Οι δημιουργοί γράφουν

Η Όλγα Σπυράκη γράφει για το «Beauty and the Beast»

Πριν από ένα χρόνο περίπου, συνέβη μια δολοφονία, μια δολοφονία που δεν έμεινε κρυφή, έγινε μπροστά στα μάτια όλων μας, και αποτέλεσε αφορμή για επαναδιαπραγμάτευση πολλών θεμάτων από πολλούς ανθρώπους.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα αποτέλεσε την εκκίνηση μιας σειράς σκέψεων για μένα: Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί συνεχίζει να συμβαίνει χρόνια τώρα; Γιατί αναπτύσσονται τέτοιες ιδεολογίες μες την ανθρώπινη κοινωνία και γιατί η ανθρώπινη φύση τις θρέφει και θρέφεται από αυτές;

Και τέλος, γιατί μια περίοδος κρίσης, κρίσης ενός συστήματος οικονομίας, που επιφέρει βαθειά κρίση σε λιγότερο ευνοημένες κάστες ανθρώπων – είτε την κάστα τους αυτή προσδιορίζει η τάξη τους, είτε και η χώρα στην οποία ζουν – γιατί μια τέτοια συνθήκη ευνοεί την ανάπτυξη του φασισμού, ενώ θα μπορούσε να κινητοποιήσει βαθειά και ουσιαστική δράση για αλλαγή, σε πνεύμα αλληλεγγύης και πίστης στην φτωχή μας ανθρωπότητα.

«Φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες

ούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα

Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο

ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος»

(Τάσος Λειβαδίτης – «Άλλα τα Βράδυα»)

Αυτά τα ερωτήματα οδήγησαν την χορεύτρια Μαργαρίτα Τρίκκα, τον κινηματογραφιστή Μάνο Αρβανιτάκη και μένα, αρχικά στην ανάγνωση εκ νέου της παγκόσμιας ιστορίας μας. Ξεκινήσαμε να μελετάμε πότε εμφανίστηκε ο φασισμός, πότε πήρε μορφή κινήματος, σε τι πλαίσια εξελίχθηκε, πότε εμφανίστηκε σαν ιδεολόγημα οργανωμένης ομάδας στην Ελλάδα και πως εξελίχθηκε και εδώ.

…ένας τεράστιος αριθμός θυμάτων αποτέλεσε την πιο σοκαριστική διάσταση της έρευνάς μας. Όπως και η διαπίστωση ότι ο φασισμός αποτελεί μια ίσως δεδομένη επέκταση του κοινωνικο -οικονομικού συστήματος που μας διέπει. Η κοινωνία ωθεί προς αυτή την ιδεολογία, καθώς δικαιολογεί πολλά, και κατευθύνει στο να ρίξει ευθύνες ανώδυνες για τον ίδιο, εκείνον που επιζητεί ένα αποδιοπομπαίο τράγο και όχι μια λύση.

Στο σημείο αυτό μια μεγάλη ανησυχία αλλά και περιέργεια με κατέβαλλαν. Μες την ίδια μας τη ψυχή, υπάρχει εν δυνάμει η επιλογή αυτή; Προτιμάμε να γαντζωθούμε από τέτοιες ιδεολογίες νιώθοντας αδύναμοι να διεκδικήσουμε; Προκειμένου να μην χάσουμε την αξιοπρέπειά μας προτιμάμε να την καταπιούμε, φουσκώνοντας τα στήθη μας με περηφάνια που καταπνίγει τους υπαίτιους κάθε συμφοράς μας, τους ασθενέστερους;

Ήταν πια μεγάλη η ανάγκη να μπούμε στην αίθουσα και να ξεκινήσει η κινησιολογική έρευνα. Ο στόχος μας ήταν αρκετά επώδυνος. Να εντοπίσουμε και να οικοδομήσουμε, την πορεία ενός ανθρώπου, που ξεκινά από την πιο καθαρή και αγαθή εν δυνάμει «Άνω Θρώσκουσα» φύση του, και καταλήγει στο να γίνει ένα Τέρας, αφού πια είναι ικανός να σκοτώσει έναν άλλον άνθρωπο, απλά γιατί τον θεωρεί υποδεέστερο του και πηγή του κακού που αφορά και στους δύο.

Ξεκινήσαμε με την συνθήκη ότι πρόκειται για πλάσμα άφυλλο –ή διεμφυλικό. Αναζητήσαμε την κίνηση και την σωματικότητά μας που έχουμε όταν ακόμα είμαστε παιδιά.

Δημιουργώντας σταδιακά μια πλαισίωση του πλάσματός μας με κοινωνικά δεδομένα που συνεχώς επαναπροσδιόριζαν το πλαίσιο κινητικότητάς του, παρατηρούσαμε πως αυτό επιδρούσε στην εξέλιξη και αλλαγή της κίνησής του, της σωματικότητάς του, της ίδιας του της αναπνοής. Ο άνθρωπός μας που χόρευε την ύπαρξή του στην αίθουσα, πέρασε από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, από την ενηλικίωση στην άτυπη συνειδητοποίηση και στην συνειδητή επιλογή. Στην δική του ωριμότητα «αποκτήνωσης», συμβατής ωστώσο με τον Κόσμο μας…

Έτσι δημιουργήθηκε ένα κινητικό σόλο. Η ψηφιακή εικόνα δρα παράλληλα για να αποδώσει ένα κοινωνικό πλαίσιο που και αυτό εξελίσσεται ταυτόχρονα με τον χορευτή και ταυτόχρονα τον εξελίσσει, στις νόρμες της ίδιας συστημικής υπόστασής του.

Και αυτή είναι μια μικρή ιστορία που αφηγούμαστε λοιπόν. Για την ομορφιά και την ασχήμια , τη δική μας, μέσα σε μας τους ίδιους.

Οι εποχές μας είναι σκοτεινές πολύ – όλο ίσως το θέμα είναι το πώς μπορούμε να έχουμε επίγνωση της σκοτεινιάς αυτής ακόμα και το μικρό μικρό σποράκι της που κάπου βρίσκεται βαθειά μέσα μας, για να την α – λλά – ξου – με, να μείνει μονάχα φως , που οι πέντε αισθήσεις μας ξέρουν να θρέφουν και να κρατούν στέρεα, δύναμη της ψυχής μας.

«Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..»

(Τάσος Λειβαδίτης – «Άλλα τα Βράδια»)

Όλγα Σπυράκη, χορογράφος