Metamanias Κινηματογράφος

Ανωτέρα Βία: Το σουηδικό σινεμά στα καλύτερά του

Πώς μια ελεγχόμενη χιονοστιβάδα ξεσκεπάζει τις ρωγμές ενός φαινομενικά στιβαρού οικογενειακού οικοδομήματος;

Πόσο μπορεί

 

ένας σωστός, για τα δημοφιλή δεδομένα, πατέρας να επικαλεστεί ανωτέρα βία όταν αποτυγχάνει να ανταποκριθεί στον κοινωνικά δεσμευτικό ρόλο του; Με αυτά τα δύο ερωτήματα (συμβολικά και ουσιαστικά) ασχολείται το φιλμ του 40χρονου Σουηδού σκηνοθέτη Ruben Östlund το οποίο προκάλεσε το ενδιαφέρον κοινού και κριτικών όπου και αν προβλήθηκε μέχρι σήμερα.

Ο Östlund, εξπέρ στην κινηματογράφηση στα χιόνια, μας πηγαίνει μια πενταήμερη εκδρομή στις γαλλικές Άλπεις παρέα με μια ευκατάστατη τετραμελή σουηδική οικογένεια. Μια στιγμή δειλίας του πατέρα Tomas, την οποία δυσκολεύεται και ο ίδιος να παραδεχθεί στη συνέχεια, θα γεμίσει φόβο και αμφιβολία τα υπόλοιπα μέλη της φαμίλιας του, χωρίς να αφήσει ανεπηρέαστη ούτε τη σχέση ενός φιλικού τους ζευγαριού που επισκέπτεται το θέρετρο μερικές μέρες αργότερα.

Η ταινία είναι απλωμένη πάνω σε λιτά, μακρόβια πλάνα, σε στιγμές που παρακολουθούμε τους ανθρώπους-πρωταγωνιστές της και σε συγκριτικά πιο μικρά, ρυθμιζόμενα από ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα, εμβόλιμα πλάνα όσον αφορά τη φύση μέσα στην οποία οι χαρακτήρες λειτουργούν και εκφράζονται.

Αυτό το δίπολο δημιουργεί χρήσιμα σημεία έντονης αμηχανίας στον θεατή και συντηρεί συνάμα ένα κλίμα αγωνίας για το τι μπορεί να ακολουθήσει.

Ο Östlund μπορεί να παραμένει πιστός στα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σκανδιναβικού κινηματογραφικού δόγματος (στεγνό, μη τυπικό χιούμορ, καθαρά καδραρίσματα με συγκεκριμένα χρώματα και γραμμές, διαλογισμός πάνω στα ανθρώπινα φύλα, τις εκφάνσεις και τις αντιφάσεις τους), αλλά η φόρμα του πέφτει, ευτυχώς μετρημένες φορές, θύμα της αυτοαναφορικότητάς της.

Κατά τα άλλα, το Force Majeure (Ανωτέρα Βία), θα γίνει εύκολα σημείο αναφοράς και διαλόγου στη φιλμογραφία της χρονιάς.

Οι σύγχρονες ερμηνείες του, οι πειστικοί του διάλογοι και τα τολμηρά ψυχογραφήματα των χαρακτήρων του (ειδικά των ανδρικών) που δεν χαρίζονται σε καμιά συνήθεια και προαπαιτούμενο, υπενθυμίζουν εύστοχα μια ακόμα άγραφη νομολογία της αλήθειας: Η φυγή δεν είναι πάντα δειλία, αλλά η δειλία είναι μια ανομολόγητη αδυναμία που αναζητά την αποδοχή και μπορεί να γίνει καταστροφική για όποιον συνεχίζει να κρύβεται από την ατελή πλευρά του εαυτού του.

Στην υγειά της μετατόπισης, λοιπόν! Χωρίς χιονοστιβάδες.

 

Χρήστος Καρανάτσης