνεργάτης; Γιατί νιώσατε την ανάγκη να αφιερώσετε την ταινία σας στη μνήμη του;

Η ταινία δεν αφιερώθηκε στον Θόδωρο μετά τον θάνατό του. Ήταν ήδη αφιερωμένη σε αυτόν από την πρώτη δοκιμή σεναρίου, τον Μάρτιο του 2011. Στον άνθρωπο αυτόν χρωστάω πάρα πολλά. Πέρα από τις αδιανόητες εμπειρίες που έζησα δουλεύοντας μαζί του σε τέσσερις ταινίες, επί 19 χρόνια, εμπειρίες που με πλούτισαν και με θωράκισαν και για τη ζωή και για την τέχνη μου, ο Θόδωρος μου άνοιξε από την πρώτη στιγμή τον εαυτό του, τη ζωή του, την οικογένειά του, το σπίτι του. Με τίμησε με μια φιλία και μια εμπιστοσύνη που άνοιξαν μέσα μου πόρτες τις οποίες δεν είχα καταλάβει ότι έχω. Όταν μου είχε κάνει την πολύ συγκινητική και πολύ ουσιαστική κριτική του για την πρώτη μου ταινία, μου είχε πει επί λέξει: «Τώρα πας για τα δύσκολα. Η δεύτερη ταινία είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες. Για όλους τους σκηνοθέτες, όσες ταινίες κι αν κάνουν, η δεύτερη ταινία είναι η πιο δύσκολη απ’ όλες. Γιατί δεν έχει την αθωότητα της πρώτης». Έτσι θέλησα να του αφιερώσω τη δεύτερη ταινία μου ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για όσα μου χάρισε ως δάσκαλός μου και ως φίλος μου. Κυρίως ως φίλος μου.

 

Ταυτότητα Ταινίας “Για Πάντα”

Παραγωγή: FALIRO HOUSE (Ελλάδα, 2014)

Σκηνοθεσία: Μαργαρίτα Μαντά

Σενάριο: Μαργαρίτα Μαντά

Ηθοποιοί: Άννα Μάσχα, Κώστας Φιλίππογλου

Executive Producer: Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος

Παραγωγοί: Κώστας Κεφάλας, Κωνσταντίνος Κοντοβράκης, Κώστας Λαμπρόπουλος, Μαργαρίτα Μαντά

Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κωστής Γκίκας, GSC

Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου

Ηχοληψία: Νίκος Παπαδημητρίου

Μοντάζ Ήχου / Σχεδιασμός Ήχου: Αλίκη Παναγή

Music Production / Soundscapes: Χρήστος Δεληγιάννης

Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης

Κοστούμια: Τριάδα Παπαδάκη

Art Direction: Μαργαρίτα Μαντά

Οργάνωση Παραγωγής / Α΄Βοηθός Σκηνοθέτη: Ανιές Σκλάβου

Διεύθυνση Παραγωγής: Δημήτρης Χατζηβογιατζής

Η ταινία «Για Πάντα» θα βγει στους κινηματογράφους στις 29 Ιανουαρίου 2015

 

Πηγή: Αυγή